Κερδοφορία και «κόκκινα» δάνεια αποτελούν τις πιο σημαντικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, όπως αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας. Η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού κλάδου συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από προκλήσεις, διαπιστώνοντας πρόοδο με πολύ αργούς ρυθμούς.
Τα υψηλά επίπεδα μη-εξυπηρετούμενων δανείων(NPLs) και o ισχυρός δεσμός μεταξύ κράτους και τραπεζών αποτελούν τα μεγαλύτερα «βαρίδια» για τις ελληνικές τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, η Κομισιόν αναγνωρίζει τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, αν και οι ελληνικές τράπεζες συενχίζουν να βασίζονται πρωτίστως στις εσωτερικές τους δυνατότητες για την παραγωγή κεφαλαίου, οι οποίες έχουν αποδυναμωθεί από τη χαμηλή κερδοφορία λόγω της «φτωχής» ποιότητας ενεργητικού.
Η Κομισιόν διαπιστώνει οριακή αύξηση των καταθέσεων από τότε που η Ελλάδα εξήλθε του τρίτου προγράμματος, ενώ έχει μειωθεί σημαντικά και η εξάρτηση από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας, καθώς όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποπληρώσει τη ρευστότητα που είχαν λάβει από τον μηχανισμό ELA. Η βελτίωση της κατάστασης ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών δημιούργησε περιθώρια για περαιτέρω χαλάρωση των capital controls από την 1η Οκτωβρίου του 2018, επισημαίνεται στην έκθεση.
Εφόσον επιτρέψουν οι συνθήκες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, χρειάζονται μόνο ένα ή δύο τελικά βήματα χαλάρωσης των capital controls, ώστε να μπει τέλος στους περιορισμούς. Αυτό, σύμφωνα με την Κομισιόν, θα οδηγούσε σε ομαλοποίηση της λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας εντός της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, συμβάλλοντας τη μείωση του συνεπαγόμενου οικονομικού κόστους.
Η κερδοφορία παραμένει πηγή προβληματισμού για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2018, τα λειτουργικά κέρδη μειώθηκαν και το ποσοστό των επισφαλειών ανήλθε στο 95%.
Παρά τη σταδιακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, τα οικονομικά αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών δείχνουν χαμηλότερη κερδοφορία το 2018 σε σύγκριση με το 2017 και, συνολικά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έκλεισε το οικονομικό έτος 2018 με μικρές καθαρές ζημίες. Ως εκ τούτου, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνδυασμό με τη μείωση των κερδών προ προβλέψεων δημιουργεί προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, ειδικά λόγω της ανάγκης να μειώσουν γρήγορα τα επίπεδα των NPLs και να συμμορφωθούν με το χρονοδιάγραμμα που υπαγορεύουν οι κατευθυντήριες γραμμές της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ.
Η διαχείριση των NPLs συνεχίζει να αποτελεί την πιο σημαντική πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα της Ελλάδας. ΤΑ NPLs, αν και μειώνονται σταδιακά, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ανερχόμενα στα 81,8 δισ. δολάρια στα τέλη του 2018, έναντι 107,2 δισ. δολαρίων κατά την εποχή κορύφωσης, τον Μάρτιο του 2016. Αυτό «μεταφράζεται» σε αναλογία επισφαλών δανείων στο 45,4%, 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε συγκριση με τα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι είναι ζωτικής σημασίας να γίνουν σημαντικές, περαιτέρω προσπάθειες για τη μείωση του επιπέδου των NPLs στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ώστε να διασφαλισθεί η σταθερότητα, αλλα και το μεταρρυθμιστικό momentum.
Ως προς τα κεφάλαια, αν και είναι γενικά επαρκής, η κεφαλαιακή θέση του τραπεζικού συστήματος επιδεινώθηκε ελαφρώς κατά τη διάρκεια του έτους 2018 σε ένα πλαίσιο χαμηλής κερδοφορίας και χαμηλής ποιότητας ενεργητικού, ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις (DTCs) εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος της κεφαλαιακής τους θέσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος(τέλος του 2018), το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε ένα Common Equity Tier 1 (CET1) 15,3% σε ενοποιημένη βάση που είναι συγκρίσιμο με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών δείχνουν παρόμοια κεφαλαιακή θέση για τον Δεκέμβριο του 2018 (15,3%), αν και τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι είναι κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε. (12,1% έναντι 14,4%). Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαια των τραπεζών εντείνει τις ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του κεφαλαίου και ενισχύει τον ισχυρό δεσμό μεταξύ ελληνικών τραπεζών και κράτους.
Ως προς τη χρηματοδότηση της οικονομίας, η έκθεση διαπιστώνει βελτίωση του τραπεζικού δανεισμού προς επιχειρήσεις, ενω΄η χορήγηση πίστωσης προς τα νοικοκυριά συνέχισε να συρρικνώνεται. Η Κομισιόν διαπιστώνει ότι οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επηρεάζονται αρνητικά από τα εμπόδια στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση.