Σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης καταγράφονται στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ελληνικών επιχειρήσεων την τελευταία διετία σύμφωνα με την ICAP, ενώ και για το 2018 οι προοπτικές είναι θετικές.
Όπως εξηγεί η ICAP, τo 2015, αποτέλεσμα των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς, ήταν η εφαρμογή των κεφαλαιακών ελέγχων (capital controls) και η παράταση της αβεβαιότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας με άμεση απειλή εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα μέτρα λιτότητας του τρίτου προγράμματος διάσωσης και την έλλειψη επενδύσεων, οδήγησαν σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση πλήττοντας όλους τους τομείς της πραγματικής οικονομίας και κατά συνέπεια της επιχειρηματικότητας. Αυτό το κλίμα αποτυπώθηκε στη Διαβάθμιση Πιστοληπτικής Ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, 74% των οποίων αξιολογήθηκαν είτε ως Υψηλού είτε Σχετικά Υψηλού Κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, οι μικρές εταιρείες (Ο.Ε., Ε.Ε., Ατομικές) οι οποίες είναι εξαιρετικά ευάλωτες στα δυσμενή οικονομικά δεδομένα, σχεδόν στο σύνολό τους (98%) κυμάνθηκαν σε υψηλές ζώνες κινδύνου ενώ έναντι των μεγάλων εταιρειών (Α.Ε., Ε.Π.Ε., Μ.Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., Μ.Ι.Κ.Ε) που αντιστοίχως κινήθηκαν στο 72%. Στους επιμέρους τομείς της Οικονομίας οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στη Βιομηχανία και στο Εμπόριο επηρεάστηκαν περισσότερο από τους περιορισμούς διακίνησης κεφαλαίων, με 74% και 69% αυτών αντιστοίχως να κυμαίνονται στις ζώνες «Υψηλού» κινδύνου έναντι 67% των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο Υπηρεσιών.
Το 2016 η εθνική οικονομία σύμφωνα με την ICAP χαρακτηρίστηκε από σταθερότητα, όπου κυριάρχησαν δύο αντίθετες οικονομικές προοπτικές. Το πρώτο εξάμηνο συνεχίστηκαν οι έντονες αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων με περεταίρω πτώσεις των εξαγωγών, των εισαγωγών και του καταναλωτικού εισοδήματος. Το δεύτερο εξάμηνο η επιτυχής κατάληξη κρίσιμων ορόσημων, όπως η ολοκλήρωση της πρώτης αναθεώρησης του τρίτου προγράμματος διάσωσης, η τελική πρόσβαση στη δεύτερη δόση των κεφαλαίων διάσωσης, η σταδιακή χαλάρωση των ελέγχων κεφαλαίου και η σταθερή πλέον εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είχαν θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και στην ανθεκτικότητα της οικονομικής δραστηριότητας, βελτιώνοντας την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η σταθερότητα της οικονομίας χαρακτήρισε και τις αξιολογήσεις των εταιρειών καθώς δεν υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στις διαβαθμίσεις κινδύνου από το 2015. Μόνη εξαίρεση σημειώθηκε στις μικρές εταιρείες, οι οποίες ως πιο ευάλωτες στις εξωτερικές μεταβολές, επηρεάστηκαν θετικά από τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος του 2ου εξαμήνου, με αποτέλεσμα αυτές που είχαν διαβάθμιση «Υψηλού Κινδύνου» να μειωθούν δραστικά από 60% το 2015 σε 46% το 2016.
Το 2017 η οικονομία στην Ελλάδα μπήκε για πρώτη φορά σε αναπτυξιακή τροχιά (1,6%), ως φυσικό επακόλουθο της βελτίωσης των προσδοκιών των χρηματοπιστωτικών αγορών, της αύξησης της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, της ανάκαμψης των επενδύσεων και της αύξησης των εξαγωγών. Επιπρόσθετα, οι τρεις Οίκοι Αξιολόγησης αναβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας (οι S&P and Fitch κατά μία βαθμίδα και η Moody's κατά δύο βαθμίδες) καλλιεργώντας θετικές προοπτικές για τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Παράλληλα η ανεργία υποχώρησε στο 20,8%, (από 23,4%) ενώ οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 5,73 δισ. Ευρώ (39% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016), γεγονός που οδήγησε στον περιορισμό της εξάρτησης των τραπεζών από τον Έκτακτο Μηχανισμό Χρηματοδότησης (E.L.A.) κατά 18,9 δισ. ευρώ και στη περαιτέρω χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υποχώρησε στο 1,45 δισ. ευρώ, καθώς οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 10,5%, στα 14,6 δισ. ευρώ.
Τα παραπάνω, κατά την ICAP, είχαν θετικό αντίκτυπο στα συνολικά οικονομικά μεγέθη της ελληνικής επιχειρηματικότητας καθώς παρατηρήθηκε βελτίωση στη διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, 32% των εταιρειών κατατάσσονταν σε ζώνες «Υψηλού Κινδύνου», έναντι 40% το 2016. Οι μικρές εταιρείες συνέχισαν τη σημαντικά βελτιωμένη εικόνα τους με μόλις 30% εξ αυτών να εμφανίζονται πλέον σε ζώνες Υψηλού Κινδύνου, έναντι 46% το 2016, ενώ οι μεγάλες εταιρείες σε αυτές τις ζώνες αντιπροσώπευσαν πλέον το 32% από το 40% το 2016. Στους επιμέρους τομείς της Οικονομίας, αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση κατά 8% των εταιρειών σε διαβαθμίσεις Χαμηλού και Μεσαίου Κινδύνου (από 25% το 2016, σε 33% το 2017) με την αντίστοιχη μείωση κατά 9% των διαβαθμίσεων Υψηλού Κινδύνου στη Βιομηχανία (βλ. Γράφημα 4). Αντίστοιχες βελτιώσεις, αν και σε μικρότερη κλίμακα, παρατηρούνται και στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους του Εμπορίου και των Υπηρεσιών.
Όπως επισημαίνει η ICAP, το 2018 η έξοδος πλέον από το πρόγραμμα επιτήρησης και η προοπτική απευθείας πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές δημιουργεί αισιοδοξία και προβλέψεις σημαντικής ανάπτυξης, η οποία όμως ενδέχεται να μετριαστεί από την αβεβαιότητα που δημιουργείται από την πολιτική αβεβαιότητα και την μη τήρηση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, καθώς τυχόν τέτοια εξέλιξη θα εκληφθεί αρνητικά από τις αγορές. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι μέσα σε ένα θετικό κλίμα, θα συνεχίσουν την αποκλιμάκωση τους από τις ζώνες Υψηλού κινδύνου δίνοντας έμφαση στον έλεγχο των Οικονομικών Επιδόσεων, στην εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων πιστωτικού κινδύνου και πληροφόρησης, στη γεωγραφική και προϊοντική διαφοροποίηση, στον έλεγχο των αποθεμάτων και στον εξορθολογισμό του κόστους. Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας που σύμφωνα με την ICAP καταδεικνύει τη βελτίωση της επιχειρηματικότητας τα τελευταία έτη είναι η πορεία του Δείκτη Ασυνέπειας, ο οποίος παρόλο που διατηρείται ακόμα σε υψηλά επίπεδα, παρουσιάζει σαφή σημεία βελτίωσης.