Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ο εθισμός είναι γνωστός: Έντονη επιθυμία χρήσης της ουσίας, ανάπτυξη ανοχής στις παρενέργειές της, εγκατάλειψη άλλων δραστηριοτήτων, υποχρεώσεων, στόχων εξαιτίας της χρήσης αυτής και συμπτώματα στερητικού συνδρόμου εάν αυτή διακοπεί. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά εμφανίζουν αγορές- και σε μεγάλο βαθμό κυβερνήσεις- απέναντι στο φθηνό χρήμα, που ρίχνουν αφειδώς εδώ και πάνω από μία δεκαετία οι κεντρικές τράπεζες στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα.
Τι και εάν όλοι γνωρίζουν πως τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια είναι ουσιαστικά σήμα κινδύνου για την ύφεση που έρχεται. Τι και εάν οι τράπεζες διαμαρτύρονται για τον αρνητικό αντίκτυπό τους ή το ΔΝΤ προειδοποιεί πως οδηγούν σε υπερχρέωση των επιχειρήσεων και σε μία ωρολογιακή βόμβα 19 τρισ. δολαρίων; Η υπόνοια και μόνο ότι οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν να προσφέρουν στηρίγματα ή δεν θα κινηθούν όσο δραστικά περιμένουν οι επενδυτές, δημιουργεί τριγμούς.
Οι επενδυτές θέλουν να δουν το ράλι να συνεχίζεται και οι κυβερνήσεις θέλουν όχι μόνο να εκμεταλλευθούν τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού που έχουν καταγραφεί ποτέ στην ιστορία, αλλά και να δουν τη νομισματική πολιτική να στηρίζει την ασθενική ανάπτυξη. Και για ο υπερβολικά φθηνός δανεισμό είναι λύση σε προβλήματα. Ωστόσο οι ειδικοί προειδοποιούν πως εάν δεν συνοδεύεται από καίριες παρεμβάσεις σε άλλα πεδία γίνεται επικίνδυνη εξάρτηση και τελικά σοβαρό πρόβλημα.
Ο Μάριο Ντράγκι και σε μικρότερο βαθμό ο Τζερόμ Πάουελ τους έχουν κάνει το χατίρι. Ο πρώτος μάλιστα πήγε κόντρα στις εισηγήσεις των τεχνοκρατών της ΕΚΤ και στο 1/3 των μελών του Δ.Σ. για να επαναφέρει το «μπαζούκας» της ποσοτικής χαλάρωσης. Αλλά έχουν ξεκαθαρίσει ότι τα όπλα της νομισματικής πολιτικής δεν αρκούν. Οι εμπορικές αντιπαραθέσεις, στις οποίες παρά τις όποιες συμφωνίες ανακωχής, ανοίγουν τελικά συνεχώς νέα μέτωπα, αλλά και το γεωπολιτικό θερμόμετρο που ανεβαίνει επικίνδυνα απειλούν να πυροδοτήσουν μία κρίση με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά παρόμοια ένταση και αντίκτυπο με εκείνη που βιώσαμε προ δεκαετίας. Ο εφησυχασμός δεν δικαιολογείται. Ήδη αρκετά στοιχεία στις αγορές θυμίζουν το «ανέμελο» 2007, που οδήγησε στο άκρως επώδυνο 2008-09.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Η απάντηση είναι απλή, την έχει δώσει επανειλημμένα ο πρόεδρος της ΕΚΤ και οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ. Όσες χώρες έχουν περιθώρια (βλ. Γερμανία) πρέπει επιτέλους να αυξήσουν ουσιαστικά τις δαπάνες τους. Και οι άλλες πρέπει να χαλαρώσουν μεν το ζωνάρι, αλλά και να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η προθυμία και στα δύο μέτωπα είναι περιορισμένη.