Επίσημο αίτημα στη χώρα μας απέστειλε Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας πληροφορίες σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005.
Η απόφαση του Δικαστηρίου επιβεβαίωνε ότι η Ελλάδα παρέλειψε να εφαρμόσει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας την οδηγία 2002/77/EΚ για την ελευθέρωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η Επιτροπή έδωσε στην Ελλάδα προθεσμία έως τις 20 Φεβρουαρίου προκειμένου να απαντήσει στο αίτημα, το οποίο λαμβάνει τη μορφή "αιτιολογημένης γνώμης" βάσει της διαδικασίας παράβασης της συνθήκης ΕΚ για τη μη εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου (άρθρο 228).
Εάν η Ελλάδα δεν ενημερώσει την Επιτροπή ότι συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο για δεύτερη φορά και να ζητήσει να της επιβληθεί πρόστιμο (χρηματική ποινή, κατ’ αποκοπή ποσό ή και τα δύο – βλ. MEMO/05/482).
Η αρμόδια επίτροπος για τον Ανταγωνισμό, κα. Neelie Kroes, σχολίασε σχετικά: "Η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει αμέσως αυτή την οδηγία, που έπρεπε να είχε εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν θα στερούνται πλέον τα πλεονεκτήματα που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη σε ό,τι αφορά τις χαμηλές τιμές και την καλύτερη ποιότητα της σταθερής τηλεφωνίας και της πρόσβασης σε νέες ευρυζωνικές υπηρεσίες”.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, όλα τα κράτη μέλη εκτός της Ελλάδας έχουν εφαρμόσει την οδηγία για την ελευθέρωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η ουσιαστική ελευθέρωση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών βελτιώνει τον ανταγωνισμό και είναι επωφελής για τους καταναλωτές από πλευράς ποιότητας. Το γεγονός ότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα συμβάλλει στο χαμηλό επίπεδο του ανταγωνισμού στην αγορά σταθερής τηλεφωνίας και τη χαμηλή διείσδυση των ευρυζωνικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 2005 η διείσδυση των λιανικών ευρυζωνικών υπηρεσιών στην Ελλάδα ήταν η χαμηλότερη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (περίπου 1%).
Η οδηγία 2002/77/EΚ, που εγκρίθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, απλουστεύει και παγιώνει τις διατάξεις των προηγούμενων οδηγιών που είχαν εγκριθεί βάσει του άρθρου 86 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ οι οποίες ελευθέρωσαν σταδιακά τις τηλεπικοινωνιακές αγορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η βασική διάταξη της οδηγίας προβλέπει την κατάργηση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που παρέχουν τα κράτη μέλη για την εγκατάσταση και/ή την παροχή ηλεκτρονικών επικοινωνιακών δικτύων, ή για την παροχή δημόσιων ηλεκτρονικών επικοινωνιακών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν πριν από τις 24 Ιουλίου 2003 όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν σε κάθε επιχείρηση το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ή εκμετάλλευσης δικτύων, χωρίς διάκριση, σύμφωνα με ένα γενικό καθεστώς αδειοδότησης που αντικαθιστούσε το προηγούμενο σύστημα.
Επιπλέον, η οδηγία 2002/77/EΚ διεύρυνε τις αρχές της ελευθέρωσης των προηγούμενων οδηγιών σε όλες τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένων και των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Η ουσιαστική εφαρμογή της οδηγίας είναι συνεπώς ζωτική ώστε να επιτρέψει την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά παροχής τέτοιων υπηρεσιών και ιδιαίτερα για τις ψηφιακές επίγειες ραδιοτηλεοπτικές αναμεταδόσεις.
Η προθεσμία την οποία διέθεταν τα κράτη μέλη για να υποβάλουν πληροφορίες ώστε να επιβεβαιώσει η Επιτροπή ότι είχαν τηρηθεί οι διατάξεις της οδηγίας 2002/77/EΚ ήταν η 24η Ιουλίου 2003. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν το έπραξε, η Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στις 14 Απριλίου 2005, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα παρέλειψε να τηρήσει τις υποχρεώσεις της σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου η Ελλάδα δεν κοινοποίησε τυχόν μέτρα εφαρμογής στην Επιτροπή.