Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Στο «μικροσκόπιο» των ελεγκτικών αρχών του υπουργείου Οικονομικών έχουν μπει 20 κλάδοι της οικονομίας, στο πλαίσιο καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος που προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, με δικηγόρους, συμβολαιογράφους, λογιστές και μεσίτες ακινήτων να φιγουράρουν στη λίστα.
Η πρώτη «Έκθεση Εκτίμησης Εθνικού Κινδύνου για τη Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (National Risk Assessment) που δημοσιεύτηκε χθες από το υπουργείο χαρακτηρίζει αναγκαία την άμεση ανάληψη δράσεων για όσους ασχολούνται με τις μεταβιβάσεις ακινήτων και συστάσεις εταιρειών και πολλές φορές εν αγνοία τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε υψηλή προτεραιότητα για ανάληψη δράσης κατά του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος βρίσκονται ακόμη οι κλάδοι των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται επίγεια (π.χ. στα πρακτορεία), καθώς και οι πάροχοι τραπεζικών εμβασμάτων, αλλά και ο τραπεζικός κλάδος.
Πάντως, όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, ο τομέας της κεφαλαιαγοράς δεν είναι πλέον ο πρωταρχικός τομέας που θα χρησιμοποιήσουν οι εγκληματικές ομάδες. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ο σχετικά χαμηλός, σε σχέση με το παρελθόν, κύκλος εργασιών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μικρή αξία των κεφαλαίων υπό διαχείριση, η αυξημένη πολυπλοκότητα και η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην κίνηση κεφαλαίων από τον Ιούνιο του 2015. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά κινητών αξιών μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί από εγκληματίες που αναζητούν περίπλοκα συστήματα για τη νομιμοποίηση εσόδων, ενώ δεν έχουν παρατηρηθεί περιστατικά νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό.
Από την άλλη βέβαια πλευρά θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην εν λόγω έκθεση, η οποία συντάσσεται για πρώτη φορά, υπογραμμίζεται ότι ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας της οικονομίας -και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν- συμμετέχει σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου είναι ευάλωτος στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος.
Στην έκθεση αναφέρονται χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1 Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων, που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
Υπενθυμίζεται ότι η χρήση μετρητών έχει περιοριστεί από το 2015 και μετά λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, για τις περιπτώσεις αγοραπωλησίας ακινήτου ή μίσθωσης ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών άνω των 250.000 ευρώ, για τις οποίες χορηγείται σε πολίτη τρίτης χώρας άδεια διαμονής, το τίμημα καταβάλλεται με δίγραμμη τραπεζική επιταγή ή με άλλη τραπεζική συναλλαγή, τα ειδικότερα στοιχεία της οποίας πρέπει να δηλώνονται υπευθύνως από τους συμβαλλόμενους ενώπιον του συμβολαιογράφου που συντάσσει το συμβόλαιο και τα αναγράφει σε αυτό. Παρ’ όλα αυτά όμως, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι συμβολαιογράφοι σε σχετική ερώτηση στο ερωτηματολόγιο δήλωσαν σε ποσοστό 88% ότι στις συναλλαγές στις οποίες εμπλέκονται γίνεται χρήση μετρητών και συνεπώς το ύψος των δραστηριοτήτων του κλάδου σε μετρητά κρίνεται υψηλό.
2 Όσον αφορά τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές - φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
3 Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το επίπεδο απειλής για ξέπλυμα στον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «μέσο», τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών.
4 Όσον αφορά τα τυχερά παίγνια, γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών που διοργανώνονται και διεξάγονται α) επίγεια και β) μέσω διαδικτύου:
α) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια. Τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια πλην των καζίνο, ευνοούν την ανωνυμία του παίκτη και κατά το παρελθόν συνδέθηκαν με αυξημένη απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά τα έτη 2011-2014, η ανωνυμία του παίκτη κατά τη διεξαγωγή του παιγνίου, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου συνεργατών του παρόχου (φυσικό δίκτυο), καθώς και η απουσία κανονισμών, εγκυκλίων και εσωτερικού ελέγχου του τελευταίου, συνετέλεσαν στη σύνδεση του τομέα με υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικότερη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ωστόσο, στα τέλη του 2014 καταρτίστηκε από την εποπτική αρχή και εγκρίθηκε Κανονισμός που εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.ά.). Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί η απειλή για τον κλάδο.
Αναφορικά με τα καζίνο, η σύνδεσή τους με την απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν αφορά τη δυνατότητα της τοποθέτησης ή ενσωμάτωσης χρηματικών ποσών στην πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι στον τομέα αυτό, αν και είναι αποκλειστικά εντάσεως μετρητών, τόσο κατά τη συμμετοχή στο παίγνιο όσο και κατά την είσπραξη κερδών, δεν προβλέπεται κανονιστικά η χορήγηση βεβαίωσης κέρδους και παράλληλα δεν ευνοείται η ανωνυμία, καθώς η δέουσα επιμέλεια πραγματοποιείται κατά την είσοδο στον χώρο του καζίνο και πριν από την διεξαγωγή του παιγνίου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια καθορίζεται ως «μέσο».
β) Τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου. Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου, η απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αφορά τη διασύνδεσή τους με τα εγκλήματα της απάτης, διαφθοράς, δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. μέσω της χειραγώγησης αθλητικών γεγονότων και προσφοράς στοιχηματισμού επ’ αυτών) σε συνδυασμό με τον εξ αποστάσεως έλεγχο της εποπτικής αρχής, λόγω εγκατάστασης των παρόχων στην αλλοδαπή. Αφετέρου, η διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου συνδέεται και με την παράνομη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω Internet cafe ή άλλων χώρων εστίασης (παράνομο επίγειο δίκτυο), μέσω ειδικών κωδικών συμμετοχής στο όνομα μελών της οργάνωσης (όχι ατομικών ανά παίκτη) και χρήσης συγκεκριμένων μέσων πληρωμής που είτε ευνοούν την ανωνυμία του κατόχου τους είτε αποτελούν μέρος του παράνομου δικτύου. Τα ως άνω φαινόμενα εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής (ΕΕΕΠ), η οποία περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στις αρμόδιες διωκτικές και εισαγγελικές αρχές (οικονομική αστυνομία, ηλεκτρονικό έγκλημα, Αρχή, εισαγγελείς, ανακριτές κ.λπ.).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με το νόμιμο δίκτυο διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, αυτό ρυθμίζεται με τη με αριθμό 129/2/7.11.14 απόφαση της ΕΕΕΠ η οποία εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.ά.). Σημειώνεται ότι η συμμετοχή στα ως άνω παίγνια πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και έως σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου χαρακτηρίζεται ως «μέσο - χαμηλό».
γ) Ορκωτοί ελεγκτές - λογιστές. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι για τους ορκωτούς ελεγκτές οι απειλές για ξέπλυμα χρήματος εντοπίζονται στα εξής σημεία:
- Πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ακούσια ή εκούσια), κατά την οποία ο ελεγκτής δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και τον απαιτούμενο επαγγελματικό σκεπτικισμό για τη διερεύνηση ενδείξεων που τυχόν υποκρύπτουν έκνομες ενέργειες.
- Ενδεχόμενη μη κάλυψη από την εσωτερική οργανωτική δομή των ελεγκτικών εταιρειών, των απαιτήσεων του Διεθνούς Προτύπου Δικλίδων Ποιότητας, σκοπός του οποίου είναι η θέσπιση και διατήρηση ενός συστήματος δικλίδων ποιότητας το οποίο θα παρέχει λελογισμένη διασφάλιση ότι η ελεγκτική εταιρεία και το προσωπικό της συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τις εφαρμοστέες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται «μέσο».