ICAP: Ανάκαμψη της αγοράς ρολογιών χειρός

Πέμπτη, 26 Απριλίου 2007 12:20

Ανάκαμψη παρατηρείται την τελευταία τριετία στον κλάδο της αγοράς ρολογιών χειρός, όπως προκύπτει από την πέμπτη έκδοση της αντίστοιχης κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε το Μάρτιο από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP:

Ο κλάδος των ρολογιών χειρός στην Ελλάδα αποτελείται από εισαγωγικές επιχειρήσεις. Εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις συναρμολόγησης, δεν πραγματοποιείται εγχώρια παραγωγή. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις επιχειρήσεων με κατοχυρωμένα εμπορικά σήματα ρολογιών οι οποίες αναθέτουν την κατασκευή τους σε εταιρείες του εξωτερικού. Οι επιχειρήσεις του κλάδου στην πλειοψηφία τους είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Οι μεγαλύτερες εταιρείες είναι συνήθως θυγατρικές οίκων του εξωτερικού και αντιπρόσωποι γνωστών εμπορικών σημάτων.

Το ρολόι ως προϊόν έχει ελαστική ζήτηση ως προς την τιμή του και συνεπώς επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως είναι οι τάσεις της μόδας και κοινωνικά γεγονότα τα οποία ευνοούν τη ζήτηση ρολογιών (π.χ. ο αριθμός των γάμων).

Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος, καθώς ο αριθμός των εμπορικών σημάτων και των μοντέλων που διατίθενται είναι μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς. Παράλληλα, υπάρχει μεγάλο εύρος τιμών στην αγορά, γεγονός που διαφοροποιεί και το κοινό στο οποίο απευθύνεται κάθε προϊόν. Τα εμπορικά σήματα ρολογιών χειρός που διατίθενται στην εγχώρια αγορά κυμαίνονται περίπου στα 200. Πολλά εξ’ αυτών αποτελούν εμπορικά σήματα γνωστών εταιρειών ρουχισμού και αξεσουάρ ένδυσης καθώς και αθλητικών ειδών.

Το 2004 η αγορά εμφάνισε σημάδια ανάκαμψης, σημειώνοντας αύξηση 1,9% έναντι του 2003. Το 2005 το ποσοστό μεταβολής σε σύγκριση με το 2004 ανήλθε στο 3,7%, ενώ διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο, αγγίζοντας το 10% το 2006 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Αναλύοντας το μέγεθος της αγοράς ως προς την ποσότητα, σε επιμέρους κατηγορίες ανάλογα με την τιμή λιανικής πώλησης των ρολογιών, παρατηρείται ότι, το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων για το 2006 (78%) αφορούσε ρολόγια των οποίων η τιμή δεν ξεπερνάει τα €150. Η αμέσως επόμενη κατηγορία, που περιλαμβάνει ρολόγια με λιανική τιμή από €150 έως €600 κατέλαβε το 13,5% περίπου της ποσότητας, ενώ τα ρολόγια με τιμή €600-€1.700 κάλυψαν το 6,2% της αγοράς. Τέλος, η κατηγορία ρολογιών με τιμή €1.700 και άνω αντιπροσώπευσε μόλις το 2,3% των πωληθέντων ρολογιών χειρός το 2006.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η διάρθρωση της αξίας της αγοράς με βάση την κατηγορία λιανικής τιμής πώλησης των ρολογιών, εμφανίζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την αντίστοιχη διάρθρωση της ποσότητας. Συγκεκριμένα, μεγαλύτερο μερίδιο καταλαμβάνουν τα ακριβά ρολόγια με λιανική τιμή €1.700 και άνω, η συμμετοχή των οποίων εκτιμάται περίπου στο 45% της συνολικής αξίας της αγοράς.

Το δίκτυο λιανικής πώλησης έχει πλέον διευρυνθεί και περιλαμβάνει διαφορετικούς τύπους καταστημάτων. Εντούτοις, ως παραδοσιακό και κυριότερο κανάλι διανομής παραμένουν τα κοσμηματοπωλεία. Τα ακριβά ρολόγια και ιδίως τα γυναικεία αντιμετωπίζονται από τους καταναλωτές ως κοσμήματα και ως εκ τούτου για την αγορά τους απευθύνονται στα εν λόγω καταστήματα. Τα δεδομένα διαφέρουν όσον αφορά τα φθηνά και μεσαίας κατηγορίας τιμών ρολόγια. Στα σημεία διάθεσής τους περιλαμβάνονται καταστήματα δώρων, τουριστικών ειδών, ηλεκτρονικών ειδών, battery centers, watch centers, travel retail, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί καταστήματα ενδυμάτων και αξεσουάρ καθώς και επώνυμες μπουτίκ.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 23 επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004-2005. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού του δείγματος αυξήθηκε κατά 16,7% το 2005 σε σχέση με το 2004, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε αύξηση 33,8% την ίδια περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 5,2% το 2005 σε σχέση με το 2004. Τόσο το μικτό όσο και το λειτουργικό και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρου) παρουσίασαν άνοδο κατά 4,3%, 19,5% και 9,8% αντίστοιχα για την περίοδο 2004-2005. Ο δείκτης αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε σε 38,6% το 2005 από 47% το 2004. Περαιτέρω, το 2005 το περιθώριο μικτού κέρδους κυμάνθηκε στα επίπεδα του 2004, ενώ ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης βελτιώθηκε το 2005 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα