Τι θα σήμαιναν οι πρόωρες κάλπες για την Ιταλία, την Ευρωζώνη και τα επιτόκια;  

Σάββατο, 10 Αυγούστου 2019 16:15
UPD:21:30
REUTERS/ALESSANDRO GAROFALO

Με φόρα από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών ο Σαλβίνι σπρώχνει τη χώρα σε πρόωρες κάλπες γενικών εκλογών. Τι θα σημάνουν αυτές για την Ευρωζώνη και την πολιτική της ΕΚΤ; 

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Ο Ματέο Σαλβίνι τράβηξε την πρίζα από τον ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό και σπρώχνει την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ για ακόμη μία φορά σε πρόωρες εκλογές. Οι κάλπες δεν θα πρέπει να θεωρούνται αναπόφευκτες, αφού μόνο ο πρόεδρος της χώρας έχει το δικαίωμα να διαλύσει τη Βουλή και αυτός έχει δείξει ότι δεν βλέπει με ενθουσιασμό την ιδέα. Θα προσπαθήσει να συγκροτήσει έναν διαφορετικό συνασπισμό ή μία προσωρινή κυβέρνηση τεχνοκρατών. Αν ωστόσο δεν το πετύχει, οι εξελίξεις το φθινόπωρο θα είναι ραγδαίες. 

Η κοινή γνώμη στην Ιταλία είναι συνηθισμένη στην πολιτική «ρευστότητα» και τις συχνές εναλλαγές πρωθυπουργών. Το ίδιο και οι αγορές σε έναν βαθμό. Αλλά αυτή τη φορά οι πολίτες δύσκολα θα δεχθούν ακόμη έναν διορισμένο ηγέτη. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την κορύφωση της κρίσης χρέους, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν η χώρα είχε τρεις διαδοχικούς πρωθυπουργούς, που διορίστηκαν και δεν εξελέγησαν (Μάριο Μόντι, Ενρίκο Λέτα και Ματέο Ρέντσι). Και ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τη σύγκριση των τριών με το σημερινό ντουέτο του απολιτίκ λαϊκιστή, Ντι Μάιο και του ακροδεξιού, Σαλβίνι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το στοιχείο αυτό- πρωθυπουργοί που δεν επελέγησαν από τους ψηφοφόρους- ήταν ένας από τους παράγοντες, που έθρεψαν τη δυσφορία απέναντι στην Ε.Ε. και ενίσχυσαν το δέλεαρ του λαϊκισμού. 

Υπό τις συνθήκες αυτές ο Σέρτζιο Ματαρέλα ίσως επιτρέψει τελικά τα πράγματα να κατευθυνθούν στο σενάριο των εκλογών το φθινόπωρο. Η Citi σε σημείωμά της προς τους επενδυτές πιστεύει ότι αυτό είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα και υπογραμμίζει ότι το ρίσκο πηγάζει από το γεγονός ότι η εκλογική διαδικασία θα συμπέσει με την έγκριση του προϋπολογισμού για το 2020. Η σημερινή κυβέρνηση (ή μία τεχνοκρατική με πολύ σύντομη ζωή) θα αναλάβει να συντάξει το Πρόγραμμα Σταθερότητας (έως 30 Σεπτεμβρίου) και να στείλει τον νέο προϋπολογισμό στις Βρυξέλλες (έως 15 Οκτωβρίου).

Και τα δύο έγγραφα θα πρέπει να λάβουν τη στήριξη της Βουλής, κάτι που δεν θα είναι εύκολο, εάν η Λέγκα αποφασίσει να σηκώσει «μπαϊράκι». Θα αρχίσει πιθανότατα το παιχνίδι των παρατάσεων και θα είναι η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές εκείνη που θα οριστικοποιήσει τον προϋπολογισμό για να ψηφιστεί από τη νέα Βουλή έως τα τέλη του έτους. 

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Λέγκα έχει πιθανότητες για μία κυβέρνηση χωρίς εταίρο. Και σε αυτή την περίπτωση δεν θα διστάσει να θέσει σε εφαρμογή το οικονομικό της πρόγραμμα. Μία τέτοια εξέλιξη θα καθιστούσε τον συμβιβασμό με τις Βρυξέλλες πιο δύσκολο. Στα χαρτιά οι κανόνες απαιτούν από την Ιταλία να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμά της κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Ο υπουργός Οικονομικών, Τζιοβάνι Τρία, έχει πετύχει έναν άτυπο συμβιβασμό για μικρότερη μείωση 0,2 μονάδων, στο 1,8% από 2% του ΑΕΠ και αρκετά μακριά από το όριο του 3%. 

Ο Σαλβίνι θα στοχεύσει πιθανότατα σε έλλειμμα άνω του 2%, επικαλούμενος τις εξαιρετικά αδύναμες οικονομικές συνθήκες και την ανάγκη για τονωτικές ενέσεις στην ανάπτυξη. Θα θελήσει πιθανότατα να αυξήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες το δεύτερο εξάμηνο του 2019- κάτι που θα πρέπει να πούμε ότι κάνουν σήμερα αρκετά κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, αντιμέτωπα με τον αντίκτυπο των εμπορικών αντιπαραθέσεων, της αβεβαιότητας για το Brexit και της επιδείνωσης των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο οικονομολόγοι αμφισβητούν ότι μέτρα, όπως η αντιστροφή της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, που οδηγεί πρακτικά σε χαμηλότερα όρια συνταξιοδότησης, μπορούν στην περίπτωση της ιταλικής οικονομίας να τονώσουν όντως την ανάπτυξη. 

Ο υπουργός Εσωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έχει επίσης ξεκαθαρίσει πως θα ακυρώσει την σχεδιαζόμενη αύξηση του ΦΠΑ και θα μειώσει το φόρο εισοδήματος, χωρίς να εξηγήσει πώς θα χρηματοδοτήσει τις ελαφρύνσεις αυτές. Η Capital Economics προβλέπει μία νέα κόντρα με τις Βρυξέλλες και άνοδο των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων, δηλαδή του κόστους δανεισμού της χώρας από τις αγορές για το υπόλοιπο του έτους. Αυτό θα πρέπει να ανησυχεί και άλλες χώρες, όπως την Ελλάδα, που έχουν δει επανειλημμένα στο παρελθόν τα ομόλογά της να συμπαρασύρονται στη δίνη των ιταλικών προβλημάτων. 

Η στάση της ΕΚΤ

Το ερώτημα είναι σε μία τέτοια περίπτωση τι θα κάνει η ΕΚΤ. Με τον Νότο στο στόχαστρο, αλλά και με τη Γερμανία στο χείλος της ύφεσης, η κεντρική τράπεζα φαίνεται πως δεν έχει άλλη επιλογή από έναν νέο επιθετικό γύρο χαλαρής πολιτικής. Η αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει την μείωση του καταθετικού επιτοκίου στο -0,5%. Αλλά αυτό θα είναι μάλλον μόνο η αρχή.

Νέες μειώσεις επιτοκίων, αλλά και ένα δυναμικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ενδεχομένως να είναι η απάντηση σε σκηνικό μίνι- κρίσης. Δεν είναι βεβαίως μόνο η Ιταλία που οδηγεί σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλά οι πρόωρες ιταλικές κάλπες θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις εξελίξεις και στη νομισματική πολιτική. Να θυμίσοιυμε ότι το βασικό επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ είναι εδώ και χρόνια στο μηδέν και δεν προβλέπεται να αυξηθεί ούτε την επόμενη χρονιά. Θα μπορούσε να οδηγηθεί και αυτό σε αρνητικό έδαφος; Τίποτα πια δεν μπορεί να αποκλείεται. 



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα