Η σύνθεση του ελληνικού χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αλλά και η διατήρηση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ σε συνδυασμό με την θετική επίδραση που θα έχουν τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης στο ΑΕΠ τα επόμενα έτη συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ομαλή διαχείριση του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την εκτίμησή του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τη διαχειρισιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, τα επόμενα έτη, καθοριστική αναμένεται να είναι η αναπτυξιακή επίδραση των “πόρων” που θα διοχετευτούν στην ελληνική οικονομία, κυρίως μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου περιόδου 2021-2027, καθώς και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, οι οποίοι αναμένεται να συμβάλουν στην καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά το 2021, λόγω των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης.
Το προηγούμενο διάστημα «υλοποιήθηκε με επιτυχία στρατηγική διαχείρισης του δημοσίου χρέους που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την ομαλοποίηση του προφίλ λήξεως των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και τη δημιουργία σημαντικού ταμειακού διαθεσίμου ασφαλείας (έφτασε τα 38,6 δισ. ευρώ), το οποίο εδραίωσε την εμπιστοσύνη των παραγόντων των διεθνών κεφαλαιαγορών».
Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους αλλά και η συνεχής εκδοτική παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, ομαλοποίησαν το προφίλ λήξεως του δημοσίου χρέους. Πλέον, το χρονοδιάγραμμα λήξεως του χρέους της κεντρικής διοίκησης εκτείνεται έως το 2070 και η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους διαμορφώνεται στα 20 περίπου έτη.
Ως αποτέλεσμα αυτού, σύμφωνα με την έκθεση είναι «οι ανάγκες εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δημοσίου χρέους σε όρους χρεολυσίων να έχουν μειωθεί σημαντικά και να μην ξεπερνούν τα 11,5 δισ. ευρώ ετησίως, έως το 2070. Αν σε αυτό συνυπολογισθεί, το ευνοϊκό επιτοκιακό περιβάλλον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία προβλέπεται να παραμένουν κάτω από το 15%, του ΑΕΠ».
Μόνο για φέτος, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν προσωρινά το 15% του ΑΕΠ, δεδομένου των προβλέψεων για πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 7,2% του ΑΕΠ. Το χαμηλό ποσοστό ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ως προς το ΑΕΠ είναι ένας επιπλέον παράγοντας που θα συμβάλει σημαντικά στην ομαλή διαχείριση του ελληνικού δημοσίου χρέους τα επόμενα χρόνια.
Τα έκτακτα μέτρα που εφάρμοσε η ΕΚΤ στην περίοδο της κρίσης, συγκράτησαν τα επιτόκια των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου χαμηλά και μείωσαν σημαντικά τη μεταβλητότητά τους. Το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ στο οποίο γίνονται αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα, αναμένεται να διατηρηθεί έως και το α΄τρίμηνο του 2022. Όπως εκτιμά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο έως τότε, θεωρείται εφικτή η κατάταξη των ελληνικών τίτλων σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, γεγονός που θα επιτρέψει την ελληνική συμμετοχή στο τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (APP).
Ο Πρόεδρος του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου κ. Παναγιώτης Κορλίρας δήλωσε σχετικά: «Η σύνεση με την οποία διαχειρίστηκε το ελληνικό κράτος τα δημόσια οικονομικά της χώρας τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τις θετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αποδίδουν καρπούς, καθιστώντας πλέον το ελληνικό δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η χρηστή αξιοποίηση τους και η επανεκκίνηση κρίσιμων κλάδων της Ελληνικής Οικονομίας, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, θα βοηθήσουν στην μεγέθυνση του ΑΕΠ, συμβάλλοντας στην καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά το 2021. Παραμένει απαραίτητη και αυτονόητη η διατήρηση της ορθολογικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων και η πλήρης αξιοποίηση από το κράτος και τις επιχειρήσεις των κεφαλαίων που θα εισρεύσουν στην χώρα».
Ραλλού Αλεξοπούλου