Οι νομικές διευθύνσεις των επιχειρήσεων παγκοσμίως αντιμετωπίζουν ένα αυξανόμενο πλήθος λειτουργικών προκλήσεων, καθώς επιδιώκουν τον μετασχηματισμό τους, μέσα σε ένα περιβάλλον περίπλοκων ψηφιακών και κανονιστικών αλλαγών.
Αυτό προκύπτει από τη νέα έρευνα που εκπόνησε το παγκόσμιο νομικό δίκτυο της EY, EY Law, σε συνεργασία με το Center on the Legal Profession της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Harvard. Την ίδια στιγμή, ο φόρτος εργασίας των νομικών διευθύνσεων αναμένεται να αυξηθεί κατά 25% την επόμενη τριετία.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι βασικές ανησυχίες που επηρεάζουν τις μετασχηματιστικές προσπάθειες των νομικών διευθύνσεων σχετίζονται με την αύξηση των εσόδων, τη μείωση του κόστους και τις δυσκολίες που συναντούν στην εξασφάλιση υποστήριξης από τη διοίκηση για επενδύσεις σε δεδομένα και τεχνολογία.
Η έρευνα κατέγραψε τις απόψεις περισσότερων από 2.000 ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων, στις αρχές του 2021, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 1.000 επικεφαλής νομικών διευθύνσεων επιχειρήσεων από 17 κλάδους, σε 22 χώρες.
Η διαχείριση κινδύνων αποτελεί την κορυφαία προτεραιότητα, όμως, τα επίπεδα εμπιστοσύνης στις δυνατότητες των διευθύνσεων είναι χαμηλά
Η έρευνα δείχνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των γενικών διευθυντών νομικών υποθέσεων (General Counsel) δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα της διεύθυνσής τους να εντοπίζει, να μετρά και να διαχειρίζεται τους πολύπλοκους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις τους. Σχεδόν τα δύο τρίτα (65%) δηλώνουν ότι δε διαθέτουν τα δεδομένα και την απαραίτητη τεχνολογία για να ανταποκριθούν σε περιστατικά παραβίασης δεδομένων. Πάνω από τα τρία τέταρτα (78%) δηλώνουν ότι δεν παρακολουθούν συστηματικά τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, ενώ το 68% αναφέρουν ότι δεν έχουν πρόσβαση σε ακριβείς, ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τις νομικές οντότητες των επιχειρήσεών τους.
Αυξανόμενες επιχειρησιακές και κοστολογικές πιέσεις
Οι οικονομικές προκλήσεις του περασμένου έτους ήρθαν για να προστεθούν στις ήδη αυξανόμενες πιέσεις επί του προϋπολογισμού, ενώ υπήρξε και μια απότομη αύξηση των στόχων εξοικονόμησης κόστους των νομικών διευθύνσεων. Μια σημαντική πλειοψηφία (88%) των επικεφαλής νομικών υποθέσεων, σχεδιάζουν να μειώσουν το συνολικό κόστος των νομικών τους λειτουργιών τα επόμενα τρία χρόνια, κυρίως εξαιτίας πιέσεων που δέχονται από τους Διευθύνοντες Συμβούλους και τα Διοικητικά Συμβούλια.
Ελλείμματα τεχνολογίας και αναποτελεσματικότητα σύναψης συμβάσεων
Η έκθεση διαπιστώνει ότι περισσότεροι από τους μισούς (59%) γενικούς διευθυντές νομικών υποθέσεων πιστεύουν ότι ο μεγαλύτερος βαθμός χρήσης της τεχνολογίας, αποτελεί έναν τρόπο μείωσης του κόστους. Ωστόσο, μόνο το 50% των νομικών διευθύνσεων έχουν αυξήσει τη χρήση τεχνολογίας τους τελευταίους 12 μήνες και μόλις το 30% των εσωτερικών νομικών συμβούλων δηλώνουν ότι διαθέτουν την τεχνολογία που απαιτείται για να διεκπεραιώσουν την εργασία τους. Περισσότεροι από οκτώ στους δέκα (83%) δηλώνουν ότι δε διαθέτουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για την αυτοματοποίηση των διαδικασιών, ενώ το 41% αναφέρουν ότι δε διαθέτουν τα δεδομένα ή / και την τεχνογνωσία για να τεκμηριώσουν την ανάγκη επενδύσεων σε νομική τεχνολογία.
