Stat Bank: Ερευνα για την αγορά καλλυντικών και φαρμάκων

Δευτέρα, 17 Απριλίου 2006 18:32

Η εγχώρια αγορά καλλυντικών ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1995-2004, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου (σε αξία) της τάξης του 11%. Τα προϊόντα περιποίησης δέρματος το 2004 αντιπροσώπευσαν το 48% της συνολικής αγοράς και ακολούθησαν τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών, με ποσοστό 30%. Τα αρώματα καθώς και τα προϊόντα μακιγιάζ συγκέντρωσαν από κοινού μερίδιο 22%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Αντιπροσώπων Αρωμάτων & Καλλυντικών (ΠΣΒΑΚ), το 2005 στον κλάδο εμπορίας φαρμάκων και καλλυντικών παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του τζίρου και των κερδών. Τα έσοδα διαμορφώθηκαν σε 4,8 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 12%, και τα κέρδη προ φόρων σε 218 εκατ. ευρώ, κατά 17% υψηλότερα έναντι της προηγούμενης χρονιάς.

Η σημερινή εικόνα της αγοράς καλλυντικών, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της Stat Bank, αποδεικνύει την επικράτηση ολίγων και ισχυρών παικτών τόσο στον τομέα της χονδρικής διανομής όσο και στη λιανική. Σε αντίθεση με την πανευρωπαϊκή πρακτική, στην Ελλάδα οι περισσότεροι μεγάλοι διεθνείς οίκοι καλλυντικών έχουν εμπιστευτεί την αντιπροσώπευση και τη διανομή των προϊόντων τους σε τοπικούς εμπόρους, συνάπτοντας σε ορισμένες περιπτώσεις μικτές εταιρείες (joint ventures) με τους τοπικούς συνεργάτες τους. Χωρίς να απουσιάζουν και οι περιπτώσεις που οι ξένοι οίκοι έχουν συστήσει θυγατρικές εταιρείες, οι οποίες αυτόνομα προωθούν τα ομώνυμα καλλυντικά (όπως οι Christian Dior και L’Oreal), οι τοπικοί έμποροι κατέχουν σημαντικά μερίδια στην αγορά, συγκεντρώνοντας στα χαρτοφυλάκιά τους επώνυμα σήματα καλλυντικών όλων των κατηγοριών.

Συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων βρίσκεται και η λιανική αγορά σε «αντιστοιχία» με τα δεδομένα στο χονδρεμπόριο. Έτσι, σε αντίθεση με άλλες αγορές, ο χώρος των καλλυντικών διαπνέεται από ισορροπημένες σχέσεις μεταξύ διανομέων και λιανικών δικτύων και οι εκατέρωθεν πιέσεις δεν «ροκανίζουν» τα περιθώρια κέρδους.

Αν και δεν απομένουν πλέον πολλά σήματα και διεθνείς εταιρείες καλλυντικών επιλεκτικής διανομής (ακριβών ειδών) στα χέρια μεμονωμένων επιχειρήσεων, οι μεγάλοι όμιλοι συνεχίζουν να αναζητούν τρόπους να πάρουν υπό τον έλεγχό τους όποιο σήμα τούς έχει «ξεφύγει». Η αλυσίδα Hondos Center, η Μαρινόπουλος Sephora και η Gallerie de Beaute είναι ηγέτες στο λιανεμπόριο, όπου τα μεμονωμένα καταστήματα αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.

Εκτός από τις οργανωμένες αλυσίδες, στον τελικό καταναλωτή απευθύνονται και τα σούπερ μάρκετ (με είδη ευρείας διανομής), καθώς επίσης και τα κομμωτήρια με τα ειδικά προϊόντα. Σημαντικό μερίδιο κατέχουν επίσης τα τμήματα καλλυντικών εντός των πολυκαταστημάτων (στη συγκεκριμένη περίπτωση στα τρία Notos Galleries) αλλά και τα Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών μέσα από το ειδικό καθεστώς πώλησης στα αεροδρόμια αλλά και των επεκτάσεων που πραγματοποιούν στους μεθοριακούς σταθμούς και τα πλοία.

Καλλυντικά made in Greece

Επέκταση εκτός συνόρων με όπλο την ελληνική φύση αλλά και την αξιοπιστία που συνοδεύει τα καλλυντικά προϊόντα φαρμακείου επιχειρούν οι αμιγώς ελληνικές εταιρείες παραγωγής φυσικών καλλυντικών.

Έχοντας ήδη εδραιώσει την παρουσία τους στην ελληνική αγορά στο «κλειστό» δίκτυο των φαρμακείων και έχοντας αποκτήσει την απαραίτητη αναγνωρισιμότητα στη συνείδηση του καταναλωτή, οι ελληνικές εταιρείες του ευρύτερου παραφαρμακευτικού κλάδου επιχειρούν το «άνοιγμα» στις ξένες αγορές και ήδη έχουν τα πρώτα απτά αποτελέσματα.

Οι τρεις βασικές εταιρείες του χώρου (Apivita, Κορρές και Mastic Spa) παρουσιάζουν θεαματική αύξηση των οικονομικών μεγεθών τους την τελευταία τετραετία. Ο συνολικός κύκλος εργασιών τους διευρύνθηκε κατά 261%, ενώ τα κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 54% το 2004 έναντι του προηγούμενου έτους. Σημαντικός παράγοντας στην αύξηση αυτή είναι η εξωστρέφεια που επιδεικνύουν, επεκτείνοντας τις πωλήσεις τους στις αγορές της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ασίας.

Εκμεταλλευόμενες τη ζήτηση των ξένων αγορών για φυσικά καλλυντικά, οι ελληνικές εταιρείες αξιοποιούν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα: τις άφθονες πρώτες ύλες της ελληνικής χλωρίδας. Περί τα 5.500 διαφορετικά είδη φυτών και το μέλι με τα παράγωγά του είναι διεθνώς αναγνωρισμένα για την εξαιρετική τους ποιότητα. Στη «φυσική» αυτή προσφορά οι εταιρείες πρόσθεσαν τις σύγχρονες μεταποιητικές διαδικασίες και τις επενδύσεις τους σε έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Τα φάρμακα

Η κατάργηση του καταλόγου συνταγογραφούμενων ιδιοσκευασμάτων (λίστας) και οι αλλαγές στον τρόπο τιμολόγησης διαμόρφωσαν νέο τοπίο για την αγορά φαρμάκου, έναν κλάδο που, σύμφωνα με στοιχεία της Stat Bank, το 2004 διαχειρίστηκε αθροιστικά κύκλο εργασιών 5,8 δισ ευρώ. Τα ποσό αυτό αντικατοπτρίζει τον τζίρο των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου, τόσο των εμπορικών όσο και των παραγωγικών.

Οι επιχειρήσεις αυτές συγκροτούν έναν από τους λίγους κλάδους που καταφέρνουν να διευρύνουν διαρκώς την κερδοφορία τους (έφτασε τα 310 εκατ. ευρώ έναντι 254 εκατ. ευρώ της οικονομικής χρήσης του 2003) στηριγμένοι ως ένα βαθμό και στις παράλληλες εξαγωγές, που πραγματοποιούνται με αυξανόμενη ένταση τα τελευταία χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία των διακινούμενων προϊόντων (άνω του 80%) αφορά σκευάσματα ή παραφαρμακευτικά προϊόντα εισαγωγής, καθώς την τελευταία 20ετία η εγχώρια παραγωγή περιορίστηκε.

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), οι παραγωγικές και εισαγωγικές εταιρείες φαρμάκου της εγχώριας αγοράς ανέρχονται κατ’ εκτίμηση σε 270, ενώ οι φαρμακαποθήκες σε 130. Επιπλέον, σε επίπεδο λιανικής η εγχώρια αγορά διαθέτει ίσως το μεγαλύτερο δίκτυο φαρμακείων ανά κάτοικο στην Ευρώπη (περίπου 9.000).

Στη φαρμακευτική δαπάνη αντιστοιχεί το 15% της συνολικής δαπάνης για την υγεία, όπως προκύπτει από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 17,7%. Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας αντιστοιχεί στο 1,5% του ΑΕΠ, γεγονός που την κατατάσσει στην τέταρτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, μετά την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γερμανία.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΦΕΤ, οι πωλήσεις φαρμάκων το 2004 έφτασαν τα 5 δισ. ευρώ σε τιμές λιανικής. Αυτές προς τα νοσοκομεία υπολογίζονται σε 835 εκατ. ευρώ, ενώ προς τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες στα 4,16 δις ευρώ.

Οι συγχωνεύσεις μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών στο εξωτερικό έχουν αλλάξει τον επιχειρηματικό χάρτη και στην Ελλάδα και οδηγούν τον κλάδο σε συγκέντρωση. Καταγράφεται, όμως, και ισχυρή παρουσία από επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η Βιανέξ, ο όμιλος Μαρινόπουλου αλλά και η Γερολυμάτος.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα