Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Γιάννη Κανουπάκη
Πληθαίνουν τα σημάδια ανησυχίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τη φετινή χρονιά. Με δεδομένη πλέον την απόκλιση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο -όταν η ανάπτυξη περιορίστηκε στο 1,3%, δηλαδή μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα κάτω από τον φετινό στόχο- άρχισαν να υπάρχουν αρνητικά σημάδια και για το δεύτερο τρίμηνο. Ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής έκλεισε με μείωση, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε και τον Απρίλιο, ενώ ο πληθωρισμός τον Μάιο ήταν στα όρια της στασιμότητας, παρά το γεγονός ότι τον συγκεκριμένο μήνα υπήρξαν αλλεπάλληλες ενέσεις ρευστότητας των νοικοκυριών μέσα από τη μαζική καταβολή επιδομάτων αλλά και την πληρωμή της λεγόμενης 13ης σύνταξης.
Τον Σεπτέμβριο
Δεδομένου ότι και ο Μάιος και ο Ιούνιος είναι καθαρά προεκλογικοί μήνες -κάτι που σημαίνει ότι οι οικονομικές αποφάσεις αναβάλλονται μέχρι να ξεκαθαρίσει πλήρως το πολιτικό τοπίο- υπάρχει έντονος προβληματισμός για το ποια θα είναι η πορεία του ΑΕΠ κατά το β' τρίμηνο. Τα σχετικά στοιχεία θα αποκαλυφθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στις αρχές Σεπτεμβρίου, δηλαδή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική περίοδο, καθώς λίγες ημέρες αργότερα το νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα πρέπει να παρουσιάσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με ένα δεύτερο τρίμηνο εκτός των φετινών στόχων είναι πολύ πιθανό ότι θα χρειαστεί να υπάρξει αναθεώρηση του πήχη και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού αλλά και στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2023. Ήδη, και ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο βάζουν τον πήχη της ανάπτυξης χαμηλότερα από το 2,3% που είναι ο επίσημος στόχος της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να δημοσιεύσει την καινούργια εκτίμησή του προς το τέλος του μήνα.
Ρευστότητα
Στο πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς το ΑΕΠ στηρίχθηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση αλλά και στις επενδύσεις, οι οποίες αν και έχουν υποχωρήσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, εμφάνισαν σημάδια αύξησης. Το εμπορικό ισοζύγιο δεν βοήθησε, ενώ αρνητική ήταν η συμβολή και της κατανάλωσης των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Στο δεύτερο τρίμηνο υπήρξε μια μαζική ένεση ρευστότητας στην αγορά.
Μέσα στις τελευταίες ημέρες του Μαΐου και λίγο πριν από τις ευρωεκλογές καταβλήθηκαν όλα τα επιδόματα (στέγασης, παιδιών, αναπηρικά κ.λπ.), συν τη 13η σύνταξη, η οποία από μόνη της ενίσχυσε το διαθέσιμο εισόδημα με 830 εκατ. ευρώ. Τα στοιχεία για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά τον μήνα Μάιο δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη.
Ωστόσο, τα στοιχεία του πληθωρισμού που δόθηκαν προ ημερών στη δημοσιότητα αποτυπώνουν την αδυναμία των τιμών να κινηθούν σε υψηλά επίπεδα. Βέβαια, ο Μάιος ήταν και ο μήνας της μείωσης του ΦΠΑ, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις πέρασε αυτόματα στην αγορά (π.χ. είδη σούπερ μάρκετ, ορισμένα καταστήματα εστίασης κ.λπ.), οπότε έχει παίξει και αυτή ρόλο στα στοιχεία του Μαΐου.
Εμπορικό έλλειμμα
Στοιχεία που αρχίζουν να σχηματίζουν την εικόνα του β' τριμήνου είναι και τα ακόλουθα: η μείωση του γενικού δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κατά 0,8%, αλλά και η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος στο τετράμηνο συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Το εμπορικό έλλειμμα στη φετινή περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου έχει φτάσει στα 7,6 δισ. ευρώ από 7 δισ. ευρώ πέρυσι, ενώ, αν εξαιρεθούν πλοία και πετρελαιοειδή, και πάλι υπάρχει διεύρυνση ελλείμματος, στα 5,6 δισ. ευρώ από 5,2 δισ. ευρώ πέρυσι.
Χθες ανακοινώθηκε η νέα μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας. Τα στοιχεία αφορούσαν τον Μάρτιο και το πρώτο τρίμηνο, αλλά η πτώση είναι τόσο μεγάλη (άνω του 20% για έναν ακόμη μήνα) που δύσκολα θα αντιστραφεί από τον έναν μήνα στον άλλο. Πλέον το ενδιαφέρον εστιάζεται στην πορεία του τουρισμού κατά τις πρώτες εβδομάδες της φετινής σεζόν -προβληματίζει ιδιαίτερα η προεκλογική περίοδος εν μέσω θέρους- στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και στο κατά πόσο μπορεί να συνεχιστεί η αποκλιμάκωση της ανεργίας με αντίστοιχο με τον περσινό ρυθμό.
Επισημάνσεις ΣΕΒ
H μέχρι τώρα ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει βασιστεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, εκτιμά ο ΣΕΒ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως λόγω των περιορισμών στο διεθνές εμπόριο που προκαλούν οι πολιτικές των ΗΠΑ και της Κίνας, θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, όπως τονίζεται αρμοδίως, η επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την εφαρμογή πολιτικών τόνωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Συνεπώς, η οικονομία χρειάζεται μεγαλύτερη εξωστρέφεια και περισσότερες επενδύσεις.
Στο μηνιαίο δελτίο του Συνδέσμου καταγράφεται, ειδικότερα, ότι η ανάκαμψη της οικονομίας συνεχίστηκε το 1ο τρίμηνο του 2019, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να παρουσιάζει, ωστόσο, αποδυνάμωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αναλύοντας τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στον ΣΕΒ σημειώνουν ότι κατά το 1ο τρίμηνο του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε σε +1,3%, έναντι +2,6% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,9% συνολικά το 2018. Η αποδυνάμωση αυτή οφείλεται κυρίως στην εξασθένιση της δυναμικής των εξαγωγών αγαθών (-0,7% έναντι +11,1% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +8,4% συνολικά το 2018) και στην ταχύτερη άνοδο των συνολικών εισαγωγών (+9,5% έναντι πτώσης 7,5% το 1ο τρίμηνο του 2018 και αύξησης 4,2% συνολικά το 2018). Έτσι, η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν αρνητική κατά -1,9 π.μ.
Αντίθετα, οι επενδύσεις, περιλαμβανομένης της μεταβολής αποθεμάτων, εμφανίζουν άνοδο 21,2%, έναντι υποχώρησης 23,2% το 1ο τρίμηνο του 2018 και αύξησης 1,8% συνολικά το 2018, συμβάλλοντας θετικά κατά 3,4 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι η μεγάλη υποχώρηση των επενδύσεων κατά το 1ο τρίμηνο του 2018 ήταν αποτέλεσμα της πτώσης των εισαγωγών πλοίων, η οποία είχε αποτυπωθεί στη μείωση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό (-56%). Η συγκυριακή αυτή επίδραση αποτυπώνεται και στα στοιχεία του 1ου τριμήνου του 2019, με τις επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό να εμφανίζουν άνοδο 19%. Την ίδια ώρα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξήθηκαν κατά 2,6% (έναντι +22,7% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +15,9% συνολικά το 2018), ενώ παράλληλα οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν να κινούνται σε θετικό έδαφος (+6,4%), τροφοδοτούμενες κατά μεγάλο μέρος από την άνοδο του τουρισμού και τη διάδοση της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Τέλος, οι επενδύσεις σε λοιπές κατασκευές εμφάνισαν ανάκαμψη (+10,9%), κυρίως λόγω της επιτάχυνσης των δημόσιων κατασκευών.
Επιφυλάξεις
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην 3η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας κάνει λόγο για ικανοποιητική πορεία της Ελλάδας κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο, διαπιστώνοντας ωστόσο σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα, διατυπώνει επιφυλάξεις για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 7 Μαΐου από τον πρωθυπουργό, εκτιμώντας ότι αυτά θα προκαλέσουν δημοσιονομική επιβάρυνση ίση με 1% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά, θέτοντας σε κίνδυνο τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις του ΣΕΒ
Από την πλευρά της καταναλωτικής δαπάνης, σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο του Συνδέσμου η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να ανακάμπτει με σχετικά αργούς ρυθμούς (+0,8%, έναντι +0,5% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,1% συνολικά το 2018), καθώς το εισόδημα των νοικοκυριών δέχεται πιέσεις από την υπερφορολόγηση.
Αντίθετα, η υποχώρηση της δημόσιας κατανάλωσης συνεχίστηκε με εντονότερο ρυθμό (-4,1%, έναντι -0,3% το 1ο τρίμηνο του 2018 και -2,5% συνολικά το 2018), αντανακλώντας την περικοπή δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Από την πλευρά της προσφοράς, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία αυξήθηκε κατά 0,3% το 1ο τρίμηνο του 2019 (έναντι +2,2% το 1ο τρίμηνο του 2018), με τις κατασκευές (+32,2%), το εμπόριο μαζί με τις μεταφορές και τον τουρισμό (+2,5%), τη μεταποίηση (+0,2%) και τις επαγγελματικές υπηρεσίες (+1,8%) να κινούνται σε θετικό έδαφος.
Στους υπόλοιπους κλάδους η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται στις τράπεζες (-10,6%) και στην ενημέρωση και επικοινωνία (-2,3%).
Την ίδια ώρα, η παραγωγικότητα της εργασίας σημείωσε αρνητική μεταβολή (-1,8%, έναντι αύξησης +0,6% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +0,1% συνολικά το 2018), με τις ονομαστικές αυξήσεις στους μισθούς ανά μισθωτό να διαμορφώνονται σε +0,4% (έναντι +1,3% το 1ο τρίμηνο του 2018 και +1,3% συνολικά το 2018). Η απασχόληση, επίσης, των μισθωτών και του συνόλου των εργαζομένων συνεχίζει να αυξάνεται το 1ο τρίμηνο του 2019 με ρυθμούς 3,9% και 2,1% αντίστοιχα.