Το ευρώ βρίσκεται φέτος αντιμέτωπο με μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες από την εποχή της «γέννησής» του. Δεν μιλάμε για το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης ή κάποιον εξωγενή παράγοντα που απειλεί την Ευρωζώνη. Αυτή τη φορά, η απειλή προέρχεται εκ των έσω και αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρχίζει την αναθεώρηση της στρατηγικής της, για πρώτη φορά από το 2003, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκκινεί τη συζήτηση για το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, με αξιολόγηση των υφιστάμενων κανόνων. ΕΚΤ και Κομισιόν έχουν νέα ηγεσία και οι δύο ισχυρές κυρίες των ευρωπαϊκών θεσμών θέλουν να αφήσουν το στίγμα τους.
Οι συγχρονισμένες αξιολογήσεις αναμένεται να φέρουν στην επιφάνεια τα τρωτά σημεία στην «αρχιτεκτονική» του ενιαίου νομίσματος. Η διάσταση απόψεων μεταξύ των χωρών-μελών στην προσέγγιση δημοσιονομικών ζητημάτων είναι ολοένα και πιο εμφανής, ειδικά τώρα που οι αξιωματούχοι σε Φραγκφούρτη και Βρυξέλλες αναγνωρίζουν ότι τα «πυρομαχικά» της ΕΚΤ σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
«Η νομισματική πολιτική, με τη συμβατική έννοια, δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών», επισημαίνει στο Bloomberg ο Στέφεν Κιγκ, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην HSBC. «Η Ευρώπη, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, έχει περιθώρια για μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης –και εάν η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τα όριά της, τότε θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά μέτρα στήριξης», σημειώνει ο κ. Κιγκ.
Μεταξύ των Επτά περισσότερο Ανεπτυγμένων χωρών(G7) ξεχωρίζει η Γερμανία, ως η μοναδική χώρα με πλεόνασμα προϋπολογισμού και σχετικά χαμηλά επίπεδα χρέους. Η Γερμανία έχει βρεθεί επανειλημμένως στο στόχαστρο της ΕΚΤ, που καλεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης να χρησιμοποιήσει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για αύξηση των δαπανών και επενδύσεων, ώστε να συμβάλει στην επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Το Βερολίνο και η σφικτή δημοσιονομική του πολιτική έχουν βρεθεί στο στόχαστρο και των Βρυξελλών, στην αναζήτηση ενός κοινού δημοσιονομικού «εργαλείου» για την στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Προς το παρόν όμως, η Γερμανία κωφεύει στις εκκλήσεις, εμμένοντας στο δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) θεσπίστηκε στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η προσπάθεια για υγιή δημοσιονομικά των χωρών της ΕΕ θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος.
Από την κρίση και μετά, έχουν ενισχυθεί οι κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. μέσω οκτώ κανονισμών δημοσιονομικής πειθαρχίας και μιας διεθνούς συνθήκης:
- του εξάπτυχου (που θέσπισε σύστημα παρακολούθησης των ευρύτερων οικονομικών πολιτικών, ούτως ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα προβλήματα όπως φούσκες της αγοράς ακινήτων ή μείωση της ανταγωνιστικότητας)·
- του δίπτυχου (ένας νέος κύκλος παρακολούθησης για τη ζώνη του ευρώ, με τις χώρες -εκτός εκείνων με προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής- να υποβάλλουν τα σχέδια δημοσιονομικών προγραμμάτων τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε φθινόπωρο)·
- της Συνθήκης για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (δημοσιονομικό σύμφωνο) του 2012 η οποία θεσπίζει αυστηρότερες δημοσιονομικές διατάξεις από το ΣΣΑ.
Οι περίπλοκοι κανόνες προβλέπουν ότι οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. πρέπει να διατηρούν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ.
Χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία έχουν πολλές φορές εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους στην αυστηρότητα των κανόνων, ζητώντας τη χαλάρωσή τους. Αντίθετα, τους κανόνες υποστηρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και κυρίως η Γερμανία.
