Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Σε έτος ορόσημο για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αναδεικνύεται το 2025, αφού όπως ρητά αναφέρεται στο σχέδιο «ολιστικής στρατηγικής ανάπτυξης» της κυβέρνησης: «Από το 2025 και μετά, η κρατική χρηματοδότηση θα καλύπτει μόνο την εθνική σύνταξη (4,8% του ΑΕΠ) και δεν θα είναι απαραίτητη πρόσθετη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι το έλλειμμα θα έχει εξαλειφθεί. Οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλες τις εισφορές του συστήματος από το 2026 και μετά».
Σύμφωνα με το σχέδιο, οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών θα αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλες τις εισφορές του συστήματος από το 2026 και μετά. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η μόνη εγγυημένη από το κράτος συνταξιοδοτική παροχή θα είναι η εθνική σύνταξη, η οποία έπειτα από 20 χρόνια ασφάλισης θα είναι 384 ευρώ και θα μειώνεται κατά 2% για κάθε έναν χρόνο μέχρι το 15ο έτος ασφάλισης, στο οποίο θα αντιστοιχούν τα 346 ευρώ.
Όμως, σε αυτό ακριβώς το σημείο εστιάζεται η κριτική για τις αντοχές του συστήματος, η οποία εδράζεται σε τρία δεδομένα τα οποία λειτουργούν αθροιστικά.
Δημογραφική γήρανση
Το πρώτο είναι η «δημογραφική βόμβα», η γήρανση του ελληνικού πληθυσμού και η αναμενόμενη έκρηξη της μαζικής συνταξιοδότησης όσων γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που έχει στη διάθεση του το υπουργείο Εργασίας, «η συνταξιοδοτική δαπάνη, ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, είναι 14,5%, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 13% και το 2040 πέφτει στο 12,9%». Όμως, στα αμέσως επόμενα χρόνια, κυρίως μετά το 2020, λόγω της μαζικής συνταξιοδότησης αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού, θα υπάρχει δραματική αύξηση των συνταξιούχων. Να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη της Eurostat, η Ελλάδα είναι η δεύτερη πιο γερασμένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς στους 3 Έλληνες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, το 2017 αντιστοιχούσε ένας ηλικιωμένος άνω των 65 ετών.
Μειώσεις μισθών
Το δεύτερο και εξίσου κρίσιμο ζήτημα είναι η ασφυκτική καθήλωση των μισθών, η ραγδαία επέκταση της ελαστικής εργασίας και η συνακόλουθη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ως πόρων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Μόνο στον ιδιωτικό τομέα εργάζονται σήμερα περίπου 600.000 μισθωτοί με μικτούς μισθούς που δεν υπερβαίνουν τα 400 ευρώ τον μήνα, όταν οι αντίστοιχοι μισθοί για μερική απασχόληση πριν από το 2010 ήταν κοντά στα 600 ευρώ.
Υψηλή ανεργία
Το τρίτο ζήτημα αφορά τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά της ανεργίας, η οποία, παρά τη μείωσή της κατά επτά μονάδες, τα τελευταία 4 χρόνια κυμαίνεται κοντά στο 20,8%. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η εικόνα έχει ως εξής: Τον Φεβρουάριο του 2017 οι απασχολούμενοι ήταν 3.735.098 άτομα και οι άνεργοι 978.072 άτομα. Συνεπώς, εάν αθροίσουμε στον αριθμό των ανέργων και τα 2.650.000 συνταξιούχους τότε στη χώρα μας ο συνολικός αριθμός ανέργων και συνταξιούχων ανέρχεται σε 3,6 εκατ. άτομα και οι απασχολούμενοι σε 3,7 εκατ. άτομα.
Η αναλογία αυτή συνιστά από μόνη της σοβαρή αιτία σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, με δεδομένο ότι τα αποθεματικά του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν υπερβαίνουν τα 6 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της κυβέρνησης, από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2016 μαζί με τη συμπληρωματική νομοθεσία που ακολούθησε «οι εξοικονομήσεις πόρων αναμένεται να φτάσουν το 2,8% του ΑΕΠ έως το 2020 και να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα. Οι δαπάνες για τις συντάξεις αναμένεται να μειωθούν από 17,3% του ΑΕΠ το 2016 σε 13,4% έως το 2020 και σε 12,9% το 2040 -λαμβάνοντας υπόψη και την αύξηση του ΑΕΠ-, σε σύγκριση με το 13% του ευρωπαϊκού μέσου όρου».
Όμως, ο ελληνικός πληθυσμός γερνάει και ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτίναξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης παρά τις δραματικές περικοπές των συντάξεων, παλαιών και νέων, που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση με τους εκπροσώπους των δανειστών και οι οποίες πρόκειται να γίνουν από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Αυτά τα δεδομένα είναι σε γνώση των εκπροσώπων των πιστωτών και ήταν οι βασικές αιτίες για τις οποίες αρνήθηκαν οποιαδήποτε συζήτηση για πάγωμα των διατάξεων που προβλέπουν την περικοπή της προσωπικής διαφοράς σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, έως 18%.