Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ένας χρηματιστής «εγνωσμένου κύρους» έπεισε χιλιάδες επενδυτές, επιχειρηματίες και σελέμπριτις να του παραδώσουν τις αποταμιεύσεις τους, υποσχόμενος σταθερά και δη υψηλά κέρδη. Έπαιρνε τα χρήματά τους επί 17 χρόνια στη μεγαλύτερη οικονομική απάτη, που έχει ποτέ έρθει στο φως στις ΗΠΑ και ενδεχομένως παγκοσμίως. Ο λόγος για τον Μπέρναρντ Μάντοφ, που συνελήφθη στις 11 Δεκεμβρίου 2008 και τελικά καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης... 150 ετών. Πώς ακριβώς λειτουργούσε το Ponzi σχήμα και τι κληροδοτεί η εξιχνίασή του.
Όσοι εμπιστεύθηκαν τον Μάντοφ δεν ήταν αφελείς ή άπειροι. Επιζητούσαν το εύκολο κέρδος και αυτό τους υποσχόταν όχι ένας τυχαίος χρηματιστής, αλλά ένας πρωτοπόρος των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ο οποίος μάλιστα διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. στο χρηματιστήριο Nasdaq στις αρχές της δεκαετίας του '90. Το μέγεθος της απάτης υπολογίζεται από τις αμερικανικές αρχές στα 65 δισ. δολάρια, ενώ οι απαιτήσεις, που χειρίζεται ο δικηγόρος, Ίρβιν Πικάρ, ο οποίος επέβλεψε και τη ρευστοποίηση της εταιρείας του Μάντοφ, ανέρχονται στα 19 δισ. δολάρια. Εξ αυτών τα θύματα έχουν ανακτήσει περί τα 13,3 δισ. δολάρια ή το 70%, μηνύοντας όσους έβγαλαν κέρδος από το σχήμα Πόνζι εν γνώσει τους ή όχι.
Τι είναι όμως ένα σχήμα Ponzi. Το είδος της απάτης οφείλει το όνομά της στον Charles Ponzi, o οποίος υποσχόταν απόδοση 50% σε επενδύσεις μέσα σε μόλις 90 ημέρες. Στα σχήματα αυτά υπάρχει ένας κεντρικός διαχειριστής, που έχει ουσιαστικά τον απόλυτο έλεγχο. Χρησιμοποιεί τα κεφάλαια νεοεισερχόμενων πελατών για αν πληρώσουν τις αποδόσεις για τις οποίες έχει δεσμευθεί στους παλαιότερους. Με αυτό τον τρόπο η επιχείρηση εμφανίζεται νόμιμη και επικερδής, χωρίς στην πραγματικότητα να παράγεται κέρδος από τις επενδύσεις. Ο ιθύνων νους βάζει στην τσέπη του ό,τι περισσεύει για να πλουτίσει, αλλά και να επεκτείνει το σχήμα του.
Η σύλληψη του Μάντοφ δεν σημαίνει βεβαίως το τέλος των σχεδίων οικονομικής απάτης, ούτε σε καμία περίπτωση το κυνήγι του εύκολου κέρδους μέσω ριψοκίνδυνων, αμφιλεγόμενων ή και παράνομων πρακτικών. Ωστόσο ήταν ένα μεγάλο σοκ για τον κόσμο της Wall Street και λειτούργησε ωστόσο ως καμπανάκι αφύπνισης για τις ρυθμιστικές αρχές.
Όπως παρατηρεί η αμερικανική εφημερίδα WSJ η μεγαλύτερη «κληρονομιά», που έχουμε από το διαβόητο σκάνδαλο είναι οι περιβόητοι... whistlblowers, εκείνοι δηλαδή που «σφυρίζουν» στις αρχές την πληροφορία για μία απάτη, εξασφαλίζοντας οικονομικό όφελος ή πιο επιεική αντιμετώπιση εάν εμπλέκονται και οι ίδιοι σε αυτό. Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι ο επίσημος νομικός όρος, αξιοποιούνται εδώ και χρόνια από την Επιτροπή Κεφαλαιογοράς των ΗΠΑ (SEC), η οποία και έχει συστήσει ειδικό γραφείο.
Στα επτά χρόνια λειτουργίας του το Office of the Whistleblower της SEC έχει καταβάλλει συνολικές πληρωμές ύψους 326 εκατ. δολαρίων σε 59 πληροφοριοδότες. Επενδυτές, λογιστές, δικηγόροι και πρώην πράκτορες του FBI είναι μεταξύ εκείνων, που έχουν σπεύσει να παράσχουν τις υπηρεσίες τους. Ωστόσο η προοπτική κέρδους δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα. Είναι τόσοι πλέον εκείνοι, που θέλουν να δώσουν πληροφορίες- συχνά όχι ιδιαίτερα σοβαρές ή αξιόπιστες- που θα μπορούσε η ίδια η υπηρεσία και οι έρευνές της να χάσουν την αξιοπιστία τους.
Μόνο φέτος έχουν υποβληθεί 5.000 πληροφορίες. Ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Το 2012 είχαν για παράδειγμα υποβληθεί 3.000 πληροφορίες. Ο «ζήλος» εκ μέρους ορισμένων είναι τέτοιος, ώστε να αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν σοβαρές πληροφορίες στη διάθεσή τους. Ένα άτομο φέρεται να έχει καταθέσεις 143 αιτήσεις για μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος. Το αποτέλεσμα ήταν να του απαγορευθεί- όπως έχει συμβεί και σε αρκετούς ακόμη- να υποβάλλει άλλες αιτήσεις.
Με πληροφορίες από WSJ, Business Insider, Bloomberg