Στο στρατηγικό ρόλο της χώρας στους τομείς της συγκοινωνίας και των εμπορευματικών μεταφορών στην Ευρώπη αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, αναφέρθηκε ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Φώτης Κουβέλης.
Μιλώντας στο 3o Συνέδριο Yποδομών και Μεταφορών που διοργάνωσε το metaforespress.gr, ο κ. Κουβέλης αναφέρθηκε παράλληλα και στα θετικά εμπορικά και οικονομικά αποτελέσματα που παρουσιάζουν οι Οργανισμοί Λιμένων της χώρας.
Σύμφωνα με τον υπουργό Ναυτιλίας «H ελληνική οικονομία έχει μπει στο δρόμο της ανάπτυξης. Οι υποδομές και οι μεταφορές αποτελούν δύο κλάδους της οικονομίας με ιδιαίτερη δυναμική. Μάλιστα οι συνδυασμένες μεταφορές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στην βελτίωση υπηρεσιών των βασικών συγκοινωνιών υποδομών της χώρας, αλλά και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της χώρας, ως κόμβου επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης».
Και αυτό διότι -όπως είπε- η Ελλάδα έχει στρατηγική θέση και ρόλο στην εν λόγω περιοχή. «Αποτελεί πύλη εισόδου και εξόδου αγαθών και υπηρεσιών προς όλη ουσιαστικά την Ευρώπη και φυσικά προς το νοτιοανατολικό της τμήμα και τα Βαλκάνια. Το κλειδί που ξεκλειδώνει αυτό το ρόλο είναι το συγκοινωνιακό της δίκτυο και κυρίως τα κομβικά του σημεία, λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί και κέντρα Logistics».
Όπως σημείωσε ο κ. Κουβέλης «το Υπουργείο Ναυτιλίας έχοντας επίγνωση αυτού, έχει συστήσει το Συμβούλιο Επιβατικών Μεταφορών Νήσων, στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Συνδυασμένων Μεταφορών. Στόχος καθορισμός στρατηγικής για την ανάπτυξη και βελτίωση των συνδυασμένων μεταφορών και η βελτίωση της συνεργασίας των συναρμόδιων δημοσίων αρχών καθώς και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, ώστε να μειώνεται το κόστος και να αναβαθμίζεται η ποιότητα των συγκοινωνιακών συνδέσεων».
Παράλληλα τόνισε πως «μετά την ιδιωτικοποίηση των ΟΛΠ και ΟΛΘ με την μέθοδο της πώλησης μετοχών, η ηγεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας άλλαξε τον τρόπο αξιοποίησης των 10 περιφερειακών λιμένων που παραμένουν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου μέσω ΤΑΙΠΕΔ», ενώ σημείωσε πως «προκρίναμε τη μέθοδο των Συμπράξεων Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα, δηλαδή, την υποπαραχώρηση συγκεκριμένων λιμενικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, σε εξειδικευμένους ιδιώτες επενδυτές που θα επιλεγούν με διεθνείς διαγωνιστικές διαδικασίες».
Η μέθοδος αυτή, σύμφωνα με τον κ. Κουβέλη «εφαρμόζεται στο 80% των λιμένων της Ευρώπης (μόνο 4% είναι ιδιωτικά) και εμφανίζει σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και για το δημόσιο έλεγχο όσο και για την προσέλκυση επενδύσεων».
«Οι μετοχές των λιμένων παραμένουν στο δημόσιο ενώ δίνεται η δυνατότητα να πραγματοποιηθούν ιδιωτικές επενδύσεις σε χώρους στους οποίους δεν μπορούν να το κάνουν οι Οργανισμοί Λιμένα. Επίσης επιτρέπει τη δραστηριοποίηση επιχειρήσεων που διαθέτουν σημαντική γνώση και εμπειρία και πρόθεση να επενδύσουν σε συγκεκριμένη δραστηριότητα (πχ μαρίνες, εμπορευματικούς σταθμούς κλπ). Η διαδικασία αυτή θεσμοθετήθηκε με τον ν.4597/2019, ο οποίος διασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα του κάθε Οργανισμού Λιμένα, μετά την υποπαραχώρηση, με την επιβολή αντισταθμιστικού τέλους στον υπό-παραχωρησιούχο υπέρ του οικείου Οργανισμού Λιμένος. Επίσης δόθηκε η δυνατότητα σύναψης συμβάσεων έργου μεταξύ Οργανισμού Λιμένος και υποπαραχωρησιούχων επενδυτών», πρόσθεσε.
Όπως τόνισε ο υπουργός Ναυτιλίας οι Οργανισμοί Λιμένα ΑΕ παρουσιάζουν πολύ σημαντικά εμπορικά και οικονομικά αποτελέσματα, «παρά το ασφυκτικό καθεστώς των μνημονίων στο οποίο κλήθηκαν να εργαστούν».
«Τα θετικά αποτελέσματα προκύπτουν από τον εξορθολογισμό και τις μειώσεις δαπανών, τις ορθές επιλογές, το σωστό προγραμματισμό και την καλή υλοποίηση των στόχων, την αύξηση της κίνησης και τη συνακόλουθη αύξηση κερδών», επεσήμανε.
Σύμφωνα με τον κ. Κουβέλη «τα λιμάνια μας είναι πλέον ανταγωνιστικά. Όχι μόνο για τους λόγους που προανέφερα. Αλλά και επειδή λειτουργεί άψογα πλέον η Πλοηγική Υπηρεσία, η οποία πριν από το 2015 είχε εγκαταλειφθεί. Είναι μια υπηρεσία που διασφαλίζει την ασφαλή ναυσιπλοΐα. Δε μπορεί παρά να είναι υπό δημόσιο έλεγχο. Έχουμε λοιπόν αναδιοργανώσει το λιμενικό σύστημα της χώρας με νέο θεσμικό πλαίσιο, με νέο εξοπλισμό και με νέο προσωπικό».