Hellastat: Ανοδος της τουριστικής κίνησης το 2005

Τρίτη, 07 Φεβρουαρίου 2006 12:32

Η τουριστική κίνηση στην Ελλάδα παρουσίασε άνοδο το 2005, ιδιαίτερα το μήνα Αύγουστο, κατά τον οποίο παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη προσέλευση τουριστών των τελευταίων ετών, αν εξαιρεθεί ο Αύγουστος των Ολυμπιακών Αγώνων.

Οι ενθαρρυντικοί ρυθμοί αύξησης συνεχίστηκαν και τους φθινοπωρινούς μήνες, ενώ η εαρινή περίοδος εμφάνισε οριακά αυξημένη δραστηριότητα, καθώς το φετινό Πάσχα των Καθολικών γιορτάστηκε νωρίς.

Τα παραπάνω αναφέρονται στη μελέτη της Hellastat για τον Κλάδο των Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων την περίοδο 2001-2005:

«Σημαντικό ρόλο στην άνοδο του αλλοδαπού -κυρίως- τουρισμού διαδραμάτισε η διεθνής διαφημιστική και επικοινωνιακή εκστρατεία του Υπουργείου Τουρισμού. Η ανοδική τάση ωστόσο δεν είναι ομοιογενής στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Ιδιαίτερα επωφελημένη σε αριθμούς αεροπορικών αφίξεων από το εξωτερικό, το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2005, παρουσιάζεται η Αθήνα, κυρίως λόγω της διεθνούς προβολής την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και των αναβαθμισμένων υποδομών. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Θεσσαλονίκη εμφάνισαν επίσης αυξημένη κίνηση, ενώ αρνητικούς ρυθμούς είδαν τα Επτάνησα -με εξαίρεση την Κέρκυρα- και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Η αυξημένη κίνηση στην πόλη των Αθηνών συνοδεύτηκε από αυξημένη εισροή τουριστικού συναλλάγματος, καθώς τόσο το κόστος διανυκτέρευσης, όσο και ο μέσος όρος των ημερών διαμονής στα αθηναϊκά ξενοδοχεία, υπερβαίνουν τις τιμές αντίστοιχων μεγεθών σε άλλες πόλεις και νησιά. Τα αθηναϊκά ξενοδοχεία εμφάνισαν οριακά μεγαλύτερη πληρότητα το εννιάμηνο του 2005 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2004, με τις μονάδες 5 αστέρων να παρουσιάζονται σημαντικά ενισχυμένες.

Επιπλέον καταγράφηκε αυξημένη προσέλευση τουριστών από τις ΗΠΑ, οι οποίοι δαπανούν μεγαλύτερα ποσά ημερησίως, και διαμένουν στην Ελλάδα περισσότερες ημέρες, συγκριτικά με τουρίστες από άλλα κράτη, ενώ για το 2006 αναμένεται αύξηση της τάξης του 25-30%.

Ο ελληνικός τουρισμός εξακολουθεί να διατηρεί τον εξαγωγικό του χαρακτήρα, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της τουριστικής κίνησης πραγματοποιείται από αλλοδαπούς. Ωστόσο, το διαφημιστικό πρόγραμμα «Μένουμε Ελλάδα», προβάλλοντας ελληνικούς προορισμούς διακοπών, συνέτεινε στην άνοδο και της εσωτερικής τουριστικής κίνησης.

Η Ελλάδα, συγκριτικά με τις άμεσα ανταγωνίστριες χώρες και σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΤΕΠ, βελτίωσε οριακά τη θέση της το εννιάμηνο του 2005, αναφορικά με το ρυθμό μεταβολής των αφίξεων. Η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ιταλία γνωρίζουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης έναντι των υπολοίπων ανταγωνιστών, ενώ μεγαλύτερη είναι η αύξηση σε Κροατία, Ισπανία και Ελλάδα. Ωστόσο οι μεγαλύτερες ανταγωνιστικές πιέσεις προέρχονται από την Τουρκία, η οποία τα τελευταία χρόνια εμφανίζει εντυπωσιακή τουριστική ανάπτυξη, ωθούμενη από τη στρατηγική έντονης προβολής των τουρκικών προορισμών, την αναβάθμισης τόσο της ποικιλομορφίας όσο και της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά και τις τάσεις υποτίμησης του δολαρίου έναντι του ευρώ. Εκτιμάται ότι η Τουρκία δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει περαιτέρω αύξηση των αφίξεων, καθώς η συνεχής άνοδος του τουριστικού προϊόντος οδηγεί το ποσοστό πληρότητας σχεδόν στο 100%.

Επιπλέον, η πρόσφατη εξάπλωση της νόσου των πτηνών ενδέχεται να καταστήσει την Τουρκία λιγότερο ελκυστικό προορισμό για το 2006, χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να προβλέψει την επίδραση στη ζήτηση της πιθανής πτώσης των τιμών στις τουριστικές επιχειρήσεις. Στα ίδια πλαίσια ωστόσο, η θωράκιση των ευρωπαϊκών συνόρων σε παρόμοια κρούσματα είναι καταλύτης για την προστασία του τουριστικού προϊόντος.

Η κλιμάκωση του ανταγωνισμού από το εξωτερικό –κυρίως από την Τουρκία- έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα των ελληνικών μικρών ξενοδοχείων χαμηλότερων κατηγοριών, τα οποία αποτελούν και την πλειοψηφία των εγχώριων ξενοδοχειακών μονάδων. Οι αλλοδαποί τουρίστες –μέσω των τουριστικών πρακτόρων- προτιμούν ομοιομεγέθη καταλύματα γειτονικών χωρών (π.χ. Τουρκία, Κροατία, Αίγυπτος), τα οποία προσφέρουν εξίσου χαμηλές τιμές, παρέχουν όμως ποιοτικότερες υπηρεσίες. Αντιθέτως, τα μεγάλα ελληνικά ξενοδοχεία παρουσιάζονται ενισχυμένα, παρέχοντας υπηρεσίες ανώτερης ποιότητας.

Στη Μελέτη της Hellastat αναφέρεται ότι η πλειοψηφία των μεσαίου και μικρού μεγέθους ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, χαρακτηρίζεται από σειρά αδυναμιών:

• Έντονη εποχικότητα στην τουριστική κίνηση

• Ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης των υποδομών

• Απασχόληση ανειδίκευτου προσωπικού, παρά το γεγονός ότι το μόνο το 50% των αποφοίτων τουριστικών σχολών απασχολείται στο συγκεκριμένο επαγγελματικό πεδίο

• Σημαντικό μέρος των καταλυμάτων είναι μεγάλης ηλικίας, προσφέροντας υπηρεσίες περιορισμένης κλίμακας και ποιότητας

• Υψηλός βαθμός εξάρτησης από τους tour operators

• Παρά τη διαχρονικά σταθερή κεφαλαιακή διάρθρωση ο λόγος των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τα έσοδα αυξάνει στο 45,5% το 2004 έναντι 35,5% το 2001, με επιδείνωση του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων από 6,3 φορές σε 4,2 την αντίστοιχη περίοδο.

• Σημαντική κάμψη της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων, στο -1,1% το 2004 έναντι +2% το 2001.

• Το 2002 οι 4 στις 10 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εμφάνισαν ζημίες, ενώ το 2004 το ισοζύγιο ανεστράφη με 6 στις 10 να είναι ζημιογόνες.

Η εικόνα αυτή πρακτικά διαμορφώνει δύο επιλογές στους Έλληνες επιχειρηματίες : να διαθέσουν τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να εκσυγχρονίσουν τα καταλύματα που λειτουργούν (στα πλαίσια και του αναπτυξιακού νόμου) ή να οδηγηθούν σε σύμπραξη – απορρόφηση από μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα. Παράλληλα, οι συνθήκες επιτρέπουν και επιβάλλουν την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού (αγροτουρισμός, θρησκευτικός – συνεδριακός – χειμερινός τουρισμός) κινήσεις που θα εξομαλύνουν την προσέλευση των τουριστών, δικαιολογώντας την υλοποίηση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο.