Η έλλειψη επενδύσεων στην τεχνολογία επηρεάζει, επίσης, και την αύξηση των εσόδων. Σχεδόν το σύνολο των ερωτηθέντων (99%) δηλώνουν ότι δε διαθέτουν τα απαραίτητα δεδομένα και την τεχνολογία για να βελτιστοποιήσουν τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Επιπλέον, το 97% δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν προϋπολογισμό για επενδύσεις στην τεχνολογία, αναφέροντας τη δυσκολία να πεισθεί η διοίκηση ως τον βασικό παράγοντα.
Ο μετασχηματισμός της νομικής διεύθυνσης διευκολύνει την ανάπτυξη της επιχείρησης
Οι μεγάλες προκλήσεις που σχετίζονται με τον μετασχηματισμό εντείνονται περαιτέρω από την αύξηση του όγκου εργασίας. Οι γενικοί διευθυντές νομικών υποθέσεων εκτιμούν ότι ο φόρτος εργασίας της νομικής διεύθυνσης θα αυξηθεί κατά 25% τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ αναμένουν αύξηση του αριθμού των στελεχών της κατά μόλις 3% στο ίδιο διάστημα.
Επίσης, τα τρία τέταρτα (75%) των νομικών διευθύνσεων εκτιμούν ότι ο φόρτος εργασίας θα αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι ο προϋπολογισμός τους, ενώ το 87% δηλώνουν ότι ξοδεύουν πάρα πολύ χρόνο σε διεκπεραιωτικές εργασίες χαμηλής αξίας. Καθώς οι εργοδότες αγωνίζονται να προσελκύσουν ταλέντα, σχεδόν οι μισοί (47%) αναφέρουν ότι ο αυξανόμενος όγκος εργασίας χαμηλής αξίας έχει επηρεάσει το ηθικό των εργαζομένων.
Μια ακόμη κρίσιμη πρόκληση αφορά το πώς οι νομικές διευθύνσεις μπορούν να ενδυναμώσουν την επιχείρηση. Λίγοι περισσότεροι από τους μισούς (52%) επικεφαλής νομικών διευθύνσεων πιστεύουν ότι η καθημερινή εργασία τους ευθυγραμμίζεται με την ευρύτερη επιχειρηματική στρατηγική, ενώ το 57% των επικεφαλής διευθύνσεων επιχειρηματικής ανάπτυξης (business development) αναφέρουν ότι η αναποτελεσματικότητα των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων έχει επιβραδύνει την ανάπτυξη των εσόδων.
Καθώς οι νομικές λειτουργίες των επιχειρήσεων εξετάζουν νέες, αλλά και υπάρχουσες λύσεις, η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι υπάρχει πραγματική διάθεση για στρατηγικές από κοινού ανάθεσης διεργασιών με εξωτερικούς νομικούς συμβούλους, χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς παρόχους νομικών υπηρεσιών, με το 85% να αναφέρουν ότι η διεύθυνσή τους χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες αυτές, έναντι 72% το 2019.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Ειρηνικός Πλατής, Εταίρος της συνεργαζόμενης με την ΕΥ Ελλάδος δικηγορικής εταιρείας «Πλατής-Αναστασιάδης και Συνεργάτες», αναφέρει: «Σε ένα περιβάλλον ραγδαίων κανονιστικών μεταβολών και οικονομικής αβεβαιότητας, οι νομικές διευθύνσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν αυξημένο φόρτο εργασίας, αλλά και πιέσεις για μείωση του κόστους λειτουργίας τους, σε συνδυασμό με την πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Για να ανταποκριθούν αποτελεσματικά και να είναι σε θέση να διαχειριστούν τους αυξανόμενους ρυθμιστικούς και λειτουργικούς κινδύνους, θα χρειαστεί να επανασχεδιάσουν τις λειτουργίες τους και να αξιοποιήσουν εσωτερικούς πόρους και συνεργασίες με εξωτερικούς παρόχους νομικών υπηρεσιών. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να επενδύσουν στις νέες τεχνολογίες για να αναπτύξουν τα κατάλληλα εργαλεία που θα τους επιτρέψουν να βελτιστοποιήσουν τη λειτουργία τους, να μειώσουν τους κινδύνους και να συμβάλουν στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους, παράγοντας προστιθέμενη αξία».