ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ των αναταράξεων στις διεθνείς πιστωτικές αγορές μέχρι τώρα ήταν έμμεσες και περιορισμένες, κυρίως επειδή οι ελληνικές τράπεζες έχουν εστιάσει τις προσπάθειες τους αφενός στον εγχώριο δανεισμό και αφετέρου στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε γειτονικές οικονομίες που παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τα παραπάνω δήλωσε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Νικόλαος Γκαργκάνας μιλώντας στο Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.
Επομένως, πρόσθεσε ο κ. Γκαργκάνας, «οι δυσμενείς επιδράσεις στις ελληνικές τράπεζες από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές έχουν μέχρι τώρα περιοριστεί σε μια αύξηση του κόστους δανειακών πόρων με ελαφρά μειωτική επίδραση στη κερδοφορία τους, καθώς και σε ζημίες λόγω αποτίμησης [valuation losses] που αντανακλούν τη γενική μείωση των τιμών των δομημένων προϊόντων, οι οποίες επίσης έχουν σχετικά μικρή μειωτική επίδραση στη συνολική ετήσια κερδοφορία τους».
Τόνισε ωστόσο ότι η διαδικασία προσαρμογής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και οι κίνδυνοι δεν έχουν εκλείψει.
Για το λόγο αυτό, όπως είπε, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους και την επαρκή κάλυψη των πιστωτικών και άλλων κινδύνων που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν τόσο από τις παραδοσιακές δραστηριότητες τους στην εγχώρια αγορά όσο και από την επέκτασή τους στις αναδυόμενες οικονομίες της Ν.Α. Ευρώπης.
Σύμφωνα πάντα με τον κ. Γκαργκάνα, οι τράπεζες θα πρέπει ακόμη να εντείνουν τις προσπάθειες τους ώστε να διαχειριστούν αποτελεσματικά τους οποιουσδήποτε μελλοντικούς κινδύνους.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του κ. Γκαργκάνα:
«Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο κ. Γιάννο Γραμματίδη και τα μέλη του Δ.Σ. του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για την πρόσκληση στο φετινό συνέδριο με θέμα την Ελληνική Οικονομία. Η πρόσκληση μου δίνει την ευκαιρία να βρεθώ μαζί σας και να σας μιλήσω σχετικά με τις πρόσφατες αναταράξεις στις διεθνείς πιστωτικές αγορές και τη σημασία των εξελίξεων αυτών για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.
Για να εντοπιστούν τα βασικά αίτια των πρόσφατων αναταράξεων στις διεθνείς πιστωτικές αγορές, είναι απαραίτητη η αναδρομή στην απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα διεθνώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τη ραγδαία εισαγωγή καινοτομιών στον τομέα αυτό. Πρόκειται για εξελίξεις που ήταν αναμφίβολα θετικές για την παγκόσμια οικονομία, καθώς επέτρεψαν τη δημιουργία "βαθύτερων" αγορών κεφαλαίου, πιο εύκολη πρόσβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στη χρηματοδότηση και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων. Επίσης αύξησαν την ανθεκτικότητα του διεθνούς πιστωτικού συστήματος σε δυσμενή γεγονότα, όπως ήταν η πτώση των χρηματιστηριακών αξιών το 2000, η χρεοκοπία της ENRON το 2001, οι τρομοκρατικές ενέργειες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η στάση πληρωμών όσον αφορά το εξωτερικό χρέος που αποφάσισε η Αργεντινή το 2002, κ.ά. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξαν και δυσμενείς διεργασίες «συστημικού χαρακτήρα», αποτέλεσμα των οποίων φαίνεται ότι είναι οι πρόσφατες αναταράξεις. Εννοώ συγκεκριμένα την απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών σε μεγάλο εύρος τιτλοποιημένων προϊόντων και άλλων παραγώγων μεταφοράς κινδύνου, η οποία ήλθε μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ριψοκίνδυνης επενδυτικής συμπεριφοράς. Η κρίση εμπιστοσύνης σύντομα μεταδόθηκε στις διατραπεζικές αγορές, δηλαδή στον πυρήνα του διεθνούς πιστωτικού συστήματος. Η ρευστότητα στις αγορές αυτές εξαντλήθηκε απότομα, καθιστώντας αναγκαίες παρεμβάσεις από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, παρά τις οποίες δεν έχουν ακόμη πλήρως αποκατασταθεί ομαλές συνθήκες λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η επίπτωση των εξελίξεων αυτών στο ελληνικό πιστωτικό σύστημα είναι, μέχρι τώρα, έμμεση και περιορισμένη, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια της ομιλίας μου. Όμως η διαδικασία προσαρμογής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και οι κίνδυνοι δεν έχουν εκλείψει. Για το λόγο αυτό και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τους.