Αρνητική τάση στα οικονομικά μεγέθη για την πλειοψηφία

Χαρακτηριστικό είναι ότι σε πλήθος 2.208 ξενοδοχειακών επιχειρήσεων οι 1.267 (57,4%) είναι ζημιογόνες, από τις οποίες οι 519 (23,5%) υπέστησαν αύξηση και οι 335 (15,2%) παρουσίασαν μείωση των αρνητικών τους αποτελεσμάτων, ενώ 413 (18,7%) εμφάνισαν ζημίες έναντι κερδών τη χρήση 2003. Σύμφωνα με την Hellastat, από τις 942 κερδοφόρες εταιρείες (42,6%), μόλις οι 312 (14,1%) πέτυχαν αύξηση των κερδών τους.

Η επιδείνωση της κερδοφορίας σε κλαδικό επίπεδο έχει ως συνέπεια τη διαχρονική μείωση του περιθωρίου ΚΠΦ, από 4,1% το 2002 σε -3,4% το 2004 και την αρνητική αποδοτικότητα της καθαρής θέσης (-1,1%).

Το περιθώριο ΚΠΤΦΑ υφίσταται επίσης μείωση, εξαιτίας της αύξησης των εξόδων διοίκησης (από 12,2% σε 13,1%) και διάθεσης (από 8,7% σε 9,6.

Στον αντίποδα της αρνητικής γενικής εικόνας, οι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι εμφανίζουν κέρδη ύψους €21,36 εκ. έναντι €2,49 εκ. το 2003, μεγαλώνοντας την ψαλίδα από τις μικρότερες εταιρείες, οι οποίες υφίστανται ζημίες της τάξεως των -€35,92εκ. (-€16,56 εκ. το 2003).

Το περιθώριο μικτού κέρδους παραμένει σε υψηλά επίπεδα, παρά τη μειωσή του από 26,4% σε 23,8%.

Η επενδυτική δραστηριότητα των τελευταίων ετών αναφορικά με ίδρυση νέων μονάδων, εκσυγχρονισμό και επέκταση των υπαρχόντων εγκαταστάσεων αντανακλάται στο υψηλό ποσοστό συμμετοχής του πάγιου ενεργητικού στα συνολικά κεφάλαια (74,4%) και στη μεγάλη μέση αύξηση τριετίας (16,1% ετησίως). Η τάση ενίσχυσης των επενδύσεων καταγράφεται και στις μικρότερες επιχειρήσεις (ενδεικτικά με κύκλο εργασιών κάτω των € 300 χιλ.), με ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό, στο 12% ετησίως.

Η καθαρή θέση αποτελεί το 52% των συνολικών κεφαλαίων, αυξημένη κατά 15% συγκριτικά με το 2003. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στην άνοδο των αποθεματικών και σωρευμένων κερδών κατά 83%, κυρίως εξαιτίας των βελτιωμένων καθαρών αποτελεσμάτων των μεγάλων εταιρειών και των αναπροσαρμογών στις αξίες των ακινήτων.

Ο δείκτης ξένα / ίδια κεφάλαια εκτιμάται στο χαμηλό επίπεδο του 0,30, με τις μεγαλύτερες εταιρείες να λειτουργούν με υψηλότερη μόχλευση.

Πτωτικές οι τάσεις των μεγεθών των εισηγμένων στο 9μηνο του 2005

Την αδυναμία διατήρησης των εσόδων και των υψηλών «Ολυμπιακών» κερδών δείχνουν τα αποτελέσματα των 4 εισηγμένων στο ΧΑ. Με εξαίρεση τη ΛΑΜΨΑ, η οποία εμφάνισε οριακή βελτίωση κύκλου εργασιών και κερδών προ φόρων κατά 1% και 2,35% αντίστοιχα, οι υπόλοιποι εισηγμένοι εμφανίζουν κάμψη των εσόδων κατά 12,3% και των λειτουργικών κερδών (ΚΠΤΦΑ) κατά 31%».



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα