Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στην ανακοίνωση των πρώτων στοιχείων εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού στρέφεται το ενδιαφέρον. Η θετική πορεία των δημόσιων οικονομικών και η παραγωγή «υπερπλεονασμάτων» αποτελεί προτεραιότητα για το οικονομικό επιτελείο το οποίο έχει αποκομίσει πολλαπλά οφέλη μέχρι τώρα σε διαπραγματευτικό επίπεδο από την δημιουργία «δημοσιονομικού χώρου».
Από την εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά τους πρώτους μήνες του έτους, το οικονομικό επιτελείο δεν περιμένει να υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς και οι φορολογικές υποχρεώσεις είναι περιορισμένες –τουλάχιστον συγκριτικά με τους τελευταίους μήνες του έτους- και οι δαπάνες είθισται να εμφανίζονται συγκρατημένες έναντι των στόχων στην αρχή της χρονιάς. Έτσι, τουλάχιστον για το πρώτο τετράμηνο της φετινής χρονιάς αναμένεται να συνεχιστεί η υπέρβαση έναντι των στόχων και να υπάρξει έτσι συνέχεια των δημοσιονομικών επιδόσεων που καταγράφηκαν μέσα στο 2018.
Ο τελικός «λογαριασμός» για την περυσινή χρονιά αναμένεται να εκδοθεί στις αρχές Απριλίου –δηλαδή αφού θα έχουν δημοσιευτεί και οι εκθέσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ενώ θα έχει γίνει και η κρίσιμη για την Ελλάδα συνεδρίαση του Eurogroup- και σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες θα δείξει και πάλι υπερπλεόνασμα: παρά τις αυξημένες δαπάνες του Δεκεμβρίου για το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα, αλλά και τα αναδρομικά των ενστόλων, το «μνημονιακό» πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κινηθεί πάνω από το επίπεδο του 3,7-3,8%.
Ο προϋπολογισμός του 2019 ουσιαστικά έχει «φορτωθεί» με δύο πρόσθετες δαπάνες συγκριτικά με το 2018. Η πρώτη αφορά στο επίδομα στέγασης και η δεύτερη στη μείωση του ΕΝΦΙΑ. Η δαπάνη για το επίδομα στέγασης αναμένεται να αποτυπωθεί για πρώτη φορά στα οικονομικά δεδομένα του Μαρτίου και θα είναι αυξημένη, καθώς το υπουργείο Εργασίας προσανατολίζεται στο να δώσει αναδρομικά το επίδομα από τις αρχές του χρόνου. Όσον αφορά στη δαπάνη για την έκπτωση του ΕΝΦΙΑ –η οποία θα αποτυπωθεί ως μείωση των βεβαιωμένων εσόδων- δεν πρόκειται να φανεί παρά στα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τους τελευταίους μήνες του χρόνου.
Οι περισσότεροι παράγοντες αβεβαιότητας όσον αφορά στην πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού σχετίζονται με τα φορολογικά έσοδα. Με δεδομένο ότι πρόκειται για προεκλογική χρονιά –και στις προεκλογικές χρονιές είθισται να παρατηρείται μείωση στους συντελεστές εισπραξιμότητας των φόρων- το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κατά πόσο θα επιτευχθεί ο στόχος ο οποίος ανεβάζει τα φορολογικά έσοδα στα 51,1 δισ. ευρώ. Ο συγκεκριμένος στόχος φαίνεται να ενσωματώνει περιθώρια «ελαστικότητας». Και αυτό διότι τα φορολογικά έσοδα προβλέπεται να διαμορφωθούν στα ίδια επίπεδα με το 2018 παρά το γεγονός ότι το 2019 θα είναι έτος ανάπτυξης και μάλιστα με ρυθμό της τάξεως του 2,3-2,4% (σ.σ τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ του 2018 αναμένεται να ανακοινωθούν στις αρχές Μαρτίου). Το μοναδικό μέτρο που επηρεάζει αρνητικά τα φορολογικά έσοδα είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ ενώ το σχετικό ποσό ανέρχεται στα 265 εκατ. ευρώ.
Από εκεί και πέρα, οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα έσοδα είναι οι εξής:
- Ο χρόνος λήψης των τελικών αποφάσεων για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία αλλά και αυτή καθ’ αυτή η μορφή της ρύθμισης. Όσο αργεί η νέα ρύθμιση, τόσο θα εντείνονται οι φόβοι για μείωση της εισπραξιμότητας αν και από την κυβέρνηση καθίσταται σαφές ότι σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται η ρύθμιση να αφορά υποχρεώσεις του 2019 (σ.σ. δεν είναι καν δεδομένο ότι θα συμπεριληφθούν οι υποχρεώσεις του 2018). Από την άλλη, με την ενεργοποίηση της ρύθμισης, είναι πιθανό να καταγραφούν αυξημένα έσοδα από τους «φόρους παρελθόντων ετών» κάτι που συμβαίνει κατά κόρον την τελευταία τριετία.
- Η αντίδραση των φορολογουμένων στην ατομική εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων. Στην πράξη θα φανεί αν η αύξηση στον αριθμό των χρεωστικών εκκαθαριστικών θα οδηγήσει και σε αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων. Τα ποσά που θα προκύψουν με τα χρεωστικά εκκαθαριστική της φετινής χρονιάς, αναμένεται να φτάσουν στα 4 δισ. ευρώ.
- Η πορεία των εισπράξεων από τους έμμεσους φόρους. Η ανάπτυξη κανονικά θα πρέπει να φέρει περισσότερα έσοδα από φόρους κατανάλωσης και ΦΠΑ, αλλά η πορεία είναι άμεσα συσχετισμένη τόσο με την έκταση της φοροδιαφυγής όσο και με την πορεία του τουρισμού κατά την φετινή χρονιά. Στο υπουργείο Οικονομικών προσβλέπουν και σε περαιτέρω τόνωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών από τη στιγμή που θα κατατεθεί στη Βουλή η ρύθμιση για την αύξηση του απαιτούμενου αριθμού ηλεκτρονικών πληρωμών προκειμένου να διασφαλιστεί η έκπτωση φόρου.