Του Γιώργου Φωκιανού
[email protected]
Μπορεί οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της πολυπληθέστερης χώρας στον κόσμο, να ξεκίνησαν μόλις πριν από 47 χρόνια και συγκεκριμένα στις 5 Ιουνίου του 1971, ωστόσο η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δύο από τους αρχαιότερους πολιτισμούς πάει πολύ πιο πίσω με την ναυτιλία να αποτελεί επί χρόνια τον κυρίαρχο συνδετικό κρίκο και τον Δρόμο του Μεταξιού να αφήνει ξεκάθαρα τη σφραγίδα του σε ελληνικές περιοχές από το 356 π.χ. και την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Πλέον, ο δράκος της ανατολής έχει γιγαντωθεί και οικονομικά, στοχεύοντας στην κορυφή. Αποτελεί τον ισχυρότερο εξαγωγέα στον κόσμο και παρά τα εμπόδια που ορθώνει στο διάβα της η Δύση, η Κίνα πιστεύει πως μπορεί να τα ξεπεράσει και να βγει όσο το δυνατόν με λιγότερα «τραύματα» από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ.
Με βάση αυτές τις προοπτικές η Ελλάδα επιθυμεί την ενδυνάμωση των σχέσεων με την Κίνα αποβλέποντας στην ανάπτυξη μιας σταθερά εξελισσόμενης, αμοιβαία επωφελούς και πολυεπίπεδης συνεργασίας.
Δύο χώρες των οποίων η ιστορία, ο πολιτισμός και η σύγχρονη ιστορία συνδέονται άρρηκτα με τη θάλασσα και τη ναυτιλία θέτουν τον «μπούσουλα» σε αυτό τον τομέα και απτό παράδειγμα συνεργασίας, αποτελεί η επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, με προοπτική να το καταστήσει το σημαντικότερο διαμετακομιστικό λιμάνι της Μεσογείου, ή όπως είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στόχος είναι ο Πειραιάς να γίνει το μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί, πως με αφορμή την επίσημη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κίνα, ο τομέας που έπαιξε κυριάρχο ρόλο στις συνομιλίες για την οικονομική σχέση των δύο χωρών και τις προοπτικές ανάπτυξεις ήταν η ναυτιλία. Ο κ. Μητσοτάκης, αφού ανέφερε ότι τα τελευταία 15 χρόνια έχουν ναυπηγηθεί πάνω από 1.000 πλοία από Έλληνες πλοιοκτήτες αξίας άνω των 50 δισ. δολαρίων πρόσθεσε πως «στην εφοδιαστική αλυσίδα των πλοίων είναι σημαντικό να δούμε Ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη τεχνογνωσία σε τροφοδοσία πλοίων και μπορούν να συνεργαστούν με Κινέζικα ναυπηγεία ώστε να ανοίξει και με αυτόν τον τρόπο αυτή η αγορά. Θα είναι win-win λύση για Έλληνες παραγωγούς, για τα Κινέζικα ναυπηγεία και για τους Έλληνες πλοιοκτήτες φυσικά, οι οποίοι θα εξακολουθούν να ναυπηγούν τα πλοία τους στην Κίνα».
Ωστόσο, η ιστορία έχει δείξει πως για να περάσουμε από τα λόγια στην πράξη αρκούν πολλά περισσότερα από ευχολόγια και προφορικές συμφωνίες. Θετικό μήνυμα και απτά στοιχεία καταδεικνύονται στην ανάλυση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, όπου καταγράφεται αύξηση κατά 42,7% στις εξαγωγές που κατευθύνθηκαν στην Κίνα, πλησιάζοντας το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ η ασιατική χώρα στην 12η θέση από την 16η το 2017.
Αντίθετα, οι εισαγωγές από την Κίνα είναι πιο σημαντικές, βάσει των στοιχείων του ΠΣΕ, καθώς το 2018 έφτασαν το 6,5% των συνολικών ελληνικών εισαγωγών και σε ύψος τα 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Την ίδια ώρα σύμφωνα με στοιχεία του ΣΒΕ, οι top εξαγωγές της Κίνας στην Ελλάδα είναι: λέβητες, μηχανές και ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός, ενώ αντίστοιχα οι top εξαγωγές της Ελλάδας είναι: μάρμαρο, πέτρα, αλάτι, θείο και φαρμακευτικά προϊόντα.
Η ενίσχυση της στρατηγικής συνεργασίας των δύο χωρών, που ξεκίνησε το 2006 και οι πρωτοβουλίες «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος», γνωστή και ως νέος Δρόμος του Μεταξιού «17+1», αποτελούν προτεραιότητα, όπως και η διεύρυνση της συνεργασίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις επενδύσεις και στον τουρισμό, από τη στιγμή -μάλιστα- που το 2018 πάνω από 140 εκατ. Κινέζοι ταξίδεψαν στο εξωτερικό (αύξηση 13.5% από το 2017) και ξόδεψαν 9.1 δισ. δολάρια σε άλλες χώρες.
Η περαιτέρω ένταξη σε αυτή την αγορά, χωρίς βέβαια να θιχτούν ισορροπίες με συμμάχους που έχουν βάλει στο «μάτι» τη μεγαλύτερη γιγάντωση και επέκταση του δράκου, κρίνεται πολύ σημαντική και πάνω σε αυτό κινούνται τα τελευταία χρόνια οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, όπως και συντεταγμένα αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες θέλουν να επωφεληθούν από τη ρευστότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας και να αναφωνήσουν «καλώς ήρθε το... γουάν».