Οι Γερμανοί καταναλωτές έβγαλαν τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης από το τέλμα στις αρχές του έτους, καθώς η άυξηση των δαπανών -η μεγαλύτερη της τελευταίας οκταετίας- αναπλήρωσε την επιβράδυνση στη μεταποιητική δραστηριότητα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Χάρη στα επίπεδα-ρεκόρ απασχόλησης, τον χαμηλό πληθωρισμό και τα υποστηρικτικά δημοσιονομικά μέτρα, οι δαπάνες των γερμανικών νοικοκυριών αυξήθηκαν 1,2% στο πρώτο τρίμηνο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη άνοδο από το 2011. Αύξηση καταγράφηκε στην κατασκευαστική δραστηριότητα, αλλά στις κεφαλαιουχικές επενδύσεις, ενώ το εμπόριο συνεισέφερε 0,2% ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι εξαγωγές ξεπέρασαν τις εισαγωγές, σημειώνοντας άνοδο 1%, έναντι 0,7% των εισαγωγών.
Ως αποτέλεσμα, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 0,4% στο πρώτο τρίμηνο, από μηδενική ανάπτυξη στο τέταρτο τρίμηνο του 2018. Οι οικονομολόγοι προβλέπουν οριακά βραδύτερους ρυθμούς στο δεύτερο τρίμηνο, καθώς συνεχίζεται η επιβράδυνση στον μεταποιητικό κλάδο, ενώ η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, που βασίζεται στις εξαγωγές.
Η γερμανική κεντρική τράπεζα(Bundesbank) συνέστησε συγκρατημένη αισιοδοξία για τις προοπτικές της οικονομίας, με βασικό παράγοντα προβληματισμού την αναζωπύρωση της εμπορικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η Γερμανία και η Ευρωζώνη έχουν καταφέρει έως τώρα να γλιτώσουν΄ενα άμεσο χτύπημα από τον αμερικανικό προστατευτισμό, παραμένει όμως ο κίνδυνος να παρασυρθεί και η Ευρώπη στην εμπορική αντιπαράθεση, με σημαντικές συνέπειες για τον κλάδο αυτοκινήτων της Γερμανίας.
«Οι λεπτομέρειες δείχνουν ότι η ανάπτυξη στο πρώτο τρίμηνο είχε ως κινητήριο δύναμη την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.Από την άλλη, οι κρατικές δαπάνες και τα αποθέματα αποτελούν βαρίδι», σχολιάζει ο Κάρστεν Μπρέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING.