Παρουσία 420 επιχειρηματιών, στελεχών επιχειρήσεων, πανεπιστημιακών και άλλων πολιτών πραγματοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου η εσπερίδα που οργάνωσε η Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών (Ε.ΕΝ.Ε.) σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας και με θέμα: «Μπορεί η ελληνική πολυεθνική να παραμείνει ελληνική;»
Κύριοι εισηγητές ήταν οι κκ. Κ. Αντωνόπουλος (Διευθύνων Σύμβουλος INTRALOT S.A.), Δ. Παπαλεξόπουλος (Διευθύνων Σύμβουλος ΤΙΤΑΝ Α.Ε.), Γ. Πεχλιβανίδης (Αντιπρόεδρος και Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος ΕΤΕ) και X. Τσάγκος (Διευθύνων Σύμβουλος MICROSOFT HELLAS).
Η βασική θέση που ανέπτυξαν οι εισηγητές αλλά και οι συζητητές ήταν ότι η εθνικότητα μίας πολυεθνικής προσδιορίζεται με αναφορά κυρίως σε τρεις παράγοντες: τη φορολογική βάση, την προστιθέμενη αξία και τη γεωγραφική έδρα –η οποία έχει σημασία επειδή ουσιαστικά προσδιορίζει την εταιρική κουλτούρα. Με την έννοια αυτή, η γεωγραφική εξάπλωση δεν έχει τόση σημασία όσο έχει το που βρίσκεται το κέντρο λήψης αποφάσεων. Αυτό που μετρά, σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, είναι η εντοπιότητα και η ποιότητα των αποφάσεων.
Η διεθνής συγκυρία με τη γρήγορη ανάπτυξη και την υψηλή ρευστότητα διευκολύνει την ίδρυση και λειτουργία πολυεθνικών αλλά, παράλληλα, λειτουργεί αρνητικά ως προς τον παράγοντα «εθνικότητα», διότι προωθεί τις εξαγορές και συγχωνεύσεις –οπότε και τις γρήγορες και ξαφνικές αλλαγές στην ιδιοκτησία. Εξάλλου, παρατήρησαν όλοι οι ομιλητές, ποια είναι η εθνικότητα μίας εταιρείας όταν ο κύριος μέτοχος μπορεί να είναι ένα hedge fund, με έδρα το Λουξεμβούργο, διευθύνοντα σύμβουλο ¶γγλο, διοικητικό συμβούλιο με μέλη απ’ όλο τον κόσμο και με επενδύσεις παγκόσμιας εμβέλειας;
Γενικό ήταν το συμπέρασμα, πάντως, ότι μία ελληνική πολυεθνική δεν μπορεί να είναι εταιρεία με παγκόσμια παρουσία (global), διότι το μέγεθος της ελληνικής αγοράς από την οποία ξεκινούν οι ελληνικές πολυεθνικές δεν επιτρέπει τέτοια μεγάλα εγχειρήματα. Εξάλλου, η εμφάνιση ελληνικών πολυεθνικών είναι ένα πρόσφατο γεγονός, η αρχή του οποίου τοποθετείται μετά το 1990. Οι ελληνικές πολυεθνικές μπορούν να είναι «περιφερειακές πολυεθνικές» --με κύρια αναφορά τα Βαλκάνια. Μερικές, πολύ λίγες, μπορεί να έχουν παγκόσμιες βλέψεις και να καταφέρνουν να τις υλοποιήσουν. Είναι ελάχιστες και πάντως δεν φτάνουν στα επίπεδα των παγκόσμιων πολυεθνικών. Εταιρειών που έχουν κατανείμει όχι μόνο τις αγορές διάθεσης των προϊόντων τους αλλά και την ίδια τη διαδικασία παραγωγής.
ΟΙ ελληνικές πολυεθνικές, κατέληξαν οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση, έχουν αποκτήσει τη δική τους θέση στο ελληνικό και περιφερειακό οικονομικό γίγνεσθαι και διακρίνονται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι επενδύουν στο εξωτερικό. Η χώρα μας έχει γίνει καθαρός εξαγωγές κεφαλαίων και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό οικονομικής ωριμότητας. Στην πράξη αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι διεθνείς κεφαλαιαγορές, λειτουργούν ευέλικτα και θα μπορούσαν να πετύχουν πολλά περισσότερα αν δεν υπήρχαν τα προβλήματα της ελληνικής γραφειοκρατίας, της κακής ποιότητας του ελληνικού ανθρώπινου δυναμικού, της κατά κανόνα κακής διαδικασίας διαδοχής και της αδυναμίας να λειτουργήσουν μαζί ανταγωνιστικά.