ΤΑ ΟΡΙΑ της νομιμότητας υπερβαίνει η δράση των εισπρακτικών εταιρειών, στις οποίες καταφεύγουν κυρίως τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και εταιρείες τηλεπικοινωνιών, για την είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών. Τα ανωτέρω αναφέρει ο Συνήγορος του Καταναλωτή, Γιάννης Αδαμόπουλος, προσθέτοντας ότι σχετική αναφορά κοινοποίησε ήδη στον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρη Παξινό, και στον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας, Ευθύμιο Πρεκετέ.
Όπως επεσήμανε, τα στοιχεία που κατατέθηκαν αποτελούν προϊόν εκτεταμένης έρευνας της Ανεξάρτητης Αρχής, σε συνδυασμό με την πραγματοποίηση αυτεπάγγελτης διερεύνησης της νομιμότητας και των διαδικασιών είσπραξης επιχειρηματικών απαιτήσεων που ακολουθούν οι εν λόγω εταιρείες για λογαριασμό των πελατών τους.
«Η κύρια διαπίστωση που προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγε η Αρχή είναι ότι οι εταιρείες είσπραξης χρεών δεν είναι δικηγορικές, αλλά κατ' ουσία κερδοσκοπικές, εμπορικές εταιρείες, οι δε μέθοδοι είσπραξης και εκτέλεσης που ακολουθούν συνεπάγονται την υπέρβαση των ορίων της νομιμότητας» τονίζει ο Συνήγορος του Καταναλωτή για να προσθέσει ότι «η εκ μέρους των εταιρειών αυτών ανάληψη ενεργειών είσπραξης απαιτήσεων και αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η αόριστη προσαύξηση των οφειλών με «έξοδα είσπραξης», τα οποία εισπράττονται από αυτές απευθείας από τους πελάτες, ενώ η συμβατική τους σχέση υπάρχει μόνο με τους προμηθευτές, είναι παράνομη».
Υπογραμμίζει δε ότι η είσπραξη απαιτήσεων από τέτοιες εταιρείες συνιστά αντιποίηση του δικηγορικού λειτουργήματος και θίγει τις θεσμοθετημένες από την Πολιτεία και τους νόμους αποκλειστικές αρμοδιότητες δικηγόρων και δικαστικών επιμελητών.
Οι μέθοδοι
Αναφορικά με τις μεθόδους και τις διαδικασίες που ακολουθούν οι εισπρακτικές εταιρείες για την είσπραξη οφειλών, ο Συνήγορος διαπίστωσε ότι:
- Οι επιχειρηματικές απαιτήσεις των προμηθευτών έναντι οφειλετών τους απλώς ανατίθενται, μέσω συμβάσεων έργου, στις εισπρακτικές εταιρείες έναντι αντιτίμου που ισούται με κάποιο ποσοστό επί του εισπραττόμενου ποσού. Η εργασιακή αυτή σχέση που συνδέει τους προμηθευτές με τις εταιρείες είσπραξης είναι παντελώς ξένη προς τις καθ' όλα νόμιμες συμβάσεις πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring), μέσω της εφαρμογής των οποίων οι επιχειρήσεις ουσιαστικά εκχωρούν (πωλούν) την ευθύνη είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων (τιμολόγια, επιταγές, συναλλαγματικές, απαιτήσεις από πιστωτικές κάρτες, κ.λπ.) στην εταιρεία factoring.
- Οι συμβάσεις έργου, με τις οποίες αρμοδιότητες είσπραξης οφειλών εκχωρούνται σε ιδιωτικές-εμπορικές εταιρείες, διασπούν το δεσμό εμπιστοσύνης που δημιουργείται ανάμεσα στον καταναλωτή και τη συμβαλλόμενη επιχείρηση.
- Οι εφαρμοζόμενες από αυτές τις εταιρείες μέθοδοι είσπραξης στοιχειοθετούν παράβαση των αρχών της ευπρέπειας και του σεβασμού της προσωπικότητας του οφειλέτη. Μεταξύ αυτών των μεθόδων περιλαμβάνεται η άσκηση διαρκούς ψυχολογικής πίεσης όχι μόνο κατά του οφειλέτη ατομικά, αλλά και η διεύρυνση της πίεσης και στους οικείους του οφειλέτη. Συνήθης είναι, από αυτή την άποψη, η τακτική της όχλησης του οφειλέτη στον κοινωνικό ή επαγγελματικό του χώρο, προκειμένου η δημοσιοποίηση της οφειλής του εν μέσω φίλων, γνωστών και συναδέλφων να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης και χειραγώγησης της συμπεριφοράς του.
- Συνήθως, οι υπάλληλοι των εισπρακτικών προχωρούν σε τηλεφωνικές οχλήσεις των καταναλωτών χωρίς να δηλώνουν την πραγματική επαγγελματική τους ταυτότητα, αλλά υποδυόμενοι υπαλλήλους τραπεζών ή δικηγορικών γραφείων.
- Ορισμένες φορές, οι εισπρακτικές εταιρείες πιέζουν για είσπραξη χρεών ακόμα και σε περιπτώσεις παράνομων ή απλώς εσφαλμένων και καταχρηστικών ρητρών.
- Οι εισπρακτικές εταιρείες γίνονται λήπτες προσωπικών δεδομένων των οφειλετών δίχως να έχουν έννομο συμφέρον, από τη στιγμή που στοιχεία κρίσιμα για την κοινωνικοοικονομική ζωή των οφειλετών έρχονται σε γνώση προσώπων που δεν φέρουν ιδιότητα δημόσιου λειτουργού, ο οποίος βαρύνεται με καθήκον εχεμύθειας.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΤΣΟΥΛΟΣ