Το πρώτο «οικονομικό θαύμα» -το επονομαζόμενο και «Θαύμα του Ρήνου»- είχε να κάνει με την ταχεία ανοικοδόμηση της γερμανικής οικονομίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα «δεύτερο οικονομικό θαύμα» είχε να κάνει με την έξοδο της Γερμανίας από την κρίση της Ευρωζώνης που είχε σαρώσει τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου και παρ’ ολίγον να καταστρέψει το οικοδόμημα του Ευρώ.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τη «χρυσή δεκαετία» (2009-2019) οικονομικής ανάπτυξης στη Γερμανία, μια δεκαετία που, εκτός από τη διαρκή αύξηση του ΑΕΠ χαρακτηρίσθηκε και από τη μείωση της ανεργίας σε ιστορικό ναδίρ και ρεκόρ πλεονασμάτων στον γερμανικό προϋπολογισμό.
Όμως τα θαύματα δεν διαρκούν αιώνια. Το 2019 η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναπτύχθηκε μεν, αλλά με τους βραδύτερους ρυθμούς από το 2013, μόλις 0,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα η Ομοσπονδιακή Στατιστική Αρχή.
Η επιβράδυνση –εν συγκρίσει με τους ρυθμούς 1,5% του 2018 και 2,5% του 2017 φουντώνει την αντιπαράθεση για τον καλύτερο τρόπο διάθεσης του πλεονάσματος-ρεκόρ των 13,5 δισ. ευρώ που εμφάνισε το 2019 ο γερμανικός προϋπολογισμός και για πέμπτη διαδοχική χρονιά. Οι Xριστιανοδρημοκράτες της καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ζητούν φοροελαφρύνσεις, ενώ ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, επιθυμεί αύξηση των δημοσίων επενδύσεων για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την επανεκκίνηση της οικονομίας, καθώς είναι πλέον φανερό ότι «λυγίζει» υπό το βάρος των διεθνών προκλήσεων του εμπορικού πολέμου και του Brexit.
Πολλοί Γερμανοί θεωρούν ότι τα θεμελιώδη της γερμανικής οικονομίας παραμένουν ισχυρά: Η οικονομία, παρά τις αντιξοότητες, παραμένει σε αναπτυξιακή τροχιά, το Βερολίνο συνεχίζει να μειώνει το δημόσιο χρέος και η απασχόληση παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Όμως η γερμανική «ατμομηχανή» ασθμαίνει και η ανάπτυξη υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
Το «δεύτερο οικονομικό θαύμα», σύμφωνα με τον Μπερτ Ρούρουπ, εκ των κορυφαίων οικονομολόγων της Γερμανίας –το πρώτο ήταν το θαύμα της εποχής του Μεταπολέμου- φθάνει στο τέλος του.
Στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας –μιας περιόδου που συμπίπτει με τη θητεία της Άγκελας Μέρκελ στην καγκελαρία- η Γερμανία κατάφερε από «μεγάλος ασθενής» να μεταμορφωθεί στην οικονομική υπερδύναμη και «ατμομηχανή» της Ευρώπης. Για την επόμενη 15ετία τα σενάρια δεν κάνουν λόγο για ύφεση ή επιστροφή στις δύσκολες ημέρες του παρελθόντος, Όπως όμως το θέτει ο κ. Ρούρουπ σε ανάλυση του Bloomberg, η Γερμανία μπορεί να βρίσκεται στο κατώφλι μιας «γκρίζας» 15ετίας αναιμικής ανάπτυξης, με τους ρυθμούς κοντά στο 0,5% να αποτελούν τη νέα πραγματικότητα.
Η Γερμανία ήταν από τους μεγαλύτερους ωφελημένους όχι μόνο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης αλλά και της παγκοσμιοποίησης. Μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών, είναι η πιο ανοικτή οικονομία στον κόσμο. Στη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, οι εξαγωγές και εισαγωγές αντιπροσώπευαν σχεδόν το 90% του γερμανικού ΑΕΠ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στη Βρετανία είναι στο 60%, στην Κίνα στο 37% και στις ΗΠΑ στο 27%.
Το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο μετατρέπεται πλέον από πλεονέκτημα σε «αχίλλειο πτέρνα» στην εποχή του προστατευτισμού και οικονομικού εθνικισμού. Η Γερμανία θα υποφέρει περισσότερο εάν οι ΗΠΑ στρέψουν τα βέλη τους εναντίον της Ε.Ε. και κάνουν πράξη τις απειλές περί δασμών.
Ακόμη όμως και χωρίς εμπορικούς πολέμους, η άλλοτε κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, αντιμετωπίζει εντονότερο ανταγωνισμό σε μια εποχή που η φήμη της έχει αμαυρωθεί από το περίφημο σκάνδαλο Dieselgate αλλά και την ηλεκτροκίνηση.
Ακόμη κι αν η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία καταφέρει να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα, το πιθανότερο είναι ότι θα χρειάζεται να απασχολεί λιγότερους εργαζομένους. Οι κινητήρες των ηλεκτροκίνητων οχημάτων έχουν περίπου 200 ανταλλακτικά, σε σύγκριση με περίπου 1.200 των συμβατικών κινητήρων εσωτερικής καύσης. Πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Πλατφόρμας για την Κινητικότητα του Μέλλοντος (ΝΡΜ) προειδοποιεί για την απώλεια έως και 410.000 θέσεων εργασίας αυτή τη δεκαετία από τον γερμανικό κλάδο αυτοκινήτων.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός απειλεί και την ευρύτερη οικονομία. Η Γερμανία αντιδρά με αργά ανακλαστικά απέναντι στα νέα επιχειρηματικά μοντέλα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, μόνο μία στις τέσσερις γερμανικές επιχειρήσεις είναι αρκετά καινοτόμος ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον. Επιπλέον, ακόμη κι εκείνες οι επιχειρήσεις που θέλουν να καινοτομήσουν περισσότερο, δυσκολεύονται να βρουν εργαζομένους με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της Γερμανίας είναι η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και η γήρανση του πληθυσμού. Το 1990, η αναλογία στη Γερμανία ήταν τέσσερις εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο. Έως το 2035, όπως προβλέπει η Bundesbank, η οικονομία θα έχει περίπου δύο Γερμανούς εργαζομένους για κάθε συνταξιούχο.
Από την άλλη πλευρά, η οικονομία σε επιβράδυνση και οι προκλήσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, θα μπορούσαν να συνεπάγονται μείωση του μεγαλύτερου πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Κομισιόν εγκαλούν επανειλημμένως το Βερολίνο να λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των ανισορροπιών στο εμπορικό ισοζύγιο και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ίσως να έχει δίκιο ο ΥΠΟΙΚ, Όλαφ Σολτς, που θέλει να ξοδέψει το δημοσιονομικό πλεόνασμα σε επενδύσεις, ανταποκρινόμενος στις πιέσεις των Ευρωπαίων. Βάσιμα όμως και τα επιχειρήματα των Χριστιανοδημοκρατών για φοροελαφρύνσεις, ένα μέτρο που θα συνέβαλλε στην τόνωση της εσωτερικής κατανάλωσης, μειώνοντας έτσι την εξάρτηση της οικονομίας από τις εξαγωγές.
Οι «συνταγές» διαφορετικές, η πραγματικότητα μία: Το θαύμα οδεύει προς το τέλος του και η νέα, «γκρίζα» εποχή της οικονομίας ανατέλλει.
Επιμέλεια: Αγγελική Κοτσοβού