Η αξία της ελληνικής ταχυδρομικής αγοράς για το 2006 ανήλθε σε 671,5 εκ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων και των εσόδων από παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών υπό καθεστώς ειδικής άδειας, σύμφωνα με την Ετήσια Μελέτη που εκπόνησε ο Τομέας Ταχυδρομείων της ΕΕΤΤ για το έτος 2006 με θέμα «Η ελληνική Αγορά Ταχυμεταφορών: Στοιχεία και Τάσεις της Αγοράς Έτους 2006».
Ειδικότερα, η αξία της αγοράς ταχυμεταφορών διαμορφώθηκε σε 263 εκ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 8,2% σε σχέση με το 2005. Ο όγκος ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινήθηκε από τους εγγεγραμμένους στο Μητρώο της ΕΕΤΤ ταχυδρομικούς παρόχους -κατόχους γενικών / ειδικών αδειών- εκτός του Φορέα Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας ανήλθε σε 52 εκατομμύρια ταχυδρομικά αντικείμενα περίπου. Στην αγορά ταχυμεταφορών διακινήθηκαν 45 εκατομμύρια ταχυδρομικά αντικείμενα έναντι 39,2 εκατομμυρίων το 2005, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 15,1%.
Τα έσοδα από τη διακίνηση ταχυδρομικών αντικειμένων στο εσωτερικό της χώρας ανήλθαν σε 178 εκ. ευρώ ή 68% επί των συνολικών εσόδων της αγοράς ταχυμεταφορών. Αντίστοιχα ο όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινήθηκαν στο εσωτερικό ανήλθαν σε 40,6 εκ. έναντι 35,5 εκ. το 2005. αυτά αντιστοιχούν στο 90% του συνόλου των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινήθηκαν στην αγορά ταχυμεταφορών. Από την άλλη πλευρά, σημαντικά μικρότερη παρουσιάζεται η αξία και ο όγκος ταχυδρομικών αντικειμένων προέλευσης και προορισμού εξωτερικού, καθώς τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής είναι 11,9% και 20,03% σε όρους αξίας, και 6% και 3,5% σε όρους όγκου.
Όσον αφορά στον χρόνο επίδοσης των ταχυδρομικών αντικειμένων, παρατηρείται ότι το 80,5% των ταχυδρομικών αντικειμένων ταχυμεταφορών εσωτερικού διακινείται σε μία ημέρα (32,6 εκ. ταχ. αντικείμενα, αξίας 139,6 εκ. ευρώ), ενώ σε περισσότερες ημέρες διακινείται το 15% των αντικειμένων (6,1 εκ. ταχ. αντικείμενα, αξίας 25,6 εκ. ευρώ). Αυθημερόν διακινείται το 4,5% των αντικειμένων (1,8 εκ. αντικείμενα, αξίας 12,4 εκ. ευρώ). Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά στα ταχυδρομικά αντικείμενα προέλευσης εξωτερικού, ποσοστό 65,3% (1,8 εκ. αντικείμενα) διακινείται σε 1 ημέρα, ενώ ποσοστό 34,7% (0,9 εκ. αντικείμενα) διακινείται σε περισσότερες ημέρες. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα αντικείμενα προορισμού εξωτερικού δεν διαφέρουν σημαντικά, καθώς διαμορφώνονται σε 71,6% (1,1 εκ. αντικ.) διακινούνται σε 1 ημέρα, ενώ 28,4% (0,4 εκ. αντικ.) διακινούνται σε περισσότερες ημέρες.
Αναφορικά με την κατανομή των διακινηθέντων ταχυδρομικών αντικειμένων ανά κλιμάκιο βάρους, παρατηρείται ότι το 51,2% των διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων βρίσκεται στην κατηγορία βάρους από 1-500γρ. (εκτός δεμάτων), 31,6% των ταχυδρομικών αντικειμένων ανήκει στην κατηγορία από 500γρ. – 2 κιλά (εκτός δεμάτων) ενώ τα δέματα έως 20 κιλά αποτελούν το 17,2% του συνολικού όγκου των ταχυδρομικών αντικειμένων. Σημειώνεται ότι η κατανομή αυτή δεν διαφέρει σημαντικά σε σχέση με το 2005.
Εξετάζοντας τη διακίνηση των ταχυδρομικών αντικειμένων εσωτερικού (εκτός των ταχυδρομικών αντικειμένων προέλευσης εξωτερικού) ανά περιφέρεια προέλευσης, παρατηρείται ότι η μεγαλύτερη ποσότητα των διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων το 2006 προέρχεται από την Περιφέρεια της Αττικής (64%) ενώ ακολουθούν η Κεντρική Μακεδονία (13%) και η Κρήτη (4%). Σχετικά με την κατανομή των διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων εξωτερικού προκύπτει ότι η σημαντικότερη περιοχή προέλευσης / προορισμού είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση με μερίδια συμμετοχής 63% και 65% αντίστοιχα. Η υπόλοιπη κατάταξη στη συνέχεια διαφοροποιείται για τις περιφέρειες προέλευσης και προορισμού. Από την πλευρά της προέλευσης των ταχυδρομικών αντικειμένων, τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Ασία με ποσοστό 16% και ακολουθούν οι ΗΠΑ – Καναδάς με ποσοστό 12%. Από την πλευρά όμως προορισμού των ταχυδρομικών αντικειμένων την δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Λοιπή Ευρώπη (ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ) με ποσοστό 12% και ακολουθούν η Ασία με ποσοστό 10% και οι ΗΠΑ – Καναδάς με 9%.
Σημαντικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ζήτησης των ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι η εξυπηρέτηση των πελατών, η αξιοπιστία της επιχείρησης, η τιμή του προϊόντος ενώ σε μικρότερο ποσοστό η ζήτηση επηρεάζεται από το εισοδηματικό επίπεδο των πελατών.
Σημαντικότεροι εταιρικοί πελάτες των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών αναδεικνύονται οι κλάδοι του εμπορίου (39%) και των υπηρεσιών (31%), ενώ ακολουθεί η μεταποίηση (18%) και ο Δημόσιος Τομέας (13%).
Σύμφωνα με τα αρχεία της ΕΕΤΤ ο αριθμός των εγγεγραμμένων στο Μητρώο – αδειοδοτημένων επιχειρήσεων έχει σχεδόν διπλασιασθεί κατά τα έτη 2000-2006. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων της ΕΕΤΤ, ο αριθμός των εγγεγραμμένων ταχυδρομικών επιχειρήσεων στις 31/12/2006 ανήλθε σε 341.
Η αγορά των ταχυμεταφορών χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό συγκέντρωσης σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Έτσι, οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου συγκεντρώνουν μερίδιο αγοράς άνω του 76% των διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων (έναντι μεριδίου άνω του 80% το 2005), ενώ τα συνολικά έσοδα των ίδιων επιχειρήσεων αντιπροσωπεύουν το 69% των συνολικών εσόδων της αγοράς (έναντι 71% περίπου το 2005). Σημειώνουμε δε ότι η πρώτη από αυτές τις επιχειρήσεις διακινεί άνω του 29% των συνολικών ταχυδρομικών αντικειμένων και τα έσοδά της υπερβαίνουν το 23% της συνολικής αγοράς.
Συσχετίζοντας τη γεωγραφική κατανομή των αδειοδοτημένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ταχυμεταφορές με τη γεωγραφική κατανομή των διακινηθέντων ταχυδρομικών αντικειμένων διαπιστώνεται ότι στις περιφέρειες που συγκεντρώνεται η μεγαλύτερη παραγωγή, δηλαδή, Αττική και Κεντρική Μακεδονία, συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος αριθμός των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στην Αττική διαπιστώνεται ότι εδρεύει το 44% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις ταχυμεταφορές και παράγεται το 64% του συνολικού όγκου των αντικειμένων που διακινούνται προς το εσωτερικό και το εξωτερικό, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας είναι 16% των επιχειρήσεων και 13% των συνολικών ταχυδρομικών αντικειμένων αντίστοιχα.
Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την παροχή υπηρεσιών ταχυμεταφορών είναι το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, η μείωση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών, η Νομοθεσία και οι Ρυθμιστικοί Κανόνες και σε μικρότερο ποσοστό οι Έλεγχοι και οι Κυρώσεις, όπως ιεραρχούνται από τους ταχυδρομικούς παρόχους.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των εκπροσώπων της αγορά, οι τιμές των ταχυδρομικών υπηρεσιών αναμένεται να παρουσιάσουν μεταβολή – θετική ή αρνητική. Για το 2006, η μεγαλύτερη μείωση τιμής παρατηρήθηκε στην ταχυμεταφορά εγγράφων ενώ η μεγαλύτερη αύξηση τιμής πραγματοποιήθηκε στην ταχυμεταφορά δεμάτων. Επισημαίνεται ότι οι παράγοντες που θεωρούνται σημαντικοί στη διαμόρφωση των τιμών των ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι ο χρόνος επίδοσης, το βάρος του ταχυδρομικού αντικειμένου και ο τόπος προορισμού του ταχυδρομικού αντικειμένου. Κυριότερος παράγοντας στην διαμόρφωση της τιμής των ταχυδρομικών υπηρεσιών σύμφωνα με τους εκπροσώπους της αγοράς είναι ο χρόνος επίδοσης του ταχυδρομικού αντικειμένου.
Η ανάλυση της κατανομής των διαφόρων κατηγοριών κόστους που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών ταχυμεταφορών, αναδεικνύει τις αμοιβές προσωπικού ως τον σπουδαιότερο παράγοντα (33%), ενώ ακολουθούν τα λειτουργικά έξοδα (23%) και τα έξοδα των μεταφορικών μέσων (22%), τα λοιπά έξοδα (13%) τα οποία κατά κύριο λόγο αφορούν στις προμήθειες που παρέχουν οι επιχειρήσεις ταχυμεταφορών σε άλλες συνεργαζόμενες με αυτές επιχειρήσεις ταχυμεταφορών.
Κατά το έτος 2006 οι αδειοδοτημένες ταχυδρομικές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένου και του ΕΛ.ΤΑ.) μαζί με τις επιχειρήσεις – μέλη του Δικτύου τους, υπολογίζεται ότι απασχόλησαν περί τις 22.100 εργαζομένους. Οι επιχειρήσεις ταχυμεταφορών απασχόλησαν άνω των 10.700 εργαζομένων, εκ των οποίων 81% προσωπικό πλήρους απασχόλησης ενώ το υπόλοιπο 19% ήταν εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης. Γενικά, η απασχόληση στον κλάδο δεν χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες δεξιότητες, γεγονός που εξηγεί και το υψηλό ποσοστό μερικώς απασχολούμενων, αλλά και το γεγονός ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία (92,5%) οι απασχολούμενοι στον κλάδο είναι απόφοιτοι μέσης (83%) ή υποχρεωτικής εκπαίδευσης (9%). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημανθεί η ιδιαίτερα θετική συμμετοχή του κλάδου στην δημιουργία θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι οι συνολικές θέσεις απασχόλησης στον κλάδο αυξήθηκαν από το 2005 έως το 2006 κατά 1,4%, ενώ παρατηρήθηκε μία μετατόπιση του μερικώς απασχολούμενου προσωπικού σε προσωπικό πλήρους απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση ανθρώπινου δυναμικού, ενώ υπάρχει και σημαντικό πρόβλημα διακράτησης του προσωπικού. Πιο συγκεκριμένα, οι ειδικότητες στις οποίες παρουσιάζεται η μεγαλύτερη δυσκολία εύρεσης και διακράτησης προσωπικού είναι οι διανομείς και οι οδηγοί με ιδιόκτητα δίκυκλα.
Από την πλευρά των υποδομών που διαθέτουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά ταχυμεταφορών, το 2006 το πλήθος των καταστημάτων ταχυμεταφορών, κέντρων διαλογής και αποθηκευτικών χώρων των επιχειρήσεων και του Δικτύου τους ανέρχεται σε 2.482 με συνολική επιφάνεια 136.731 τετραγωνικά μέτρα. Οι επιχειρήσεις ταχυμεταφορών μαζί με το Δίκτυό τους διαθέτουν άνω των 7.100 μεταφορικών μέσων για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών τους αναγκών. Σχετικά με την κατανομή των μεταφορικών μέσων των επιχειρήσεων διαπιστώνεται ότι το 67% αποτελείται από δίκυκλα, το 25% από αυτοκίνητα παραγωγής και το 8% αφορά λοιπά οχήματα.
Σχετικά με την τεχνολογική υποδομή των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών, ένα μικρό μόνο ποσοστό των επιχειρήσεων διαθέτει σαρωτές (scanner) που χρησιμοποιούν οι διανομείς και αυτοματοποιημένα συστήματα διαλογής. Γεγονός λογικό, καθώς η πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου είναι μικρού μεγέθους και η επένδυση για την απόκτηση προηγμένων τεχνολογιών είναι δυνατή μόνο για επιχειρήσεις με σημαντικό αριθμό διακινούμενων ταχυδρομικών αντικειμένων.
Ανταγωνισμός
Η αγορά ταχυμεταφορών χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό λόγω του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης που παρατηρείται στα μερίδια αγοράς. Κατά το 2006 οι 5 μεγαλύτερες επιχειρήσεις διακίνησαν το 76,6% του συνολικού αριθμού των ταχυδρομικών αντικειμένων της αγοράς έναντι 80,2% το 2005 και κατέχουν το 69% των συνολικών εσόδων έναντι 71,3% το 2005. Η διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών της αγοράς είναι χαμηλή, σε αντίθεση με τη δύναμη των πελατών της εν λόγω αγοράς, και ιδιαίτερα των εταιρικών πελατών, οι οποίοι έχουν υψηλή διαπραγματευτική ισχύ και μπορούν να πετυχαίνουν σημαντικές εκπτώσεις στην αγορά των υπηρεσιών ταχυμεταφορών.
Τέλος, μικρή φαίνεται να είναι η απειλή από υποκατάστατα προϊόντα και υπηρεσίες για την αγορά ταχυμεταφορών στο άμεσο μέλλον. Μακροπρόθεσμα, όμως, θα πρέπει να περιμένουμε επιδράσεις στην αγορά από την χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των ηλεκτρονικών υπογραφών και του ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Προβλήματα - προοπτικές
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που επισημαίνεται από τις μεγαλύτερες, κυρίως, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, είναι η σημαντική αύξηση των μεταφορικών εξόδων των επιχειρήσεων. Το πρόβλημα αυτό σε συνδυασμό με την τάση συνεχούς «πίεσης» προς τα κάτω των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια, έχει επιβαρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις ταχυμεταφορών.
Ένα φαινόμενο που παρατηρείται στη συγκεκριμένη αγορά είναι η παρουσία αρκετών μικρών επιχειρήσεων κυρίως οικογενειακού τύπου. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η ελλιπής γνώση του θεσμικού πλαισίου, σε συνδυασμό με τη μάλλον φειδωλή ενημέρωση που παρέχουν οι κατά τόπους φορείς (επιμελητήρια, εφορίες) οδηγούν κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές σε δραστηριοποίηση που κινείται στο όριο της νομιμότητας.
Σύμφωνα με την άποψη που εκφράζουν οι εκπρόσωποι της αγοράς οι προοπτικές εξέλιξης της αγοράς ταχυμεταφορών για την περίοδο 2007-2010, θεωρείται ότι θα παρατηρηθεί αύξηση της ζήτησης σε όλες τις κατηγορίες των ταχυδρομικών κατηγοριών. Ειδικότερα, για τις ταχυμεταφορές εγγράφων προβλέπεται μέση ποσοστιαία αύξηση κατά 4,78%, για τις ταχυμεταφορές δεμάτων 7,40%, για την διακίνηση διαφημιστικών αντικειμένων χωρίς διεύθυνση παραλήπτη 3,81%, ενώ ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά η προετοιμασία ταχυδρομικών αντικειμένων 1,83% και η ανταλλαγή εγγράφων με ποσοστό 6,66%.
Σημαντικότερα εμπόδια εισόδου των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών στην αγορά υπό καθεστώς Ειδικής ¶δειας θεωρούνται η ανάγκη ανάπτυξης επαρκούς δικτύου για την υποστήριξη της παροχής υπηρεσιών υπό καθεστώς Ειδικής ¶δειας, το ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων καθώς και το χαμηλό τιμολόγιο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ειδικά ο τελευταίος παράγοντας οδηγεί σε μικρά περιθώρια κέρδους, που κατ’ επέκταση προϋποθέτουν την ύπαρξη εύρωστης οικονομικά επιχείρησης προκειμένου να μπορεί να αντεπεξέλθει αλλά και να της είναι ελκυστικό ένα κομμάτι αγοράς με μικρά περιθώρια κέρδους.
Η ανάπτυξη των εμπορικών ανταλλαγών στο βαλκανικό χώρο αναμένεται ότι θα δώσει ώθηση τόσο στις διεθνείς εταιρίες ταχυμεταφορών όσο και στις εγχώριες εταιρίες που δε διαθέτουν αυτόνομο δίκτυο για να πραγματοποιήσουν τη διακίνηση των ταχυδρομικών αντικειμένων στο εξωτερικό και σε συνεργασία με τις διεθνείς εταιρίες. Ως εκ τούτου, η στροφή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τις γειτονικές χώρες μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη της αγοράς ταχυμεταφορών.
Συμπερασματικά, το κατάλληλο θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον καθώς και οι ενδεδειγμένες συνθήκες επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μπορούν να δημιουργήσουν περαιτέρω προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς ταχυμεταφορών έτσι όπως αυτές έχουν ήδη τεκμηριωθεί και από την κατά 15,1% αύξηση του δείκτη ταχυδρομικών αντικειμένων ανά κάτοικο το έτος 2006. Η μελλοντική εικόνα του κλάδου θα προσδιοριστεί από την ικανότητα των επιχειρήσεων να λειτουργούν αποτελεσματικά και ιδιαίτερα να ελέγχουν την αυξανόμενη τάση συμπίεσης της κοστολογικής και τιμολογιακής τους βάσης.