Ένα mea culpa, αλλά και πολλές βολές τόσο προς τους Ευρωπαίους όσο και προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, περιελάμβανε η ομιλία του Πολ Τόμσεν σε εκδήλωση του London School of Economics υπό τον τίτλο «Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: Μύθοι και πραγματικότητες».
Ο Δανός οικονομολόγος, επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, επανέλαβε ότι το Ταμείο είχε θέσει υπερβολικά φιλόδοξους στόχους για την Ελλάδα το 2010, υποτιμώντας τις επιπτώσεις της σκληρής λιτότητας στο ΑΕΠ. Παραδέχθηκε ότι η υποτίμηση του πολλαπλασιαστή είχε και αυτή ρόλο στην κρίση, που σύντομα άρχισε να πλήττει την εμπιστοσύνη και την οικονομική απόδοση, αλλά σημείωσε πως η ρίζα του προβλήματος ήταν πολύ βαθύτερη. Η αυτοκριτική αυτή έχει επανειλημμένα γίνει και από την Κριστίν Λαγκάρντ. Εξάλλου σύμφωνα με τον κ. Τόμσεν το ΔΝΤ αναγνώρισε «σχετικά γρήγορα» την ανάγκη για αλλαγή των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών στην Ελλάδα.
Όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του ΣΚΑΪ, αλλά και το πρακτορείο Indepedent Balkan News Agency, ο κ. Τόμσεν έδωσε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη διαχρονική έλλειψη πολιτικής στήριξης του προγράμματος στην Ελλάδα, αλλά και στο στόχο για υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που αποδέχθηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Σχολίασε ότι η κρίση ήταν περισσότερο πολιτική παρά οικονομική και επέκρινε την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των θεσμών διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής, ενώ έκανε λόγο και για ελαττώματα στην αρχιτεκτονική του ευρώ.
Σύμφωνα με το ΙΒΝΑ ο αξιωματούχος του Ταμείου υποστήριξε ότι τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων ετών οφείλονταν στην προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης να πείσει τους πιστωτές ότι δεν υπάρχει ανάγκη για εφαρμογή σειράς μέτρων και μεταρρυθμίσεων, που προβλέπονταν στο μνημόνιο. Όπως είπε έγιναν πολλά λάθη τόσο από την Αθήνα όσο και τους πιστωτές τα τελευταία χρόνια, που είχαν ως αποτέλεσμα να βγει εκτός τροχιάς το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Τόνισε δε ότι το ΔΝΤ από το 2012 ζητούσε επίμονα να χαμηλώσει ο πήχυς των πρωτογενών πλεονασμάτων για να δοθούν ανάσες στην ανάπτυξη.
Τα υπερ- πλεόνασματα του ΣΥΡΙΖΑ
Η κυβέρνηση Τσίπρα, όμως, όπως είπε, ήθελε να υπερβαίνει ακόμη και με τους υψηλούς αυτούς στόχους για να εντυπωσιάζει τους πιστωτές, αποφεύγοντας αναγκαίες, αλλά ευαίσθητες πολιτικά μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και το συνταξιοδοτικό. «Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση εσκεμμένα επιδίωξε υπεραπόδοση έναντι του ήδη φιλόδοξου στόχου του 3,5% που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους, για να τους δείξει ότι δε χρειαζόταν να κάνει αυτές τις δύσκολες φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις» φέρεται να σχολίασε.
Μάλιστα υποστήριξε ότι το ΔΝΤ δεν ήταν υπέρμαχος της επιβολής πιο αυστηρής λιτότητας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, παρόλο που εξακολουθούσε να παρουσιάζεται έτσι.
Οι συντάξεις και το αφορολόγητο
Όπως μεταδίδει ο ΣΚΑΪ αναφερόμενος στις συντάξεις έκανε λόγο για υψηλές δαπάνες, επισημαίνοντας ως πρόβλημα ότι οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωσή τους ανατράπηκαν τα χρόνια μετά από τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2016 και τη λήξη του προγράμματος διάσωσης.
Συνέχισε λέγοντας ότι το αφορολόγητο όριο σε σχέση με το μέσο μισθό είναι πάνω από δυόμισι φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το 60% των μισθωτών στην Ελλάδα εξαιρούνται από τη φορολογία εισοδήματος, ποσοστό δραματικά υψηλότερο από το 20% του μέσου όρου στην ΕΕ.
«Η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει επίπεδα συντάξεων συγκρίσιμα με αυτά των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς τα ίδια επίπεδα φορολόγησης της μεσαίας τάξης», παρατήρησε ο κ. Τόμσεν. «Νομίζουμε ότι είναι κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη η Ελλάδα να κάνει αυτές τις φορολογικές και συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, όχι για να τρέχει υψηλότερα πλεονάσματα, το τονίζω αυτό, αλλά για να βρει πόρους για να επενδύσει και να προσφέρει καλύτερες βασικές υπηρεσίες και για να χαμηλώσει τους φόρους», συμπλήρωσε.
Το χρέος
Ο κ. Τόμσεν υπερασπίστηκε επίσης τη διάσωση του 2010 παρά τη δημιουργία υπέρογκου χρέους για την Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε σύστημα αποτροπής εξάπλωσης της κρίσης στην ευρωζώνη. Παραδέχθηκε ότι μέτρησε πολύ και η ανάγκη αποσόβησης του συστημικού ρίσκου. Σημείωσε δε ότι το ελληνικό PSI του 2012 ήταν «σκληρό» και «έσπασε ρεκόρ». Σχολίασε ότι αν το PSI είχε γίνει νωρίτερα, από το 2010, αν και δε θα έκανε μεγάλη διαφορά για το χρέος, ίσως είχε μειώσει την αίσθηση της αδικίας από τη διάσωση ξένων πιστωτών.
Εξέφρασε επίσης ανησυχίες για την βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, αν και παραδέχθηκε ότι το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ίσως να μην είναι πλέον τόσο μεγάλο όσο ήταν.
Στο πλαίσιο αυτό εξήρε την «εντυπωσιακή» προσήλωση των Ευρωπαίων στην Ελλάδα και την εξίσου «εντυπωσιακή» προσήλωση της Ελλάδας στο να κάνει ό,τι χρειάζεται για να «ξεκλειδώσει» αυτή την ευρωπαϊκή στήριξη. «Καταλαβαίνω γιατί οι επενδυτές εκεί έξω δεν ανησυχούν τόσο πολύ για τη βιωσιμότητα του χρέους», συμπλήρωσε ο κ. Τόμσεν.
Θέτοντας στον εαυτό του το ερώτημα τι θα έκανε διαφορετικά, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του ΣΚΑΪ είπε ότι δεν υπολόγισε πόσο θα πολιτικοποιούταν το ζήτημα του χρέους και για αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το ΔΝΤ έπρεπε να επιδιώξει μία δέσμευση από τους πιστωτές να παραχωρήσουν ελάφρυνση χρέους υπό τη μορφή κουρέματος. «Δεν το κάναμε. Δεν εγείραμε το θέμα», είπε.
Το σχόλιο για τον Παπακωνσταντίνου και την... ταινία του Γαβρά
Ξεχώρισε, τέλος, την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου και την ομάδα του ως εκείνους που έκαναν ορισμένες «γενναίες» μεταρρυθμίσεις, ενώ σε ερώτημα για το ποιος φαντάζεται ότι θα ενσάρκωνε τον ίδιο στην ταινία του Κώστα Γαβρά με βάση το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, είπε χαριτολογώντας ότι στο γραφείο του λένε ονόματα ηθοποιών που ειδικεύονται στο ρόλο του κακού. Ο ίδιος πάντως δήλωσε «βαρετός γραφειοκράτης» που δεν έχει θέση σε ένα τέτοιο σενάριο.