Η ΕΚΤ, υπό την καθοδήγηση του πρώην προέδρου, Μάριο Ντράγκι, ανακοίνωσε νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ενώ μείωσε τα επιτόκια ακόμη πιο βαθιά κάτω από το μηδέν, σε μια ύστατη προσπάθεια τόνωσης της ανάπτυξης. Παρότι τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης αποδίδουν καρπούς, η «διάδοχος» του Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σήμανε την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης της στρατηγικής της ΕΚΤ, ώστε να μελετήσει το στόχο προσήλωσης στον πληθωρισμό και τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή, η Κομισιόν παρουσίασε σήμερα την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του πλαισίου οικονομικής επιτήρησης, εγκαινιάζοντας δημόσιο διάλογο για το μέλλον του. Οι οικονομικές συνθήκες στην Ε.Ε. έχουν αλλάξει σημαντικά από τότε που καθιερώθηκαν οι κανόνες περί δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η έναρξη ενός νέου πολιτικού κύκλου αποτελεί την κατάλληλη στιγμή για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου πλαισίου οικονομικής και δημοσιονομικής επιτήρησης και ειδικά των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το εξάπτυχο και δίπτυχο. Η αξιολόγηση θα σημάνει την έναρξη ενός διαλόγου για την ανάγκη καλύτερων εναλλακτικών «μοχλών» οικονομικής πολιτικής. Και υπογραμμίζει τις αποτυχίες στο δημοσιονομικό συντονισμό μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, επιτρέποντας σε χώρες που χρειάζονται δημοσιονομική πειθαρχία να δαπανούν περισσότερο, την ώρα που χώρες με δημοσιονομικό χώρο για περισσότερες δαπάνες ακολουθούν σφικτή δημοσιονομική πολιτική.
Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών επαναλαμβάνουν την ανάγκη για ένα εργαλείο συνδιαχείρισης πόρων –κάτι που να προσεγγίζει τον ενιαίο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης.
«Εάν το Βερολίνο υποκύψει και ανοίξει τις δημοσιονομικές “στρόφιγγες”, η ανάπτυξη θα είναι ισχυρότερη, τόσο εντός Γερμανίας όσο και στην ευρύτερη Ζώνη του Ευρώ. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ευρύτερη αναμόρφωση για την οικονομία της Ευρωζώνης», επισημαίνουν οι Τζέιμι Ρας και Μίβα Κάζιν, οικονομολόγοι του Bloomberg. «Από τη στιγμή που απουσιάζει ενιαία δημοσιονομική στάση με χαρακτηριστικά σταθεροποίησης, είναι περιορισμένη και η δυνατότητα μιας συνολικής προσπάθειας», εξηγούν. «Η υιοθέτηση μιας ενιαίας δημοσιονομικής στάσης θα συνεισέφερε περισσότερο στη μακροοικονομική σταθεροποίηση», σημειώνουν.
Ένα τέτοιο βήμα θα έκανε πραγματικότητα το όνειρο πολλών αξιωματούχων στις Βρυξέλλες, μιας δημοσιονομικής ένωσης που θα συμπλήρωνε την υφιστάμενη νομισματική ένωση. Οι πλούσιες χώρες, όπως η Γερμανία, θα έπρεπε να χρηματοδοτήσουν τέτοιου είδους μεταβιβάσεις και έως τώρα οι κυβερνήσεις του Βορρά εμφανίζονται απρόθυμες. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι οι διαφορετικές απόψεις μεταξύ των χωρών δυσχεραίνουν τον διάλογο, αλλά και την πορεία προς την επίτευξη συμφωνίας.
Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις για τη θωράκιση της Ευρωζώνης απέναντι σε μια νέα κρίση δεν προσφέρουν αισιόδοξα μηνύματα. Η μεταρρύθμιση του ταμείου διάσωσης έχει καθυστερήσει και οι συζητήσεις για ένα ενιαίο πλαίσιο ασφάλισης καταθέσεων προχωρούν με υπερβολικά αργούς ρυθμούς. Παρά την επί της αρχής συμφωνία για ένα εργαλείο κοινού προϋπολογισμού, έπειτα από μαραθώνιες συζητήσεις, είναι πολύ μικρός ώστε να χρησιμεύσει για τη στήριξη της οικονομίας.
Τα πρόσφατα στοιχεία ιδιαίτερα αποθαρρυντικά –με απρόσμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ σε Γαλλία και Ιταλία στα τέλη του 2019 και το μεταποιητικό τομέα της Γερμανίας να παραμένει σε ύφεση. Η εμπορική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ επιστρέφει στο προσκήνιο, με την Ουάσιγκτον να απειλεί με την επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα και τη Γαλλία μετά βίας να γλιτώνει τους δασμούς σε γαλλικά αγαθά όπως κρασί και τυρί, εξαιτίας της αντιπαράθεσης για την επιβολή ψηφιακού φόρου σε τεχνολογικούς κολοσσούς.
‘Όσο για την ιδέα συνδιαχείρισης πόρων, o Στέφεν Κιγκ της HSΒC προτείνει τη διοχέτευση περισσότερων κονδυλίων σε πανευρωπαϊκά projects και διασυνοριακές συνεργασίες. «Εάν υπήρχαν πανευρωπαϊκά προγράμματα δημοσίων δαπανών –για παράδειγμα για την καλύτερη διασύνδεση των σιδηροδρομικών συστημάτων- θα μπορούσαν να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση», σημειώνει.
Επιμέλεια: Αγγελική Κοτσοβού
[email protected].