Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
H FED ετοιμάζεται αυτή την εβδομάδα να κάνει το «χατίρι» του Ντόναλντ Τραμπ μειώνοντας τα επιτόκια. Αλλά αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της αγοράς, η απόφασή της δύσκολα θα ικανοποιήσει τον Αμερικανό πρόεδρο, που πιθανότατα θα ισχυριστεί ότι έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση και ανεπαρκή «ορμή». Ο Τραμπ θα ήθελε στο τιμόνι της κεντρικής τράπεζας έναν… Ντράγκι. Και προς τούτο επικαλείται τις εξελίξεις στην αγορά συναλλάγματος, όπου το ευρώ χάνει συνεχώς έδαφος έναντι του δολαρίου. Τι σχεδιάζει η FED για την αμερικανική οικονομία; Θα μπορούσε υπό την πίεση του Αμερικανού προέδρου να παρέμβει στην αγορά συναλλάγματος μονομερώς, πυροδοτώντας έναν νομισματικό πόλεμο;
Στα τέλη Ιουνίου ο Τραμπ, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους πως «θα έπρεπε να έχουμε τον Μάριο Ντράγκι αντί για τον δικό μας στη FED». Του σχολίου αυτού είχαν προηγηθεί επιθέσεις προς τον επικεφαλής της ΕΚΤ για χειραγώγηση του νομίσματος. Ο Λευκός Οίκος δεν έχει κρύψει ότι θεωρεί το ευρώ υποτιμημένο και προς τούτο έχει να επικαλείται και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που αποκαλύπτουν ότι το ενιαίο νόμισμα είναι όντως αδύναμο. Δεν έχει επίσης κρύψει ότι θεωρεί τον Ιταλό τραπεζίτη πιο τολμηρό και αποφασιστικό από τον Τζερόμ Πάουελ και ενδεχομένως να έχει δίκαιο. Αλλά ξεχνά ότι οι συνθήκες στην ζώνη του ευρώ είναι αρκετά πιο δυσμενείς από εκείνες στην αμερικανική οικονομία. Και αν όντως σκοπεύει να προσεγγίσει τον Ντράγκι (που θα είναι ελεύθερος να μετακομίσει σε άλλη θέση εκτός Φραγκφούρτης από τις 31 Οκτωβρίου) μάλλον έχει υποτιμήσει τον βαθμό στον οποίο διαφωνούν τόσο στο θέμα της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών όσο και στα «όρια», που έχει η νομισματική πολιτική.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ αναγκάστηκε απέναντι σε μια βαθύτατη χρηματοπιστωτική, οικονομική και πολιτική κρίση που βίωσε η Ευρωζώνη, να αντισταθεί στις πιέσεις των Γερμανών και να οδηγήσει την κεντρική τράπεζα στα αχαρτογράφητα ύδατα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και των αρνητικών επιτοκίων. Πιστώνεται το γεγονός ότι κράτησε όρθια τη νομισματική ένωση με το «ό,τι χρειαστεί» του 2012 και τα δραστικά μέτρα που έλαβε στη συνέχεια. Ωστόσο και ο ίδιος έχει επικριθεί ότι βιάστηκε να κηρύξει το τέλος του QE και για αυτό αναγκάζεται τώρα να σχεδιάζει νέες μειώσεις επιτοκίων και επιστροφή σε αγορές ομολόγων και άλλου ενεργητικού.
Η ΕΚΤ επίσης δεν βιάστηκε να δράσει μέσα στο καλοκαίρι, όπως ίσως θα ήθελαν οι αγορές. Θα περιμένει να οδηγήσει το καταθετικό πιτόκιο του ευρώ από το -0,4% πιθανότατα στο -0,5% τον Σεπτέμβριο προκειμένου να αποτρέψει μία ύφεση της ζώνης του ευρώ. Από την πλευρά της η FED θα μειώσει πιθανότατα την Τετάρτη το βασικό επιτόκιο δανεισμού κατά 25 μονάδες βάσης στο 2,25% και άλλο τόσο τον Σεπτέμβριο. Όχι γιατί η αμερικανική οικονομία κινδυνεύει με ύφεση- ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης παραμένει άνω του 2% και το ποσοστό της ανεργίας είναι το χαμηλότερο των 50 τελευταίων ετών- αλλά γιατί το διεθνές περιβάλλον μοιάζει να είναι ολοένα και πιο δυσοίωνο. Ο Τραμπ, που δίνει ήδη τη μάχη για την επανεκλογή του το 2020, θα ήθελε να δει μεγαλύτερες μειώσεις, της τάξης των 50 μονάδων βάσης έκαστη και πιστεύει ότι αυτές θα έπρεπε να έχουν έρθει τουλάχιστον έξι μήνες νωρίτερα.
Για τον Τραμπ ο Πάουελ παραμένει ένα «γεράκι» της νομισματικής πολιτικής, ενώ ο Ντράγκι είναι η «περιστερά», που δεν φοβάται τα μέτρα χαλάρωσης.
Αυτή είναι η αίσθηση και στην αγορά συναλλάγματος, όπου βρίσκεται και πάλι σε εξέλιξη ένας άτυπος «πόλεμος», τον οποίο ο Τραμπ φοβάται ότι χάνει. Το ευρώ βλέπει την ισοτιμία του κοντά στο 1,11 δολάριο και αναμένεται να αποδυναμωθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες, παρά τη μείωση των αμερικανικών επιτοκίων. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις μικρής μερίδας αναλυτών για απόλυτη ισοτιμία των δύο νομισμάτων (1 ευρώ ανά δολάριο), θεωρείται βέβαιο ότι οι επιθέσεις του Αμερικανού προέδρου προς την Ευρώπη θα ενταθούν και δεν αποκλείεται να λάβουν και πάλι τη μορφή απειλών για δασμούς. Κάτι τέτοιο όμως θα είχε κόστος και για το αμερικανικό ΑΕΠ.
Το φθηνό ευρώ είναι πράγματι ένα πολύτιμο στήριγμα για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές σε μία εποχή εμπορικών πολέμων και γεωπολιτικών εντάσεων. Η ανατίμησή του θα μπορούσε να παγιδεύσει σε ύφεση τη Γερμανία και την Ιταλία, δύο από τις μεγαλύτερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης, που κατεβάζουν απότομα ταχύτητα. Ήδη ο μεταποιητικός τομέας της πρώτης, που άλλοτε ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης, είναι σε τροχιά βαθιάς συρρίκνωσης εξαιτίας της βουτιάς των παραγγελιών από το εξωτερικό.
Ο Τραμπ θα ήθελε έναν δικό του «Ντράγκι» στο τιμόνι της FED, που θα του χάριζε και ένα πιο φθηνό νόμισμα. Αλλά σίγουρα θα έτρεμε στην ιδέα του να έχει αντιμετωπίσει και οικονομικές συνθήκες ανάλογες των ευρωπαϊκών. Ο ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ έχει υποχωρήσει από το 2,3% το 2017 στο 1,8% το 2018 και υπολογίζεται ότι θα είναι μόλις 1,2% φέτος. Ο πληθωρισμός έχει επίσης αποδυναμωθεί στο 1,3% και ο δομικός δείκτης (από τον οποίο εξαιρούνται οι τομείς τροφίμων και ενέργειας) είναι κολλημένος στο 1,1%. H ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο 2,1% το δεύτερο τρίμηνο από 3,1% το πρώτο, αλλά και πάλι η εικόνα είναι άκρως πιο δυναμική της ευρωπαϊκής. Η αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών στο εξής, η εξέλιξη του νομισματικού «πολέμου», αλλά ίσως περισσότερο από κάθε τι άλλο οι αποφάσεις των κυβερνήσεων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα κρίνουν το εάν η εικόνα αυτή μπορεί
Θα παρέμβουν οι ΗΠΑ στην αγορά;
Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times η επιθετική ρητορική του Τραμπ κατά χωρών, που κατηγορεί ότι χειραγωγούν τα νομίσματά τους, μπορεί να σημαίνει ότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ παρεμβαίνει ή ετοιμάζεται να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος για πρώτη φορά εδώ και χρόνια.
Μετά το 1995 οι ΗΠΑ παρενέβησαν τρεις φορές, αλλά έδρασαν σε συνεργασία με άλλες χώρες για να αποτρέψουν έντονες διακυμάνσεις στις συναλλαγματικες ισοτιμίες. Σε κάθε περίπτωση το υπουργείο Οικονομικών συντόνιζε τη δράση του με τη Federal Reserve- ακόμη και όταν η κεντρική τράπεζα είχε επιφυλάξεις για τις κινήσεις αυτές. Σύμφωνα με τους FT aν η FED συμφωνήσει τώρα να συμμετέχει, η δύναμη πυρός της διοίκησης για αγορές άλλων νομισμάτων θα έφτανε τα 200 δισ. δολάρια.