Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Αρχίζει σήμερα ο νέος διαγωνισμός για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, καθώς εντός της ημέρας θα αναρτηθεί η δημόσια πρόσκληση στην ιστοσελίδα της επιχείρησης.
Αυτό ανέφερε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Μανώλης Παναγιωτάκης, μιλώντας στους δημοσιογράφους στο περιθώριο της εκδήλωσης που πραγματοποίησε η επιχείρηση για την Ημέρα της Γυναίκας, προσθέτοντας ότι η ανάδειξη του προτιμητέου επενδυτή θα γίνει στο διάστημα 5-8 Μαΐου με βάση το χρονοδιάγραμμα, το οποίο χαρακτήρισε ασφυκτικό.
Όπως προβλέπει η τροπολογία που κατατέθηκε προχθές στη Βουλή από το υπουργείο Ενέργειας, η προθεσμία για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ολοκληρώνεται σε μία εβδομάδα, δηλαδή την επόμενη Παρασκευή 15 Μαρτίου, προβλέποντας τη συμμετοχή και νέων επενδυτών, πέρα από τις εταιρείες που έλαβαν μέρος στον πρώτο διαγωνισμό. Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, στη συνέχεια θα ακολουθήσει μία φάση περίπου ενός μήνα, για την ενημέρωση των νέων συμμετεχόντων για τα οικονομοτεχνικά στοιχεία των μονάδων καθώς και συζητήσεις με τους συμμετέχοντες για τη διαμόρφωση της σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών (SPA). Το SPA αναμένεται να οριστικοποιηθεί γύρω στις 20 Απριλίου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την υποβολή των οικονομικών προσφορών, βάσει των οποίων θα προκύψει ο προτιμητέος επενδυτής. Έτσι, στη συνέχεια θα ακολουθήσει η έγκριση του Δ.Σ. και της γενικής συνέλευσης της ΔΕΗ, ώστε η Βουλή να εγκρίνει εν τέλει τη συναλλαγή.
Στην Κίνα
Ο κ. Παναγιωτάκης δήλωσε αισιόδοξος για την παρουσία και νέων εταιρειών στον διαγωνισμό. Όπως τόνισε, στις αρχές της εβδομάδας βρέθηκε στην Κίνα, όπου ενημέρωσε την CHN Energy (συνεργάτη του Ομίλου Κοπελούζου) για τα νεότερα στοιχεία των μονάδων, «τα οποία άλλαξαν τελείως το κλίμα», όπως είπε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, επισήμανε πως η εταιρεία έδειξε ενδιαφέρον και για τις δύο μονάδες στη Μεγαλόπολη, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί στον πρώτο διαγωνισμό. «Αν δεν πήγαινα, μπορεί να μην κατέβαιναν στον νέο διαγωνισμό», τόνισε, συμπληρώνοντας ότι συναντήθηκε επίσης με την εταιρεία CMEC, από την οποία αναμένεται απάντηση.
Η Κομισιόν
Στις συναντήσεις, ο επικεφαλής της ΔΕΗ μετέφερε επίσης ότι η Κομισιόν είναι πλέον λιγότερο επιφυλακτική στις ενεργειακές εξαγορές από κινεζικές εταιρείες. Πριν από το ταξίδι στην Κίνα, ο κ. Παναγιωτάκης συναντήθηκε επίσης με εκπροσώπους ρωσικής εταιρείας, ενώ αναμένεται απάντηση από αμερικανική εταιρεία, η οποία ανήκει σε Αμερικανοαρμένιο ιδιοκτήτη.
Απαντώντας σε αιτιάσεις ότι η ΔΕΗ απέρριπτε την ένταξη στο SPA ενός μηχανισμού αντιστάθμισης ρίσκου, τον οποίο ζητούν ορισμένοι επενδυτές, αποκάλυψε πως στην τροπολογία που κατατέθηκε από το ΥΠΕΝ στη Βουλή, αρχικά προβλεπόταν η συμμετοχή της ΔΕΗ σε τυχόν ζημίες των μονάδων για μία 4ετία, με πλαφόν το 40% του τιμήματος. Αν και η επιχείρηση είχε συμφωνήσει, η πρόβλεψη αυτή αφαιρέθηκε τελικά από την τροπολογία, έπειτα από παρέμβαση της Κομισιόν. «Οι μονάδες δεν έχουν πλέον ζημιές και ίσως γι’ αυτό την απέρριψαν οι Βρυξέλλες», τόνισε, συμπληρώνοντας πως κατά τη συζήτηση με τους επενδυτές για το SPA, ίσως αποφασιστούν άλλα μέτρα που θα διασφαλίζουν περαιτέρω την κερδοφορία των μονάδων, όπως έγινε με το πρόγραμμα της εθελούσιας εξόδου.
Ο κ. Παναγιωτάκης θα βρεθεί την επόμενη εβδομάδα στις Βρυξέλλες για την αποεπένδυση, ενώ αποκάλυψε πως θα γίνει νέα αποτίμηση των μονάδων, παρότι είναι προαιρετική στο πλαίσιο του δεύτερου διαγωνισμού. Υποστήριξε πως η πρώτη αποτίμηση ήταν ρεαλιστική, αφού π.χ. προέβλεπε δικαιώματα ρύπων 28,5 ευρώ ανά τόνο, καλώντας την Κομισιόν να υποδείξει επιπλέον παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη νέα εκτίμηση της περιουσιακής αξίας του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου. Πάντως, όσον αφορά τον συνυπολογισμό ανάλογων συναλλαγών στην Ευρώπη και τις προσφορές που έγιναν στον πρώτο διαγωνισμό, όπως προβλέπει η τροπολογία, σημείωσε πως δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για ανάλογες συναλλαγές, καθώς και ότι η μία προσφορά που υποβλήθηκε στην πρώτη διαδικασία ήταν εξαιρετικά χαμηλή.
Τροφοδοσία Μελίτη
Την ίδια στιγμή, υπογράμμισε πως παραμένει η εκκρεμότητα με την τροφοδοσία της μονάδας στη Μελίτη της Φλώρινας, υπογραμμίζοντας πως δεν πρόκειται να προχωρήσει η πώληση αν δεν έχει «κλειδώσει» η ελάττωση του κόστους τροφοδοσίας της από το ιδιωτικό λιγνιτωρυχείο της Αχλάδας. «Κάποιοι επενδυτές έχουν ήδη διαπραγματευθεί με τον ιδιοκτήτη, κάτι που σημαίνει πως δεν είναι ίσοι οι όροι για όλους τους συμμετέχοντες», σημείωσε, προσθέτοντας ότι η ΔΕΗ επιδιώκει τη μείωση του κόστους ανεφοδιασμού και για λόγους ισοτιμίας όλων των διεκδικητών. Σημείωσε πως εκμεταλλευόμενος τη σύμβαση παραχώρησης, ο ιδιοκτήτης πουλά στη μονάδα καύσιμο με τιμή 19-23 εύρω ανά τόνο, ενώ αν είχε αναπτύξει σωστά το ορυχείο, η τιμή θα ήταν στα 18 ευρώ.
Τότε, η μονάδα θα είχε επιπλέον ετήσιο όφελος 10 εκατ. ευρώ, με συνέπεια να είναι κερδοφόρα χωρίς τα λιγνιτικά ΑΔΙ. «Ζητάμε να αλλάξουν οι όροι της παραχώρησης. Ο ιδιώτης έχει να επιλέξει είτε τον δρόμο της συνεννόησης είτε της σύγκρουσης, από τον οποίο θα βγει τελικά χαμένος», επισήμανε. Όπως τόνισε, η ΔΕΗ είναι διατεθειμένη να καταγγείλει τη σύμβαση και να διεκδικήσει διαφυγόντα κέρδη για την ανεπαρκή τροφοδοσία της Μελίτης.
Σύμφωνα πάντως με τον κ. Παναγιωτάκη, ήδη έχουν διευθετηθεί αρκετές εκκρεμότητες του πρώτου διαγωνισμού, όπως η μείωση του μισθολογικού κόστους, αφήνοντας έτσι περιθώρια αισιοδοξίας για την έκβαση της νέας διαδικασίας. Εντούτοις, σημείωσε πως η επιχείρηση δεν πρόκειται να κάνει αποδεκτές προσφορές που θα αποσβεστούν σε 1,5 ή 2 χρόνια.
Αντί αύξησης τιμολογίων
Σε ερώτηση αν η ΔΕΗ συνεχίζει να υποστηρίζει πως χρειάζεται αύξηση των τιμολογίων ρεύματος, ο επικεφαλής της επιχείρησης απάντησε πως εξετάζονται άλλες πηγές άντλησης εσόδων, ώστε να μη μετακυλιστούν πρόσθετα βάρη στους Έλληνες καταναλωτές. Επανέλαβε πως το πρόβλημα της ΔΕΗ είναι πρόβλημα κερδοφορίας, το οποίο οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες. Όσον αφορά την αποπληρωμή του ομολόγου των 350 εκατ. ευρώ τον Μάιο, σημείωσε ότι η ΔΕΗ διαθέτει την απαιτούμενη ρευστότητα, ξεκινώντας από τη χρηματοδοτική γραμμή των 200 εκατ. ευρώ από τις τράπεζες. Παράλληλα, εντός των ημερών η επιχείρηση θα εισπράξει 550 εκατ. ευρώ από το Δημόσιο, στο πλαίσιο της προπληρωμής της κατανάλωσης του Δημοσίου για το 2019.