Ανάλυση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η συμφωνία στο Λουξεμβούργο επιβεβαιώνει μια σειρά από παραδοχές που διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον, αλλά λίγο έχουν να κάνουν με τον «απεγκλωβισμό από τα μνημόνια που είναι πλέον γεγονός».
Η ενισχυμένη εποπτεία δεν είναι καθαρή έξοδος. Είναι ενισχυμένη εποπτεία, με συστηματικούς ελέγχους. Οι έλεγχοι αυτοί, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδόσεις των ελληνικών αρχών, θα στέλνουν θετικά ή αρνητικά σήματα για τη χώρα στις αγορές, διευκολύνοντας ή δυσχεραίνοντας τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, αντίστοιχα.
Οι δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβε η κυβέρνηση με τη συμφωνία για την περίοδο μετά τον Αύγουστο εκτείνονται σε όλους τους τομείς που μέχρι σήμερα κάλυπτε το τρίτο πρόγραμμα.
Η κυβέρνηση και οι πιστωτές απέφυγαν πολιτικά μια επίσημη προληπτική γραμμή, δημιουργώντας μια άτυπη προληπτική γραμμή. Πρόκειται για το αποθεματικό ασφαλείας, ύψους 24,1 δις, που θα δώσει στο ελληνικό δημόσιο τη δυνατότητα να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές ανάγκες του για 22 μήνες μετά τον Αύγουστο. Η Ελλάδα βγαίνει από το πρόγραμμα, χωρίς απαραίτητα να βγαίνει στις αγορές.
Στο ζήτημα του χρέους επικράτησε το «κάτι λίγο» που αντικατέστησε το «εφόσον χρειαστεί» πολύ λίγα 24ωρα πριν από το Eurogroup. Οι εξελίξεις επιβεβαίωσαν την πληροφορία της «Ν» ότι η Γερμανία δεν ήταν διατεθειμένη να εγκρίνει ένα ουσιαστικό ποσό για την αγορά του ελληνικού χρέους στο ΔΝΤ. Θα χρησιμοποιηθούν τελικά μόλις 3,3 δις για την πρόωρη αποπληρωμή των συγκεκριμένων δανείων (ύψους συνολικά περίπου 11 δις) και έτσι η Ελλάδα δεν πετυχαίνει να κάνει χρήση ενός ουσιαστικού ποσού από τα αδιάθετα (24 δις) του τρίτου προγράμματος.
Η 10ετής επιμήκυνση των δανείων του EFSF αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, όπως κάθε μέτρο που αφορά την ελάφρυνση χρέους. Το ΔΝΤ επιθυμούσε 15 έτη και η Γερμανία άρχιζε τη συζήτηση από τα 3 έτη. Οι εκτιμήσεις κινούνταν στην περιοχή των 7-8 δις. Τα υπόλοιπα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, όπως τα προέβλεπε το αρχικό περίγραμμα των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων -επιστροφή κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα και κατάργηση της προσαύξησης του επιτοκίου από το δεύτερο πακέτο διάσωσης- θα έχουν ένα ειδικό χαρακτηριστικό που δεν περνά απαρατήρητο.
Βασικό εργαλείο στο νέο καθεστώς αυστηρής εποπτείας θα είναι η ευθεία σύνδεση της τμηματικής αυτής ελάφρυνσης χρέους με την πορεία των μεταρρυθμίσεων και φυσικά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 έως το 2060). Όποτε η χώρα θα αποτυγχάνει στην εφαρμογή των πολιτικών, θα απεμπολεί και τα συνδεδεμένα μέτρα για το χρέος.
Το ΔΝΤ φεύγει τελικά για να μείνει στην Ελλάδα. Ακόμη και χωρίς να ενεργοποιήσει το χρηματοδοτικό του πακέτο, μια και η Γερμανία αντιστάθηκε σε μια πιο εμπροσθοβαρή ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, θα παραμείνει ως κεντρικός επόπτης της μεταπρογραμματικής περιόδου. Το Ταμείο τοποθετήθηκε θετικά για την απόφαση του Eurogroup αλλά με αστερίσκους για τη μακροπρόθεσμη προοπτική του ελληνικού χρέους. Μένει να φανεί ο πρακτικός αντίκτυπος από το σήμα του Ταμείου στις αγορές.
Η Ελλάδα πάντως μετά από τρία προγράμματα προσαρμογής εξακολουθεί να μην συγκαταλέγεται στα success stories του ESM. Αυτό θα γίνει, ενδεχομένως, «εάν συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις και μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο».
Ασύμμετρος παράγοντας, που δυνητικά μπορεί να διαταράξει την πορεία η οποία έχει χαραχθεί για την περίοδο μετά τον Αύγουστο, είναι το σενάριο η κυβέρνηση να ενεργοποιήσει το «όπλο» που έχει κρατήσει πάνω στο τραπέζι και αφορά τη μη εφαρμογή της περικοπής των συντάξεων την 1 Ιαν 2019. Οι πιστωτές δηλώνουν ρητά ότι αυτό θα ήταν πρόβλημα. Αποτελεί άλλωστε ένα από τα βασικά στοιχεία που κρατούν το ΔΝΤ, έστω με το ένα πόδι, στην Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αγορές. Δεδομένη και η μείωση του αφορολόγητου το 2020, αν όχι το 2019.
Στο δια ταύτα, η Ελλάδα έχει ακόμη μια φορά όλα τα εργαλεία και τον χρόνο να αντιμετωπίσει τον πυρήνα της κρίσης. Η χώρα διαθέτει μακράν το χαμηλότερο stock άμεσων ξένων επενδύσεων στους «27». Το στοιχείο αυτό αντικατοπτρίζει όλες τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που με τη σειρά του αποτυπώνεται στους απογοητευτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μετά από όσα έχουν προηγηθεί στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ ολόκληρα χρόνια.