Κατά 9,9% αυξήθηκαν την τελευταία διετία τα συνολικά έσοδα των 500 μεγαλύτερων οικογενειακών επιχειρήσεων παγκοσμίως, ενώ αύξηση κατέγραψε και ο αριθμός των οικογενειακών επιχειρήσεων που εστιάζουν στην τεχνολογία.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον τρίτο διετή Παγκόσμιο Δείκτη Οικογενειακών Επιχειρήσεων που συντάσσουν η ΕΥ και το Πανεπιστήμιο του St. Gallen της Ελβετίας, ο οποίος κατατάσσει τις 500 μεγαλύτερες οικογενειακές επιχειρήσεις στον κόσμο, οι οποίες έχουν τουλάχιστον δύο γενιές στη διοίκηση της επιχείρησης, με βάση τα έσοδά τους, ο αριθμός των οικογενειακών επιχειρήσεων από κλάδους που εστιάζουν στην τεχνολογία, αυξήθηκε από 28% το 2017, στο 38% φέτος.
Τη φετινή χρονιά 68 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στον τομέα των «έξυπνων» υποδομών (έναντι μόλις 35 επιχειρήσεων το 2017), ενώ 122 επιχειρήσεις στον κλάδο της προηγμένης μεταποίησης και «έξυπνης» κινητικότητας (έναντι 103 επιχειρήσεων το 2017). Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μειώθηκε κατά 34% (από τις 61 επιχειρήσεις το 2017, στις 40), ενώ μειώθηκε κατά 22% και ο αριθμός των επιχειρήσεων καταναλωτικών αγαθών και λιανικού εμπορίου.
Κυρίαρχος κλάδος δραστηριοποίησης για τις οικογενειακές επιχειρήσεις παραμένει πάντως αυτός των καταναλωτικών προϊόντων και λιανικού εμπορίου, εκπροσωπώντας σχεδόν το ένα τρίτο (31%) του συνόλου των επιχειρήσεων του Δείκτη.
Ο Δείκτης αναδεικνύει την αναδυόμενη τάση για συμμετοχή μελών εκτός οικογένειας στα διοικητικά συμβούλιο, με το 78% των νεοεισερχομένων μελών στα δ.σ. να είναι στελέχη εκτός του οικογενειακού κύκλου. Ωστόσο, η διαφοροποίηση του δ.σ., ως προς την εκπροσώπηση και των γυναικών, εξακολουθεί να υστερεί. Τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται στα δ.σ. των επιχειρήσεων είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους άνδρες, με το 23% των δ.σ. να αποτελείται από άνδρες μέλη της οικογένειας, έναντι 5% των γυναικών μελών της οικογένειας.
Σύμφωνα με τον Δείκτη, οι νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις τείνουν να είναι νεότερες, μικρότερες σε μέγεθος και θεωρείται πιθανότερο να μπουν στο χρηματιστήριο. Την ίδια ώρα, η μέση ηλικία των επιχειρήσεων μειώθηκε από τα 80,38 έτη το 2017, στα 79,92 έτη το 2019, ενώ τα μέσα έσοδα των 500 μεγαλύτερων οικογενειακών επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί στα 14,96 δισ. δολάρια, από 13,62 δισ. το 2017.
Με βάση γεωγραφικά κριτήρια, η Ευρώπη ηγείται, καθώς το 46% των μεγαλύτερων οικογενειακών επιχειρήσεων παγκοσμίως συγκεντρώνονται στην εν λόγω ήπειρο, ενώ ακολουθεί η Βόρεια Αμερική με 30% των οικογενειακών επιχειρήσεων. Ο αριθμός των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στον Δείκτη αυξήθηκε από 224 το 2017, σε 230 το 2019, ενισχυμένος ιδιαίτερα από την παρουσία νέων γερμανικών επιχειρήσεων, ενώ ο αριθμός των οικογενειακών επιχειρήσεων από τη Βόρεια Αμερική μειώθηκε οριακά από 154 το 2017, σε 150 φέτος.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Ανδρέας Χατζηδαμιανού, εταίρος στο Τμήμα Υπηρεσιών Διασφάλισης και Επικεφαλής του Τομέα Οικογενειακών Επιχειρήσεων της ΕΥ Ελλάδος, παρατήρησε πως «είναι εξαιρετικά θετική η διαπίστωση ότι οι οικογενειακές επιχειρήσεις υιοθετούν όλο και περισσότερο την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες» καθώς αυτό «επιβεβαιώνει τον δυναμισμό και την προσαρμοστικότητά τους». Ωστόσο, όπως σημείωσε, οι οικογενειακές επιχειρήσεις θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να ενισχύσουν τη διαφορετικότητα και την εκπροσώπηση των γυναικών στα διοικητικά τους συμβούλια, εξέλθξη που «θα βελτιώσει όχι μόνο τα αποτελέσματά τους, αλλά και την αποδοχή τους από την κοινωνία».