Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που το οικονομικό επιτελείο στην Αθήνα σχεδιάζει έξοδο στις αγορές το 2019 και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διαβεβαιώνουν ο ένας μετά τον άλλο ότι οι ιταλικές ανησυχίες ούτε θα εξελιχθούν σε κρίση ούτε θα μεταδοθούν, η Citi έρχεται να χτυπήσει καμπανάκι για αύξηση του κόστους δανεισμού τόσο για την Ελλάδα και την Ιταλία όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Παράλληλα εκτιμά ότι ο πήχυς για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2020 έχει τεθεί υπερβολικά υψηλά, ενώ υπολογίζει ότι οι αδύναμοι ρυθμοί ανάπτυξης θα συνοδευθούν από περιορισμένη μόνο αποκλιμάκωση της ανεργίας. Η εικόνα σίγουρα δεν είναι μίας οικονομίας, που βγαίνει με «ορμή» από τα δεσμά των μνημονίων, για να κερδίσει το χαμένο έδαφος μίας δεκαετίας.
Οι αποδόσεις των ομολόγων
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το κόστος δανεισμού δεν έχει να κάνει μόνο με τις όποιες ανησυχίες για το μέλλον της Ευρωζώνης, αλλά και με τη νέα πραγματικότητα, που διαμορφώνεται στην παγκόσμια οικονομία. Η εποχή του άφθονου φθηνού δανεισμού τελειώνει, με την Fed να προχωρεί σε επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων και την ΕΚΤ να ακολουθεί με αρκετά πιο δειλά βήματα, τερματίζοντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έως το τέλος του έτους.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Citi έως το 2020 η απόδοση του ελληνικού κρατικού ομολόγου 10ετούς διάρκειας θα έχει πλησιάσει στο 5%, στα επίπεδα δηλαδή στα οποία βρισκόταν και πριν από ένα χρόνο. Η αύξηση θα είναι σταδιακή. Συγκεκριμένα από τα υφιστάμενα επίπεδα του 4,28% προβλέπεται να ανέβει στο 4,55% το τέταρτο τρίμηνο του έτους και να αυξηθεί περαιτέρω κατά δέκα μονάδες βάσεις το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Πριν από τα μέσα του επόμενου έτους θα είναι στο 4,75%, μέσα στο τρίτο τρίμηνο θα φτάσει στο 4,80% και έως τα τέλη του έτους στο 4,85%. Ακόμη μία άνοδος της τάξης των 5 μονάδων βάσης θα οδηγήσει το επιτόκιο του 10ετους στο 4,90% το πρώτο τρίμηνο του 2020, όπως υπολογίζουν οι ειδικοί της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας.
Ανάλογη θα είναι η πορεία των ιταλικών ομολόγων, με την απόδοση του 10ετους να σπάει το φράγμα του 4% έως το 2020. Συγκεκριμένα από το 3,60% σήμερα θα ανέβει στο 3,80% σε ένα τρίμηνο και στο 3,90% στις αρχές του 2019. Το δεύτερο τρίμηνο της επόμενης χρονιάς αναμένεται να αγγίξει το 4% και λίγους μήνες αργότερα το 4,05%. Το τέλος του 2019 θα βρει την απόδοση του ιταλικού 10ετους στο 4,10% και οι αρχές του 2020 στο 4,15%.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι χθες στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, που παραχώρησε ο Μάριο Ντράγκι, προειδοποίησε για την αύξηση του κόστους δανεισμού, αν και σημείωσε πως το παρόν είναι περιορισμένη. Στην μόνη αναφορά του για τη χώρα μας, παρατήρησε ότι παρά το γεγονός πως τα ελληνικά ομόλογα δεν εντάχθηκαν στο QE, την ώρα που τα ιταλικά είχαν μεγάλο μερίδιο, το spread μεταξύ των δύο χωρών έκλεισε.
Όσο για το spread των ελληνικών έναντι των γερμανικών η Citi προβλέπει πως θα ανοίξει στις 400 μονάδες βάσης έως το τέλος του 2019, ενώ των ιταλικών θα είναι στις 325 μονάδες.
Το πρωτογενές πλεόνασμα
Μετά τα υπερπλεονάσματα του 2017 και του 2018, τα οποία στηρίχθηκαν σε μία πολιτική παγώματος των δημοσίων επενδύσεων, το 2019 η Citi εκτιμά ότι θα κινηθούμε ακριβώς στο στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Βλέπει, ωστόσο, πρωτογενές πλεόνασμα 3,3% το 2020, στο 3,2% το 2021 και 3% το 2022. Αξίζει να θυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι στην έκθεσή της για τις παγκόσμιες προοπτικές, τόνιζε: «Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα (επιτρέποντας πιθανώς ένα λιγότερο επιθετικό/ φιλόδοξο πρωτογενές πλεόνασμα, εάν ο υφιστάμενος στόχος αποδειχθή μη εφικτός) θα παραμείνει καθοριστικής σημασίας στην εκτίμηση για το εάν η Ελλάδα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της».
Ο βραχνάς της ανεργίας Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι προβλέψεις της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας για την εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα και συνολικά στη ζώνη του ευρώ. Το ποσοστό προβλέπεται να συνεχίσει να υποχωρεί, παραμένοντας όμως σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα έως και το 2022 και πολύ μακριά ακόμη και από τα επίπεδα στις άλλες χώρες του Νότου.
Η Citi υπολογίζει ότι το 2019 θα διαμορφωθεί στο 18,5%, ένα χρόνο αργότερα θα έχει μειωθεί στο 17,7% και το 2021 στο 16,9%. Το 2022 θα σημειώσει περαιτέρω πτώση μόλις κατά 0,7 μονάδες, στο 16,2%. Εκείνη τη χρονιά εκτιμάται ότι το ποσοστό ανεργίςα στην Ισπανία (που σήμερα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ) θα έχει υποχωρήσει στο 11,8%. Στην Ιταλία θα είναι στο 9,4%, ενώ στην Πορτογαλία μόλις στο 6%.
naftemporiki.gr