Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Ένα σημαντικό δώρο επενδυτικής φύσεως δέχονται οι τράπεζες από τον συγκρατημένο χορό των αναβαθμίσεων που ξεκίνησε προχθές από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία. Ασφαλής είναι η εκτίμηση πως αυτές οι αναβαθμίσεις θα συμπαρασύρουν και τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Εποπτικές αρχές και κεφάλαια
μεγαλύτερη φερεγγυότητα της χώρας που αποδίδεται από τους οίκους αξιολόγησης μέσω αναβαθμίσεων -το πρώτο βήμα έκανε η S&P- διαμορφώνει προϋποθέσεις ισχυρές προκειμένου οι οίκοι να διαχειριστούν με τον ίδιο τρόπο που διαχειρίζονται και οι εποπτικές αρχές τα κεφάλαια των τραπεζών. Πώς πραγματοποιείται αυτή η διαχείριση;
Υπολογίζεται στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών ένα κομμάτι της αναβαλλόμενης φορολογίας που σωρευτικά φθάνει τα 21 δισ. ευρώ για τις συστημικές τράπεζες. Το κομμάτι αυτό που μετατρέπεται σε αναβαλλόμενη πίστωση και μετατρέπεται σε εποπτικά κεφάλαια διαμορφώνεται σε περίπου 15 δισ. ευρώ.
Οι οίκοι μέχρι στιγμής δεν υπολογίζουν ως εποπτικά κεφάλαια το κομμάτι του αναβαλλόμενου φόρου που θεωρείται πίστωση. Η αναβάθμιση ωστόσο της χώρας σταδιακά θα οδηγήσει σε μια διαφορετική διαχείριση του θέματος αυτού και από τους οίκους.
Επιστροφη στην κανονικότητα
Έτσι σταδιακά και καθώς οι τράπεζες θα παρακολουθήσουν την αναβάθμιση της χώρας θα αποκτήσουν εκ νέου επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως άλλωστε και η ίδια η χώρα. Αυτή είναι μια ισχυρή παράμετρος που θα βοηθήσει αισθητά την έξοδο των τραπεζών στις αγορές, διαμορφώνοντας προϋποθέσεις για άντληση ρευστότητας που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την επαναφορά των τραπεζών σε μια κανονικότητα.
Οι απώλειες των τραπεζών από το κούρεμα των κρατικών ομολόγων και στη συνέχεια από τα «κόκκινα» δάνεια προκάλεσαν μεγάλες ζημίες, που θεωρητικά αλλά τελικώς και πρακτικά περιόρισαν ή αλλιώς κατέφαγαν τα κεφάλαια των τραπεζών. Προκειμένου οι τράπεζες να συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα τους επετράπη να μην εμφανίσουν όλες εκείνες τις απώλειες κεφαλαίων, αλλά να συμψηφίσουν σταδιακά τη ζημία με κέρδη των επόμενων τριάντα ετών. Οι τράπεζες πρακτικά δεν πληρώνουν φόρο για το διάστημα αυτό στην περίπτωση που έχουν κέρδη. Οι κυβερνήσεις μάλιστα «εγγυήθηκαν» ότι οι τράπεζες θα έχουν κέρδη τα επόμενα χρόνια με την παραδοχή ότι αν δεν υπάρξουν κέρδη, το κράτος θα εισφέρει μετρητά ή τίτλους (έντοκα) στο κεφάλαιο των τραπεζών, με συνέπεια να μειωθούν τα ποσοστά των μετόχων, οι οποίοι υφίστανται τις συνέπειες καθώς δεν επιτεύχθηκε η κερδοφορία.
Ένα σημαντικό τμήμα της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών προκύπτει από τον αναβαλλόμενο φόρο.
Η εγγύηση αυτή των κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αποκτά μεγαλύτερη αξία όσο ενισχύεται το rating της χώρας. Καθώς η χώρα γίνεται πιο φερέγγυα, εκτιμάται πως θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις εγγυήσεις της. Έτσι, όσο μεγαλώνει η φερεγγυότητα της χώρας, τόσο οι οίκοι θα προσμετρούν εποπτικά κεφάλαια στις τράπεζες από εκείνα που προκύπτουν από την αναβαλλόμενη φορολογία. Διά του τρόπου αυτού θα ξεκινήσει και η αναβάθμιση των τραπεζών.
Αναβάθμιση ομολογιών
Πολύ μεγαλύτερη αναμένεται να είναι η αναβάθμιση των καλυμμένων ομολογιών των πιστωτικών ιδρυμάτων που μπορεί να φθάσουν και σε επενδυτική διαβάθμιση, λένε έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες και έτσι να αποτελέσουν πρώτης τάξεως ενέχυρα για δανεισμό των τραπεζών.
Είναι χαρακτηριστικό πως η S&P, η οποία προχθές αναβάθμισε τη χώρα σε επίπεδο «Β+», την έφερε ουσιαστικά σε rating αντίστοιχο με εκείνο της Αλβανίας. Την ίδια στιγμή κατά τη S&P οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν rating «CCC+», δηλαδή τρεις βαθμίδες κάτω από την οικονομία της χώρας. Συνήθως την αναβάθμιση της οικονομίας ακολουθεί και αναβάθμιση των τραπεζών. Επομένως ίσως να πρέπει να αναμένεται κάτι τέτοιο από το συγκεκριμένο οίκο μάλιστα σύντομα.
Γενικώς δε, σύντομα αναμένεται να κινηθούν υπέρ ενός σεναρίου αναβαθμίσεων όλοι οι οίκοι αξιολόγησης, πριν από τις προγραμματισμένες ημερομηνίες απόδοσης rating.
Τα εβδομαδιαία outlooks και των άλλων διεθνών οίκων, δηλαδή των Moody’s και Fitch «προδικάζουν» κατά κάποιο τρόπο πως η αναβάθμιση για την οικονομία βρίσκεται ante portas. Η Μοοdy’s εξάλλου απέχει πολύ από το επίπεδο αξιολόγησης που έχουν αποδώσει οι λοιποί οίκοι στη χώρα, καθώς έχει τοποθετημένη την Ελλάδα δύο βαθμίδες κάτω από εκεί που την έχει αξιολογήσει η S&P και μία κάτω από την αξιολόγηση του Fitch. Συγχρόνως τα πιστωτικά ιδρύματα για μεν τη Moody’s διαθέτουν ένα rating «Caa2» (Πειραιώς, ΕΤΕ, Eurobank, Alpha και Παγκρήτια) και «Caa3» (Attica Bank). Σε ό,τι αφορά δε τον Fitch, η χώρα μπορεί να διαθέτει ένα rating «Β», αλλά οι συστημικές τράπεζες βρίσκονται στη βαθμίδα «RD» (restricted default), δηλαδή μόλις μία βαθμίδα κάτω από την τελευταία που διαθέτει ο οίκος.
Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν προϋποθέσεις μίας διαδρομής για τις ελληνικές τράπεζες με στόχο μια μεγαλύτερη κορυφή, η οποία θα προσελκύσει σταδιακά νέους επενδυτές, καθώς οι προηγούμενες βαθμίδες που είχαν αποδοθεί στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα από τους διεθνείς οίκους τα απέκλειαν αυτομάτως από πολλά χαρτοφυλάκια. Βεβαίως η διαδρομή θα είναι μεγάλη. Ωστόσο αρκετοί επισημαίνουν πως υπό προϋποθέσεις μπορεί για κάποιους επενδυτές να αποβεί και κερδοφόρα.