Λόγω των πρόσφατων αναταράξεων στις πιστωτικές αγορές, οι φορείς οικονομικής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο - - μεταξύ των οποίων και η ΕΚΤ - - αντιμετωπίζουν τρεις προκλήσεις: Πρώτον, την επαναφορά ομαλών συνθηκών λειτουργίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεύτερον, τον περιορισμό των δυσμενών επιδράσεων στις μακροοικονομικές επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Τρίτον, τη διόρθωση των αδυναμιών εκείνων του διεθνούς πιστωτικού συστήματος που επέτρεψαν τις πρόσφατες αναταράξεις στις πιστωτικές αγορές, χωρίς να κινδυνεύσουν να χαθούν τα τεράστια οφέλη που έχουν προκύψει από την λειτουργία των σύγχρονων διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών.
Για την ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στη ζώνη του ευρω, η ΕΚΤ έχει παρέμβει επανειλημμένα με «ενέσεις» ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά. Ομαλές συνθήκες έχουν ήδη αποκατασταθεί στη διατραπεζική αγορά χρήματος για τοποθετήσεις διάρκειας μιας ημέρας (overnight interbank market), αλλά όχι πλήρως για τοποθετήσεις μεγαλύτερης διάρκειας (π.χ., 3 μηνών), όπου τα επιτόκια παραμένουν σχετικώς υψηλά για τοποθετήσεις χωρίς ενέχυρο (unsecured lending) λόγω της συνεχιζόμενης ελλείψεως εμπιστοσύνης μεταξύ τραπεζών και της αβεβαιότητας των τραπεζών ως προς τις δικές τους ανάγκες ρευστότητας. Το φαινόμενο αυτό, που βασικά οφείλεται στο ότι η πληροφόρηση για τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θεωρείται γενικά επαρκής, αναμένεται ότι θα εκλείψει βαθμιαία καθως θα διασφαλίζεται περισσότερη διαφάνεια ως προς την οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, πιθανόν μετά την δημοσίευση των ελεγμένων ισολογισμών τους στις αρχές του 2008. Για τις τοποθετήσεις της, η ΕΚΤ έχει πάντοτε απαιτήσει ενέχυρο υψηλής ποιότητας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος στρέβλωσης των οικονομικών κίνητρων των επενδυτών (risk of «moral hazard») με την προστασία επενδυτών από τις συνέπειες λανθασμένων αποφάσεων τους. Οι τοποθετήσεις γενικά αποβλέπουν στην παροχή ρευστότητας σε φερέγγυες τράπεζες που εντούτοις αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας λόγω των εξαιρετικών συνθηκών της αγοράς.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε πριν από λίγες ημέρες [την 29η Νοεμβρίου] πρόσθετα μέτρα προκειμένου να διευκολύνει τις τράπεζες να ικανοποιήσουν τις αυξημένες ανάγκες τους για ρευστότητα περί το τέλος του έτους. Παρόμοια μέτρα ανακοίνωσαν άλλες κεντρικές τράπεζες. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, μέχρι τώρα (με βάση στοιχεία για τον Οκτώβριο 2007), οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να αυξάνουν τις πιστώσεις τους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις με υψηλούς ρυθμούς, φαινομενικά ανεπηρέαστες από τις αναταράξεις στις πιστωτικές αγορές. Αντίθετα, στις ΗΠΑ έχει ήδη παρατηρηθεί μια σημαντική μείωση της χρηματοδότησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις για την οικονομική δραστηριότητα.
Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει καταρχήν συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων φορέων οικονομικής πολιτικής και των εποπτικών αρχών όσον αφορά τις αδυναμίες της διεθνούς πιστωτικής αγοράς που οδήγησαν στις πρόσφατες αναταράξεις. Μια από τις αδυναμίες αυτές είναι η πολυπλοκότητα και η αδιαφάνεια πολλών δομημένων προϊόντων, οι οποίες εμποδίζουν την αξιόπιστη τιμολόγησή τους. Αυτός είναι και o λόγος για τον οποίο η αγορά εξακολουθεί να έχει αμφιβολίες για την αξιοπιστία των ανακοινώσεων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με την επίδραση των πρόσφατων εξελίξεων στον ισολογισμό και την κερδοφορία τους.
Μια άλλη αδυναμία σχετίζεται με την πρακτική της "δημιουργίας και διανομής δανείων" (“originate and distribute”) που ακολουθείται από πολλές τράπεζες. Βάσει της πρακτικής αυτής, οι τράπεζες παρέχουν δάνεια αλλά κατόπιν, χρησιμοποιώντας διάφορες χρηματοοικονομικές τεχνικές, κατανέμουν το μεγαλύτερο μέρος του πιστωτικού κίνδυνου που συνδέεται με τα δάνεια αυτά σε πολλούς τελικούς επενδυτές, όπως ταμεία συντάξεων, ασφαλιστικές εταιρίες, αμοιβαία κεφάλαια ή άλλες τράπεζες. Όμως η πρακτική της "δημιουργίας και διανομής δανείων" έχει οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Καταρχάς, εκείνοι που αποφασίζουν για τη χορήγηση των δανείων που πρόκειται να ενταχθούν σε προγράμματα τιτλοποίησης δεν έχουν ισχυρό κίνητρο να αξιολογήσουν ορθά την πιστοληπτική ικανότητα του οφειλέτη, ενώ εκείνοι στους οποίους μεταβιβάζεται ο κίνδυνος τείνουν να έχουν λιγότερη πληροφόρηση για τους οφειλέτες από ό,τι έχουν οι τράπεζες. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές η παρακολούθηση ανατίθεται συνήθως σε φορείς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (rating agencies), αλλά ορισμένοι επενδυτές ίσως δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη ότι οι αξιολογήσεις από τους φορείς αυτούς περιέχουν μόνο συνοπτική -- και επομένως ελλιπή -- πληροφόρηση όσον αφορά την επικινδυνότητα του προϊόντος.
Η διασπορά του πιστωτικού κινδύνου έχει συμβάλει στην σταθερότητα κάθε μεμονωμένης τράπεζας. Ταυτόχρονα όμως, η διασπορά των κινδύνων έχει καταστήσει το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο πιο ευπαθές σε περίπτωση απότομης και δυσμενούς μεταβολής των συνθηκών. Αυτό συμβαίνει εν μέρει διότι τα παράγωγα προϊόντα έχουν ίσως ευνοήσει τον εφησυχασμό και τις ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, ενώ έχουν μειώσει τη διαφάνεια της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Επισης, οι τράπεζες υποεκτίμησαν την έκθεσή τους στους κινδύνους από τις τιτλοποιήσεις τους καθώς και τον κίνδυνο από την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων, υπό μορφή ορίων, σε εταιρικά μορφώματα - - conduits - - που δεν εμφανίζονται στις οικονομικές τους καταστάσεις, δηλαδή σε φορείς που δανείζονται βραχυπρόθεσμα από την αγορά και επενδύουν σε σύνθετα μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Ως συνέπεια, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τώρα το ενδεχόμενο μιας αναγκαστικής και σημαντικής μεγέθυνσης του ισολογισμού τους με επακόλουθο την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αν και αρκετές τράπεζες έχουν επαρκή κεφαλαιακά περιθώρια, μια τέτοια εξέλιξη περιορίζει τη ροή νέων πιστώσεων και αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Ορισμένες από τις αδυναμίες της διεθνούς πιστωτικής αγοράς που ανέφερα θα τείνουν να διορθωθούν από την ίδια την αγορά, ενώ άλλες αδυναμίες αναμένεται ότι θα αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή του νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) καθώς και νέες πρωτοβουλίες σχετικά με τη διαχείριση της ρευστότητας. Επισης, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, εξετάζεται και η λήψη πρόσθετων μέτρων για τη βελτίωση του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου, κυρίως όσον αφορά τον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα στις ΗΠΑ, ο οποίος ευθυνόταν για την έκδοση του μεγαλύτερου αριθμού των προβληματικών στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης (subprime mortgage loans).
Στο μέλλον, οι επενδυτές αναμφίβολα θα έχουν κίνητρο να κάνουν πιο σχολαστικό έλεγχο των αναλαμβανομένων κινδύνων (due diligence) από ό,τι στο παρελθόν. Εντούτοις, οι αξιολογήσεις από φορείς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (rating agencies) θα εξακολουθήσουν να γίνονται και να χρησιμοποιούνται ευρέως, καθώς υπάρχουν μεγάλες οικονομίες κλίμακας στη δραστηριότητα αυτή. Επομένως, η αγορά μόνη της θα καταλήξει σε ένα καλύτερο συνδυασμό των δυο αυτών μεθόδων (δηλαδή του ελέγχου των αναλαμβανομένων κινδύνων αφενός και της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας από τους εξειδικευμένους οίκους αφετέρου - due diligence και credit ratings).
Εξάλλου, η αγορά είναι πολύ πιθανόν να επιβάλει μια απλοποίηση των δομημένων προϊόντων. Όπως φάνηκε στην πράξη, δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένουμε ότι είναι δυνατό δομημένα προϊόντα να σχεδιάζονται για τις ειδικές ανάγκες μεμονωμένων επενδυτών και, ταυτόχρονα, τα προϊόντα αυτά να είναι διαπραγματεύσιμα σε αγορές με επαρκή ρευστότητα.
Από πλευράς τραπεζών θα πρέπει να υπάρξει επίσης καλύτερη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας (funding liquidity risk), η οποία θα περιλαμβάνει ίσως αύξηση του κεφαλαίου για τέτοιους κινδύνους. Εξάλλου, το νέο Εποπτικό Πλαίσιο (Βασιλεία ΙΙ) παρέχει, κυρίως στα πλαίσια του Πυλώνα 2, την ευελιξία για την αντιμετώπιση πολλών από τους κινδύνους που έχουν προκύψει από τις καινοτομίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα τα τελευταία έτη.
Ο ρόλος των εποπτικών αρχών πρέπει επίσης να ενισχυθεί στην περίπτωση διασυνοριακών τραπεζικών δραστηριοτήτων - - αυτό είναι ένα θέμα ιδιαίτερης σημασίας για την Ελλάδα. Η διεθνοποίηση των τραπεζών έχει βεβαίως ενισχύσει τη σταθερότητα των μεμονωμένων ιδρυμάτων, ειδικά προκειμένου για σχετικά μικρές τοπικές διαταραχές. Ταυτόχρονα όμως, συνεπάγεται ότι οι διεθνείς διασυνδέσεις κινδυνεύουν να αυξήσουν το εύρος και την περιπλοκότητα σοβαρών κρίσεων. Επομένως, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα μετάδοσης διαταραχών λόγω της παγκοσμιοποίησης του πιστωτικού κινδύνου, οι εποπτικές αρχές πρέπει να συνεργάζονται στενά για τον έλεγχο πιστωτικών ιδρυμάτων με διασυνοριακή δραστηριότητα και να βελτιώνουν συνεχώς τις διαδικασίες διαχείρισης κρίσεων. Οσον αφορά την Νοτιοανατολική Ευρώπη, τον περασμένο Ιούλιο έγινε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της στενότερης περιφερειακής συνεργασίας στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας με την υπογραφή στην Αθήνα, μετά από πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενός Πολυμερούς Μνημονίου Συνεργασίας από τους Διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών επτά χωρών της περιοχής. Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε επίσης ένα πρόγραμμα δράσης για τη διευκόλυνση και την υποστήριξη της εφαρμογής του νέου πλαισίου συνεργασίας.
Μέχρι τώρα η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να δείχνει δυναμική άνοδο, φαινομενικά ανεπηρέαστη από τις αναταράξεις στις διεθνείς πιστωτικές αγορές. Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν, ως το πιθανότερο σενάριο, ότι η παγκόσμια οικονομία θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται το 2008 και τα επόμενα έτη με ιστορικά υψηλούς - - πλην όμως ελαφρά επιβραδυνόμενους - - ρυθμούς, ενώ η οικονομία των ΗΠΑ θα παρουσιάσει μικρή μόνο επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης το 2008 πριν επανακάμψει τα επόμενα έτη. Όμως οι προβλέψεις αυτές περιβάλλονται από σημαντική αβεβαιότητα, κυρίως λόγω μιας σειράς παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικότερη (της προβλεπόμενης) επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας.
Καταρχάς, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και ο περιορισμός της προσφοράς πιστώσεων είναι ενδεχόμενο - - ιδίως στην οικονομία των ΗΠΑ - - να εκδηλωθούν σε εντονότερο βαθμό από ό,τι αναμένεται τώρα. Η έκταση των ζημιών των πιστωτικών ιδρυμάτων θα γίνει σαφέστερη μετά την ανακοίνωση των ελεγμένων οικονομικών αποτελεσμάτων τους στις αρχές του 2008.
Εξάλλου, οι πτωτικές τάσεις στις τιμές των κατοικιών σε ορισμένες χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιρλανδία) είναι ενδεχόμενο να επηρεάσουν δυσμενώς την ιδιωτική κατανάλωση στις χώρες αυτές.
Μια άλλη πηγή αβεβαιότητος σχετίζεται με τις αναδυόμενες οικονομίες. Οι εισροές κεφαλαίων σε αναδυόμενες οικονομίες - - ιδιαίτερα της Ασίας καθως και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης - - έχουν αυξηθεί σημαντικά, αντανακλώντας εν μέρει τις βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες στις οικονομίες αυτές αλλά επίσης και την αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων (search for yield), καθώς στις περισσότερες ώριμες οικονομίες τα επιτόκια είναι ακόμη σχετικώς χαμηλά. Το μέγεθος των εισροών κεφαλαίων και το σχετικά χαμηλό ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου που ενσωματώνεται στο επιτόκιο υποδηλώνουν ότι οι επενδυτές αν και αναλαμβάνουν σημαντικό κίνδυνο δεν απολαμβάνουν επαρκή ανταπόδοση. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας απότομης αντιστροφής των εισροών κεφαλαίων, που θα προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στις αναδυόμενες οικονομίες.
Τέλος, υπάρχει το ενδεχόμενο απότομης και μη ομαλής διόρθωσης των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ανισορροπιών. Το γεγονός ότι πλέον ένα μεγάλο τμήμα του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ χρηματοδοτείται με χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου και όχι με ξένες άμεσες επενδύσεις ή αγορές μετοχικών τίτλων υποδηλώνει ότι οι εισροές κεφαλαίων στις ΗΠΑ έχουν γίνει πιο ευαίσθητες σε μεταβολές των διαφορών των επιτοκίων και σε μία ενδεχόμενη μείωση της διεθνούς εμπιστοσύνης στα προϊόντα της πιστωτικής αγοράς των ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα, οι επιδράσεις των αναταράξεων στις διεθνείς πιστωτικές αγορές μέχρι τώρα ήταν έμμεσες και περιορισμένες, κυρίως επειδή οι ελληνικές τράπεζες έχουν εστιάσει τις προσπάθειες τους αφενός στον εγχώριο δανεισμό και αφετέρου στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε γειτονικές οικονομίες που παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επομένως, οι δυσμενείς επιδράσεις στις ελληνικές τράπεζες από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές έχουν μέχρι τώρα περιοριστεί σε μια αύξηση του κόστους δανειακών πόρων με ελαφρά μειωτική επίδραση στη κερδοφορία τους, καθώς και σε ζημίες λόγω αποτίμησης [valuation losses] που αντανακλούν τη γενική μείωση των τιμών των δομημένων προϊόντων, οι οποίες επίσης έχουν σχετικά μικρή μειωτική επίδραση στη συνολική ετήσια κερδοφορία τους.
Με βαση το πιθανότερο σενάριο για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, το εξωτερικό περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας θα παραμείνει γενικά ευνοϊκό το 2008 και τα αμέσως επόμενα έτη. Αν όμως εκδηλωθούν ορισμένοι από τους κινδύνους που απειλούν την παγκόσμια οικονομία, η επίδρασή τους στην ελληνική οικονομία θα εξαρτηθεί από τη μορφή που θα πάρει η εξέλιξη αυτή και από το βαθμό στον οποίο αυτή θα «αγγίξει»» το άμεσο οικονομικό περιβάλλον μας, δηλαδή τη ζώνη του ευρώ και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το ενδεχόμενο αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για οικονομικές πολιτικές που στοχεύουν στη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και διαρθρωτικών αδυναμιών, ώστε η οικονομία μας να είναι σε καλύτερη θεση να αντιμετωπίσει μια επιδείνωση του εξωτερικού οικονομικού περιβάλλοντός της. Επίσης, είναι αναγκαίο οι ελληνικές τράπεζες να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους και την επαρκή κάλυψη των πιστωτικών και άλλων κινδύνων που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν τόσο από τις παραδοσιακές δραστηριότητες τους στην εγχώρια αγορά όσο και από την επέκτασή τους στις αναδυόμενες οικονομίες της Ν.Α. Ευρώπης.
Οι κίνδυνοι για το διεθνές τραπεζικό σύστημα έχουν αναμφίβολα αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Όμως, όσον αφορά στη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα, ορισμένοι παράγοντες θα τείνουν να μετριάσουν ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις για το τραπεζικό σύστημα και, επομένως, για την οικονομική δραστηριότητα. Καταρχήν, οι προοπτικές για την οικονομική δραστηριότητα παραμένουν βασικά ευνοϊκές. Επίσης, οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι βασικά υγιείς, ενώ το τραπεζικό σύστημα ως σύνολο έχει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια. Βέβαια, όπως ήδη επεσήμανα, δεν υπάρχει περιθώριο για επανάπαυση σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από απρόβλεπτες μεταβολές συνθηκών. Επομένως, οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες τους ώστε να διαχειριστούν αποτελεσματικά τους οποιουσδήποτε μελλοντικούς κινδύνους. Συγχρόνως, εντείνονται οι προσπάθειες, τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τους πιστωτικούς οργανισμούς, για την διόρθωση των αδυναμιών του πιστωτικού συστήματος που οδήγησαν στις πρόσφατες αναταράξεις και για την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης».