Από την έντυπη έκδοση
Tης Ζωρζέτ Ζολώτα
[email protected]
Διαμαρτύρονται οι εταιρείες του ευρωπαϊκού κλάδου τεχνολογίας στις ΗΠΑ, θεωρώντας πως η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ τους απαγορεύει κάθε επαφή με την κινεζική αγορά εάν θέλουν να συναλλάσσονται παράλληλα με τις ΗΠΑ, αλλά εξαιρεί από τις κυρώσεις τις αμερικανικές με την παραχώρηση ειδικών αδειών. Στο επίκεντρο του τεχνολογικού πολέμου που κήρυξε ο απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατά της Κίνας βρίσκεται η Huawei, ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους στην κατασκευή τηλεπικοινωνιακών δικτύων και έξυπνων τηλεφώνων.
Η Ουάσιγκτον έχει απαγορεύσει κάθε συναλλαγή με τη Huawei με σκοπό να αποκλείσει τον κινεζικό κολοσσό από εξοπλισμό που είναι πολύτιμος για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του. Ανάλογα περιοριστικά μέτρα έχουν επιβληθεί και σε άλλες τεχνολογικές εταιρείες της Κίνας, όπως η Semiconductor Manufacturing International Corporation (SMIC), αναγκάζοντας τις ευρωπαϊκές να διακόψουν επαφές με κάποιους από τους σημαντικότερους πελάτες τους.
«Μέχρι στιγμής, οι αμερικανικές εταιρείες έχουν αποκτήσει ειδικές άδειες για να συνεχίζουν να προμηθεύουν την Huawei ενώ οι ευρωπαϊκές δεν έχουν» σχολίασε ανεπίσημα επιχειρηματικό στέλεχος στους Financial Times. Όπως επισημαίνεται από τη βρετανική εφημερίδα, είναι πολλές οι ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας που παράγουν μικροεπεξεργαστές ή παρεμφερή εξοπλισμό και εξαρτώνται από αμερικανικές καινοτομίες, πληρώνοντας δικαιώματα ευρεσιτεχνίας. Κατά συνέπεια επηρεάζονται από τις κυρώσεις της Ουάσιγκτον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ελβετική STMicroelectronics. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα ανακοίνωσε πως δεν θα θέσει ετήσιο στόχο για την κερδοφορία της λόγω των αμερικανικών κυρώσεων εις βάρος ενός «σημαντικού πελάτη», δηλαδή τη Huawei. Αν και επιχειρηματικά και διπλωματικά στελέχη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμμερίζονται τις ανησυχίες των ΗΠΑ έως έναν βαθμό, οι ενέργειες της Ουάσιγκτον είναι μονομερείς και αιφνίδιες.
Τον Σεπτέμβριο, η γερμανική Infineon είχε δηλώσει στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNBC πως ο τεχνολογικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας προβληματίζει σοβαρά τη διοίκηση της εταιρείας. Εμφανής είναι ο αρνητικός αντίκτυπος στην ολλανδική ASML που είναι η κορυφαία εταιρεία κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού για την παραγωγή τσιπ. Δεν μπορεί να προμηθεύσει τα μηχανήματα τελευταίας γενιάς στην SMIC που είναι η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής τσιπ στην Κίνα, όταν προσδοκά να εξασφαλίσει το ένα τέταρτο των πωλήσεών της από τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μετά την αμερικανική.
Μέσα στον Δεκέμβριο, οι ΗΠΑ πρόσθεσαν 60 εταιρείες της Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της SMIC και της κατασκευάστριας μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) DJI, στη λίστα του υπουργείου Εμπορίου που σημαίνει πως οι αμερικανικές εταιρείες θα πρέπει να αποκτήσουν ειδικές άδειες για να πουλούν εξοπλισμό ή να συναλλάσσονται με αυτές. Στην περίπτωση της SMIC, η κυβέρνηση Τραμπ υποστηρίζει πως τα τσιπ της ενσωματώνονται σε προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον αμερικανικό στρατό. Σε ό,τι αφορά την DJI, η οποία κατέχει κυρίαρχη θέση στην αμερικανική αγορά, αξιωματούχος στην Ουάσιγκτον είχε υποστηρίξει πως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της συνδέονται με την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και άλλες χώρες.
Σε αυτήν τη λίστα περιλαμβάνονται, επίσης, το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Πεκίνου, η China Communications Construction Company και αρκετά άλλα κέντρα ερευνών που συνδέονται με την China State Shipbuilding Corporation.
Tον Νοέμβριο, η κυβέρνηση Τραμπ είχε απαγορεύσει την κατοχή μετοχών σε εταιρείες που θεωρούνται ύποπτες για διασυνδέσεις με τον κινεζικό στρατό, ανοίγοντας τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους από τους χρηματιστηριακούς δείκτες των ΗΠΑ. Μέσα στον Ιανουάριο αναμένεται να αναλάβει τα ηνία του Λευκού Οίκου το επιτελείο του νικητή των προεδρικών εκλογών Τζο Μπάιντεν, αλλά ο ίδιος έχει αφήσει να εννοηθεί πως δεν θα προχωρήσει σε απότομες αλλαγές της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον.