Σχέδιο Νόμου
«Οργάνωση συστήματος ελέγχου για τη διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του κρατικού προϋπολογισμού και των εκτός του κρατικού προϋπολογισμού φορέων και φορολογικές ρυθμίσεις»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΣΤΑΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
¶ρθρο 1
Σύσταση Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και αποστολή της
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων (Γ.Δ.Δ.Ε.), υπαγόμενη στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής.
2. Αποστολή της Γ.Δ.Δ.Ε. είναι η διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού των φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου.
3. Για την πραγματοποίηση της αποστολής της, η Γ.Δ.Δ.Ε.:
α) διαθέτει προσωπικό με αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα
β) χρησιμοποιεί μεθόδους και πρότυπα που εφαρμόζονται και από διεθνείς ελεγκτικούς οργανισμούς και
γ)ασκεί τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος νόμου.
΄¶ρθρο 2
Αρμοδιότητες της Γ.Δ.Δ.Ε.
1. Η Γ.Δ.Δ.Ε. έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Ασκεί έλεγχο:
(1) στη διαχείριση του προϋπολογισμού των φορέων του άρθρου 3, οι οποίοι στο εξής καλούνται «φορείς», προκειμένου να διαπιστωθεί, ιδίως, αν: αα) όλα τα ποσά τα οποία ψηφίζονται ή χορηγούνται, δαπανώνται και χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς για τους οποίους εγκρίθηκαν ή χορηγήθηκαν, ββ) κατά την πραγματοποίηση των δαπανών τηρούνται οι ισχύουσες διατάξεις, καθώς και οι αρχές της δημοσιονομικής δέσμευσης, της νομικής δέσμευσης και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, γγ) λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της είσπραξης των εσόδων, δδ) όλα τα έσοδα εισπράττονται και εμφανίζονται σύμφωνα με τους νόμους ή κανονισμούς,
(2) σε κάθε πράξη ή παράλειψη που επηρεάζει ή δύναται να επηρεάσει την οικονομική τους κατάσταση,
(3) στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η επάρκεια, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητά τους.
β) Λαμβάνει ή εισηγείται αρμοδίως τα κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των φορέων, ώστε να συμβάλει:
αα) στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους, ββ) στη σύννομη και αποτελεσματική διαχείριση των χρημάτων που δαπανούν και γγ) στην καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας, καθώς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντά τους.
γ) Επιβάλλει τις προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο κυρώσεις.
δ) Συνεργάζεται με αντίστοιχες Υπηρεσίες άλλων κρατών και ιδίως της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης σε ζητήματα σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
ε) Συντάσσει ετήσια έκθεση ελέγχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Γ.Δ.Δ.Ε. μεριμνά ιδιαιτέρως για τη διαφύλαξη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εμπιστευτικών πληροφοριών, των οποίων λαμβάνουν γνώση τα όργανα αυτής.
¶ρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
Οι φορείς τους οποίους αφορούν τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, οι έλεγχοι και τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που αναφέρονται στον παρόντα νόμο καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
¶ρθρο 4
Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου:
α) Δημόσιες είναι οι επιχειρήσεις των οποίων η έννοια προσδιορίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1του ν. 3429/2005.
β) Δημόσιοι είναι οι οργανισμοί, των οποίων η έννοια προσδιορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005.
γ) «Ευρύτερος Δημόσιος Τομέας» είναι:
(1) οι δημόσιες επιχειρήσεις της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου
(2) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία το Δημόσιο συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) του μετοχικού τους κεφαλαίου ή επιχορηγούνται, τακτικά ή έκτακτα, από αυτό και η επιχορήγηση αυτή υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) των ετήσιων εσόδων τους κατά το εκάστοτε προηγούμενο έτος, καθώς και οι ενώσεις προσώπων που επιχορηγούνται, τακτικά ή έκτακτα, από το Δημόσιο και η επιχορήγηση υπερβαίνει το ανωτέρω ποσοστό,
(3) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία ιδρύονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις (1) και (2) της παρούσας περίπτωσης και αποτελούν συνδεδεμένες με αυτά εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, καθώς και οι συνδεδεμένες με τις εταιρείες αυτές άλλες εταιρείες.
2. Εσωτερικός έλεγχος (internal audit), είναι η ανεξάρτητη ελεγκτική – συμβουλευτική δραστηριότητα παροχής διαβεβαίωσης περί της επάρκειας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ενός φορέα, με στόχο τη βελτίωση των λειτουργιών του και την επίτευξη των στόχων του, χρησιμοποιώντας συστηματικές και δομημένες μεθοδολογίες. Οι μεθοδολογίες αυτές στοχεύουν κυρίως στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών που διέπουν τη λειτουργία του, των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου και των διαδικασιών ελέγχου.
3. Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, είναι η ανεξάρτητη ελεγκτική - συμβουλευτική Υπηρεσία, η οποία θα παρέχει διαβεβαίωση περί της επάρκειας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ενός φορέα.
4. Σύστημα εσωτερικού ελέγχου (internal control), είναι το συνολικό σύστημα διαχειριστικών και άλλων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων της οργανωτικής δομής, των μεθοδολογιών, των διαδικασιών και του εσωτερικού ελέγχου (internal audit), που έχει εφαρμόσει η Διοίκηση στις λειτουργίες του φορέα, για την υποστήριξη της επίτευξης των στόχων του με αποδοτικό, αποτελεσματικό και οικονομικό τρόπο. Το σύστημα εσωτερικού ελέγχου εξασφαλίζει τη συμμόρφωση στις πολιτικές της Διοίκησης, διασφαλίζει τα περιουσιακά στοιχεία και πόρους του φορέα, μέσω πιστοποίησης της πληρότητας και ακρίβειας των λογιστικών εγγραφών και καταστάσεων και παρέχει επίκαιρες και αξιόπιστες δημοσιονομικές και διαχειριστικές πληροφορίες.
5. Παρατυπία, είναι κάθε παράβαση διάταξης του εθνικού ή του κοινοτικού δικαίου με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο προϋπολογισμός του ελεγχόμενου φορέα ή η περιουσιακή κατάσταση αυτού.
6. Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, είναι η δημοσιονομική διαχείριση σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.
7. Δημοσιονομική διόρθωση, είναι η αφαίρεση ποσού από τον προϋπολογισμό του φορέα, το οποίο αντιστοιχεί στην οικονομική ζημία που προέκυψε για τον κρατικό προϋπολογισμό ή τον προϋπολογισμό του φορέα από μεμονωμένη ή συστημική παρατυπία των οργάνων του και η επαναφορά του στον κρατικό προϋπολογισμό ή η διάθεσή του για άλλες δραστηριότητες του φορέα, αντιστοίχως.
8. Δημοσιονομική δέσμευση, είναι η πράξη κράτησης των πιστώσεων που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση μεταγενέστερων πληρωμών προς εκπλήρωση νομικής δέσμευσης.
9. Νομική δέσμευση, είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης δημιουργεί ή διαπιστώνει υποχρέωση από την οποία προκύπτει επιβάρυνση.
΄¶ρθρο 5
Αρμοδιότητες του Γενικού Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής
ως προς την εποπτεία της ΓΔΔΕ
O Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής, στον οποίο υπάγεται η Γ.Δ.Δ.Ε.:
α) είναι υπεύθυνος για την επιτυχή εκτέλεση της αποστολής της Γ.Δ.Δ.Ε. και θεματοφύλακας των αρχών που πρέπει να διέπουν τη δράση της,
β) εγγυάται την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα, την αποτελεσματικότητα, την αντικειμενικότητα και το κύρος του διενεργούμενου από τη Γ.Δ.Δ.Ε. ελέγχου, καθώς και την προστασία του απορρήτου των πληροφοριών που λαμβάνονται κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου,
γ) εποπτεύει και κατευθύνει το προσωπικό που υπηρετεί στη Γ.Δ.Δ.Ε.,
δ) λαμβάνει ή εισηγείται αρμοδίως τα προβλεπόμενα από τον παρόντα νόμο μέτρα προς επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην περιπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 2,
ε) επιμελείται και υποβάλλει αρμοδίως την κατά το άρθρο 22 ετήσια έκθεση ελέγχου.
¶ρθρο 6
Διάρθρωση υπηρεσιών της Γ.Δ.Δ.Ε.
1. Η Γ.Δ.Δ.Ε. διαρθρώνεται σε τρεις (3) Διευθύνσεις που συνιστώνται με τον παρόντα νόμο.
2. Στη Γενική Διεύθυνση της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου, καθώς και το Ειδικό Λογιστήριο ΥΠΕΘΑ
3. Με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζονται οι αρμοδιότητες των Διευθύνσεων, η διάρθρωσή τους σε Τμήματα, τα οποία δεν μπορεί να είναι περισσότερα των έξι (6) ανά Διεύθυνση, η κατανομή των αρμοδιοτήτων στα κατ΄ ιδίαν Τμήματα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την υλοποίηση του έργου τους. Με όμοιο Προεδρικό Διάταγμα δύναται να συνιστώνται και άλλες Διευθύνσεις της Γ.Δ.Δ.Ε. ή να καταργούνται υφιστάμενες.
4. Των Διευθύνσεων του παρόντος άρθρου προΐστανται υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ του κλάδου Δημοσιονομικών και των Τμημάτων υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ των κλάδων Δημοσιονομικών, Μηχανικών, Γεωτεχνικών και Πληροφορικής.
5. Για την πλήρωση της θέσης Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων εφαρμόζονται οι ισχύουσες για το Δημόσιο διατάξεις και επιλέγεται υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ του κλάδου Δημοσιονομικών του ΓΛΚ με τριετή τουλάχιστον ελεγκτική εμπειρία.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου επιλέγεται ως Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων Προϊστάμενος Διεύθυνσης του κλάδου Δημοσιονομικών του Γ.Λ.Κ. με διετή ελεγκτική εμπειρία ή Προϊστάμενος Διεύθυνσης της Οικονομικής Επιθεώρησης από τους μεταταγέντες στον κλάδο Δημοσιονομικών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 24 του παρόντος.
¶ρθρο 7
Σύσταση θέσεων – Δημοσιονομικοί Ελεγκτές
1. Οι θέσεις προσωπικού των Διευθύνσεων του προηγούμενου άρθρου ορίζονται σε διακόσιες εξήντα πέντε (265) από τις οποίες:
α) του κλάδου Δημοσιονομικών κατηγορίας ΠΕ θέσεις εκατόν εξήντα τέσσερις (164), κατηγορίας ΤΕ θέσεις είκοσι (20), κατηγορίας ΔΕ θέσεις δεκαεννιά (19) και κατηγορίας ΥΕ θέσεις πέντε (5),
β) του κλάδου Μηχανικών κατηγορίας ΠΕ θέσεις δεκαοκτώ (18) και κατηγορίας ΤΕ θέσεις πέντε (5),
γ) του κλάδου Γεωτεχνικών κατηγορίας ΠΕ θέσεις πέντε (5),
δ) του κλάδου Πληροφορικής κατηγορίας ΠΕ θέσεις επτά (7), κατηγορίας ΤΕ θέσεις πέντε (5) και κατηγορίας ΔΕ θέσεις δώδεκα (12),
ε) του κλάδου Μεταφραστών κατηγορίας ΠΕ θέσεις δύο (2),
στ) του κλάδου Ξένων Γλωσσών κατηγορίας ΠΕ θέσεις δύο (2),
ζ) του κλάδου Τεχνιτών κατηγορίας ΔΕ5 θέση μία (1).
2. Στους υφιστάμενους κλάδους προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους συνιστώνται οι παρακάτω θέσεις:
α) Εκατόν είκοσι πέντε (125) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Δημοσιονομικών, κατηγορίας ΠΕ,
β) τριάντα (30) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Δημοσιονομικών, κατηγορίας ΠΕ με αυξημένα τυπικά προσόντα,
γ) είκοσι επτά (27) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Δημοσιονομικών, κατηγορίας ΤΕ,
δ) έντεκα (11) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Δημοσιονομικών, κατηγορίας ΔΕ,
ε) επτά (7) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Ε-Β του κλάδου Δημοσιονομικών, κατηγορίας ΥΕ,
στ) δεκαπέντε (15) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Μηχανικών, κατηγορίας ΠΕ,
ζ) τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Γεωτεχνικών, κατηγορίας ΠΕ,
η) έξι (6) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Πληροφορικής, κατηγορίας ΠΕ,
θ) τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Μηχανικών, κατηγορίας ΤΕ,
ι) επτά (7) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α του κλάδου Πληροφορικής, κατηγορίας ΤΕ,
ια) δώδεκα (12) θέσεις υπαλλήλων με βαθμούς Δ-Α, του κλάδου Πληροφορικής, κατηγορίας ΔΕ.
3. Συνιστώνται δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου πτυχιούχων ξένων γλωσσών (αποφοίτων αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής φιλολογίας), με βαθμούς Δ-Α, κατηγορίας ΠΕ.
4. Προσόντα διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό ορίζονται:
α) Για την κατηγορία ΠΕ, του κλάδου Δημοσιονομικών, πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή ισότιμο, αντίστοιχης ειδικότητας, σχολών της αλλοδαπής, μιας από τις παρακάτω ειδικότητες:
(1) Νομικής
(2) Οικονομικών Επιστημών
(3) Οικονομικής Επιστήμης
(4) Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων
(5) Διοίκησης Επιχειρήσεων
(6) Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών
(7) Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης
(8) Στατιστικής
(9) Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής
(10) Δημόσιας Διοίκησης
(11) Λογιστικής
καθώς και άριστη γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Για την κατηγορία ΠΕ του κλάδου Δημοσιονομικών με αυξημένα τυπικά προσόντα, απαιτούνται, πέραν των προσόντων της περίπτωσης α, και τα προσόντα που ορίζονται στο άρθρο 2 του Π.Δ 50/2001 (Α.39), όπως ισχύει. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το γνωστικό αντικείμενο του προσωπικού αυτού.
β) Για την κατηγορία ΤΕ του κλάδου Δημοσιονομικών, πτυχίο ή δίπλωμα όλων των τμημάτων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας ή το ομώνυμο ή αντίστοιχης ειδικότητας πτυχίο ή δίπλωμα ισότιμων τίτλων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής, καθώς και άριστη γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών.
γ) Για τις κατηγορίες ΔΕ και ΥΕ του κλάδου Δημοσιονομικών, τα προβλεπόμενα προσόντα από τα άρθρα 17 και 25 του Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει. Επιπλέον, για την κατηγορία ΔΕ απαιτείται καλή γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών.
δ) Για την κατηγορία ΠΕ των κλάδων Μηχανικών, Γεωτεχνικών και Πληροφορικής, πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή ισότιμο, αντίστοιχης ειδικότητας, σχολών της αλλοδαπής, μιας από τις ειδικότητες που αναφέρονται στα άρθρα 5, 6 και 7 του Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει, καθώς και άριστη γνώση της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών.
ε) Για την κατηγορία ΤΕ των κλάδων Πληροφορικής και Μηχανικών, πτυχίο ή δίπλωμα των Τ.Ε.Ι. ή το ομώνυμο ή αντίστοιχης ειδικότητας, πτυχίο ή δίπλωμα ισότιμων τίτλων σχολών της ημεδαπής ή αλλοδαπής μιας των ειδικοτήτων που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15, αντίστοιχα, του Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει και άριστη γνώση της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας.
στ) Για την κατηγορία ΔΕ του κλάδου Πληροφορικής, τα προβλεπόμενα προσόντα από το άρθρο 19 του Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει, και επιπλέον καλή γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας.
5. Για τη διαπίστωση της γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών εφαρμόζεται η παράγραφος 6 του άρθρου 26 σε συνδυασμό με το άρθρο 27 του Π.Δ. 50/2001, όπως ισχύει και για τη διαπίστωση της άριστης γνώσης και της καλής γνώσης της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας εφαρμόζεται το άρθρο 28 του ίδιου Π.Δ.
6. Οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές διακρίνονται σε Ελεγκτές Α, εφόσον κατέχουν το βαθμό Α της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, σε Ελεγκτές Β, εφόσον κατέχουν το βαθμό Β της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, σε Ελεγκτές Γ, εφόσον κατέχουν το βαθμό Γ της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ και Βοηθούς Ελεγκτές, εφόσον κατέχουν το βαθμό Δ της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ .
7. Για τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού της Γ.Δ.Δ.Ε. αρμόδια είναι η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 του Π.Δ. 284/1988 (Α.128) Δ4 Διεύθυνση Προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
΄Αρθρο 8
Κάλυψη θέσεων
1. Η κάλυψη των θέσεων προσωπικού του άρθρου 7 παρ. 1 γίνεται:
α) από υπαλλήλους όλων των κλάδων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους,
β) με διορισμό, μετά από επιτυχία σε γραπτό διαγωνισμό που διενεργείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
γ) με μετάταξη ή μεταφορά υπαλλήλων από άλλες υπηρεσίες του Δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμοδίου Υπουργού, ύστερα από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων υπηρεσιακών συμβουλίων.
Η μεταφορά του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου γίνεται σε συνιστώμενες με τη σχετική πράξη θέσεις ιδιωτικού δικαίου, αντίστοιχης ειδίκευσης με ταυτόχρονη δέσμευση μονίμων θέσεων.
Ο χρόνος υπηρεσίας των κατά τα ανωτέρω μεταφερομένων υπαλλήλων στους φορείς από τους οποίους προέρχονται θεωρείται ως διανυθείς στην υπηρεσία που τοποθετούνται για τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη.
Οι τοποθετούμενοι ως Δημοσιονομικοί Ελεγκτές υπάλληλοι των περιπτώσεων α και γ της παραγράφου αυτής πρέπει να έχουν διετή, τουλάχιστον, ελεγκτική εμπειρία.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος ο διαγωνισμός για την πλήρωση των θέσεων γίνεται από το φορέα με την ακόλουθη διαδικασία:
α) Από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών εκδίδεται προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (τεύχος ΑΣΕΠ) και σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και μία της Θεσσαλονίκης. Στην προκήρυξη, εκτός των άλλων, αναφέρονται οι προς πλήρωση θέσεις, τα απαιτούμενα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 7 τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η βαθμολογία κάθε προσόντος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθούν οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη των είκοσι ημερών. Η σχετική προκήρυξη, στην οποία μπορεί να τίθενται, κατά περίπτωση, και πρόσθετα ειδικά προσόντα, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων, αποστέλλεται, πριν από τη δημοσίευσή της, στο ΑΣΕΠ, το οποίο οφείλει να την ελέγξει από άποψη νομιμότητας, εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών από την περιέλευσή της σε αυτό. Αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του ΑΣΕΠ.
β) Για τη διεξαγωγή της διαδικασίας της επιλογής, συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Επιτροπή Αξιολόγησης, αποτελούμενη από το Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ως πρόεδρο, τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, δύο μέλη του ΑΣΕΠ, ένα μέλος του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών, προτεινόμενα, αντίστοιχα, από τους προέδρους αυτών και δύο Προϊσταμένους Διεύθυνσης του Δημοσιονομικού Κλάδου, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο γραμματέας της Επιτροπής και μέχρι τρεις υπάλληλοι για τη γραμματειακή υποστήριξή της.
γ) Η Επιτροπή Αξιολόγησης, μετά τη συγκέντρωση των αιτήσεων, κατατάσσει σε πίνακα τους υποψηφίους κατά σειρά αξιολόγησης με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα. Ακολούθως, από τον πίνακα αυτό καλεί σε προφορική συνέντευξη τριπλάσιο αριθμό υποψηφίων, κατά σειρά αξιολόγησης, εφόσον ο αριθμός των υποψηφίων υπερβαίνει το τριπλάσιο του αριθμού των θέσεων που πρόκειται να καλυφθούν. Η συνέντευξη βαθμολογείται με συντελεστή που κυμαίνεται από 0,80 έως 1,20 επί της βαθμολογίας που έχει λάβει ο υποψήφιος με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά του προσόντα. Στη συνέχεια, με βάση την αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων στον πρώτο πίνακα και τη βαθμολογία της προφορικής συνέντευξης, καταρτίζεται προσωρινός πίνακας υποψηφίων. Ο προσωρινός πίνακας αναρτάται στο κεντρικό κτίριο του Γ.Λ.Κ. και στα κτίρια των περιφερειακών υπηρεσιών του και συγχρόνως αποστέλλεται στο ΑΣΕΠ. Για τη διαπίστωση της γνώσης ξένης γλώσσας και γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.
δ) Οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα υποβολής ενστάσεως κατά του προσωρινού πίνακα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, όπως ισχύει, εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας των ως άνω αναρτήσεων. Το ΑΣΕΠ, μετά την εξέταση των υποβληθεισών ενστάσεων, των προβλεπόμενων με την υπ΄ αριθμ. 42948/2003 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Β’ 1854) αντιρρήσεων και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο, αποφαίνεται οριστικά και σύμφωνα με την απόφαση αυτή καταρτίζεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ο οριστικός πίνακας κατάταξης και ο πίνακας διοριστέων, ο οποίος αποστέλλεται προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ε) Ο οριστικός πίνακας κατάταξης των υποψηφίων ισχύει για μία διετία από την κύρωσή του από το ΑΣΕΠ και καλύπτονται από αυτόν με βάση τη σειρά κατάταξης, οι θέσεις που κενούνται κατά τη διάρκεια της διετίας.
στ) Ο διορισμός των υποψηφίων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται αποζημίωση για τα μέλη της συγκροτούμενης Επιτροπής για την πρόσληψη προσωπικού και της γραμματείας της, κατ΄ αποκοπήν, με βάση τον αριθμό των υποψηφίων.
΄Αρθρο 9
Ειδικές διατάξεις
1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος της εκτός έδρας αποζημίωσης και τα έξοδα μετακίνησης του προσωπικού της Γ.Δ.Δ.Ε. και των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων της παραγράφου 1 του άρθρου 14, οι οποίοι μετακινούνται για τις ανάγκες των ελέγχων.
2. Δημοσιονομικός Ελεγκτής, ο οποίος βαθμολογείται στις εκθέσεις υπηρεσιακής ικανότητας με βαθμό κάτω του επτά (7) επί δύο συνεχόμενα έτη, παύεται από τα συγκεκριμένα καθήκοντά του και στερείται του τίτλου του Ελεγκτή.
3. Δημοσιονομικός Ελεγκτής ή άλλος υπάλληλος, που μεταφέρθηκε ή μετατάχθηκε στο Γ.Λ.Κ. και τοποθετήθηκε στις Διευθύνσεις της παραγρ. 1 του άρθρου 6 του παρόντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εάν κατά την πρώτη διετία βαθμολογηθεί στις εκθέσεις υπηρεσιακής ικανότητας με βαθμό κατώτερο του επτά (7) μεταφέρεται ή μετατάσσεται αυτοδίκαια στον κλάδο από τον οποίο προέρχεται. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται κενή οργανική θέση στον κλάδο αυτό, δημιουργείται προσωποπαγής θέση, η οποία καταργείται μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου. Για την αυτοδίκαιη μεταφορά ή μετάταξη της παραγράφου αυτής εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
¶ρθρο 10
Σύσταση Επιτροπής Εποπτείας
1. Συνιστάται στη Γ.Δ.Δ.Ε. Επιτροπή Εποπτείας (ΕΠ.ΕΠ.), η οποία αποτελείται από το Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, ως Πρόεδρο, τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και τους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων της Γ.Δ.Δ.Ε..
2. Η ΕΠ.ΕΠ. έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) την έγκριση του κανονισμού λειτουργίας της Γ.Δ.Δ.Ε., του Κανονισμού διενέργειας των ελέγχων και ερευνών και του κώδικα δεοντολογίας των Δημοσιονομικών Ελεγκτών, οι οποίοι τίθενται σε ισχύ με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών,
β) την παρακολούθηση της προόδου των ελέγχων,
γ) την αξιολόγηση του ελεγκτικού έργου,
δ) την έγκριση του ετήσιου προγράμματος ελέγχων,
ε) την έγκριση της κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου έκθεσης ,
στ) την εισήγηση αρμοδίως για λήψη πρόσθετων μέτρων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των φορέων στις συστάσεις των Δημοσιονομικών Ελεγκτών,
ζ) την εισήγηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και τον καθ΄ ύλην αρμόδιο Υπουργό μέτρων για τη βελτίωση των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου,
η) την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας των ελεγκτικών οργάνων και
θ) την παρακολούθηση και αξιολόγηση των ερευνών για την καταπολέμηση της απάτης και των λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων που είναι επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα των φορέων και την εισήγηση μέτρων για την αποτελεσματικότερη άσκηση αυτών.
3. Η ΕΠ.ΕΠ. συνεδριάζει υποχρεωτικά τρεις φορές το χρόνο κατά τους μήνες Ιανουάριο, Μάιο και Σεπτέμβριο και εκτάκτως, όταν κρίνει αναγκαία τη σύγκλησή της ο Πρόεδρος αυτής ή ζητηθεί από την πλειοψηφία των Προϊσταμένων Διευθύνσεων της Γ.Δ.Δ.Ε. Η συμμετοχή στην Επιτροπή των μελών, των εισηγητών και του Γραμματέα, τον οποίο ορίζει ο Πρόεδρος αυτής, είναι υποχρεωτική και άμισθη.
4. Η ΕΠ.ΕΠ. μπορεί να καλεί πρόσωπα από την Ελλάδα ή την αλλοδαπή για την εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων σχετικών με το αντικείμενο της Γ.Δ.Δ.Ε. Στα πρόσωπα αυτά καταβάλλεται αποζημίωση που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
¶ρθρο 11
Σύσταση Επιτροπής Διαβούλευσης
Μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών συγκροτεί δεκαμελή επιτροπή, η οποία αποτελείται από υπαλλήλους του Γ.Λ.Κ. και εμπειρογνώμονες εξειδικευμένους σε θέματα εσωτερικών επιθεωρήσεων και ελέγχων, με σκοπό τη διεξαγωγή ευρύτατης διαβούλευσης και την εισήγηση σχεδίου δημιουργίας αποτελεσματικών συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου στους φορείς που αναφέρονται στο επόμενο άρθρο, καθώς και εξειδικευμένων μονάδων εσωτερικών ελέγχων που θα ελέγχουν και θα πιστοποιούν την επάρκεια των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου. Η επιτροπή αυτή, στην οποία μπορούν να μετέχουν και αλλοδαποί εμπειρογνώμονες, προεδρεύεται από το Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής και υποχρεούται να συντάξει εισηγητική έκθεση και σχέδιο υλοποίησης εντός τετραμήνου από της συστάσεώς της. Η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής ανατίθεται σε δύο υπαλλήλους του κλάδου Δημοσιονομικών. Στα μέλη της Επιτροπής και στους υπαλλήλους της γραμματείας καταβάλλεται αμοιβή που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
¶ρθρο 12
Σύσταση μονάδων εσωτερικού ελέγχου
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού και αφού ληφθεί υπόψη η εισηγητική έκθεση και το σχέδιο υλοποίησης της Επιτροπής Διαβούλευσης, συνιστώνται μονάδες εσωτερικού ελέγχου σε όλα τα Υπουργεία και τις Περιφέρειες της χώρας και καθορίζονται οι αρμοδιότητες αυτών στο πλαίσιο προστασίας των οικονομικών τους συμφερόντων.
Με όμοιο Προεδρικό Διάταγμα συνιστώνται μονάδες εσωτερικού ελέγχου στους φορείς που εποπτεύονται από τα Υπουργεία ή τις Περιφέρειες της χώρας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου και έχουν προϋπολογισμό άνω των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και καθορίζονται οι αρμοδιότητες αυτών στο πλαίσιο προστασίας των οικονομικών τους συμφερόντων, με την επιφύλαξη των περί εσωτερικού ελέγχου διατάξεων του ν. 3429/2005. Το ποσό αυτό δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Στους φορείς που δεν θα συσταθεί μονάδα εσωτερικού ελέγχου, τις αρμοδιότητες αυτής ασκεί η μονάδα εσωτερικού ελέγχου του εποπτεύοντος φορέα.
Στις μονάδες εσωτερικού ελέγχου των φορέων περιέρχονται επιπλέον οι εξής αρμοδιότητες:
α) τακτικού ελέγχου των παγίων προκαταβολών που υπάγονται στο φορέα,
β) οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου των δημοσίων υπολόγων και δημοσίων διαχειρίσεων που υπάγονται στο φορέα,
γ) διενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης σε περίπτωση απώλειας δικαιολογητικών πληρωμής δημόσιας δαπάνης, πριν την έκδοση τίτλου πληρωμής, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η απώλεια αυτή έχει λάβει χώρα στην αρμόδια υπηρεσία ή στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 2362/1995 (Α 247),
δ) έρευνας της ύπαρξης αντικειμενικής αδυναμίας απόδοσης λογαριασμού χρηματικού εντάλματος προπληρωμής, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 41 του ν. 2362/1995.
Μέχρι τη σύσταση των μονάδων εσωτερικού ελέγχου της παραγράφου 1, οι αρμοδιότητες αυτές εξακολουθούν να ασκούνται από την Οικονομική Επιθεώρηση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή τη Γ.Δ.Δ.Ε., από της μεταφοράς των εν λόγω αρμοδιοτήτων σε αυτή.
Η Γ.Δ.Δ.Ε. διαμορφώνει πρότυπα και μεθοδολογίες συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και συντάσσει προδιαγραφές οργάνωσης, εσωτερικής λειτουργίας και αρμοδιοτήτων των μονάδων εσωτερικού ελέγχου των Υπουργείων, Περιφερειών και λοιπών φορέων στο πλαίσιο προστασίας των οικονομικών τους συμφερόντων. Οι προδιαγραφές εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού. Οι μονάδες εσωτερικού ελέγχου οφείλουν να υλοποιούν πλήρως τις προδιαγραφές που ορίζονται με τις ανωτέρω αποφάσεις και να ενημερώνουν τη Γ.Δ.Δ.Ε. σχετικά με τα ευρήματα των ελέγχων.
Οι Διευθύνσεις του άρθρου 6, εφόσον διαπιστώσουν, ότι απαιτούνται βελτιώσεις των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των φορέων της αρμοδιότητάς τους, προτείνουν στην ΕΠ.ΕΠ. τη λήψη σχετικών μέτρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
¶ρθρο 13
Είδη και μεθοδολογία ελέγχων
1. Οι δημοσιονομικοί έλεγχοι διενεργούνται με εντολή του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και διακρίνονται σε προγραμματισμένους και έκτακτους.
Οι προγραμματισμένοι έλεγχοι διενεργούνται με βάση ετήσιο πρόγραμμα που καταρτίζεται από τη Γενική Διεύθυνση με μέριμνα των Προϊσταμένων των Διευθύνσεων και εγκρίνεται από την ΕΠ.ΕΠ..
Οι έκτακτοι έλεγχοι διενεργούνται ύστερα από καταγγελίες, δημοσιεύματα, πληροφορίες και βάσιμες υπόνοιες για δωροδοκίες, δωροληψίες, απάτες, ατασθαλίες ή διαχειριστικές ανωμαλίες ή ύστερα από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η μέθοδος και η διαδικασία κατάρτισης του ετήσιου προγράμματος ελέγχων.
¶ρθρο 14
Όργανα ελέγχου
1. Οι έλεγχοι ασκούνται από Δημοσιονομικούς Ελεγκτές Α, Β και Γ, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 7, καθώς και από υπαλλήλους των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.), οι οποίοι ορίζονται από τον Προϊστάμενο της Γ.Δ.Δ.Ε. για την εκτέλεση συγκεκριμένου ελέγχου. Οι υπάλληλοι αυτοί κατά τη διάρκεια των ελεγκτικών τους καθηκόντων έχουν όλες τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Δημοσιονομικών Ελεγκτών ή των Βοηθών Ελεγκτών, ανάλογα με το βαθμό τους. Οι ανωτέρω δύναται να συνεπικουρούνται στο έργο τους από Βοηθούς Ελεγκτές, από αποσπασμένους στη Γ.Δ.Δ.Ε. υπαλλήλους, καθώς και από εμπειρογνώμονες. Οι εμπειρογνώμονες μπορεί να είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ και ιδιώτες, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο εμπειρογνωμόνων ή Ελεγκτικές Εταιρείες. Οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές που ασκούν τον έλεγχο, καθώς και οι υπάλληλοι ή εμπειρογνώμονες που συνεπικουρούν αυτούς, θεωρούνται κατά την έννοια του νόμου αυτού ελεγκτικά όργανα.
2. Η συγκρότηση, όπου κρίνεται αναγκαίο, ελεγκτικών ομάδων για τον έλεγχο από πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου γίνεται με απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων. Συντονιστής της ελεγκτικής ομάδας ορίζεται ο Δημοσιονομικός Ελεγκτής και σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός ο ανώτερος κατά βαθμό και επί ομοιοβάθμων ο έχων τα περισσότερα χρόνια ως Δημοσιονομικός Ελεγκτής, άλλως ο έχων τα περισσότερα χρόνια υπηρεσίας.
3. Στο Μητρώο Εμπειρογνωμόνων, που καταρτίζεται και τηρείται από τη Γ.Δ.Δ.Ε., εγγράφονται με απόφαση του Προϊσταμένου αυτής, ύστερα από δημόσια πρόσκληση και αξιολόγηση από την ΕΠ.ΕΠ., πρόσωπα, τα οποία έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σχετική με τους ασκούμενους από τη Γ.Δ.Δ.Ε. ελέγχους. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να ορίζονται εμπειρογνώμονες και εκτός του μητρώου εμπειρογνωμόνων. Μέχρι την κατάρτιση του μητρώου εμπειρογνωμόνων, τους Δημοσιονομικούς Ελεγκτές επικουρούν, ως εμπειρογνώμονες, υπάλληλοι του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, της οικείας ειδικότητας και εμπειρίας.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση των ελεγκτικών οργάνων για τη συμμετοχή τους στους ελέγχους, καθώς και κάθε θέμα σχετικό με την κατάρτιση μητρώου εμπειρογνωμόνων.
5. Τα ελεγκτικά όργανα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν τα κατωτέρω δικαιώματα και υποχρεώσεις:
α) Δικαιούνται άμεσης πρόσβασης σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου ή της αποστολής τους, χωρίς να υπόκεινται στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, υπηρεσιακού, χρηματιστηριακού και επιχειρηματικού απορρήτου. Οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τα ελεγκτικά όργανα και να παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες ή στοιχεία. Την υποχρέωση παροχής πληροφοριών ή στοιχείων έχει και κάθε δημόσια, δημοτική, κοινοτική ή άλλη αρχή, καθώς και κάθε αρμόδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου και μέσου αποθήκευσης πληροφοριών και, αν χρειάζεται, αναλαμβάνουν τη διαφύλαξη αυτών των εγγράφων και πληροφοριών, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισης.
β) Υποχρεούνται να μεριμνούν για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εμπιστευτικών εγγράφων και για την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγουν. Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους, στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων των φορέων του άρθρου 3, καλούνται να τις γνωρίζουν, ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των φορέων. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία.
6. Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων και τα ελεγκτικά όργανα υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α 309).
¶ρθρο 15
Αρμοδιότητες Ελεγκτικών Οργάνων
1. Στους Δημοσιονομικούς Ελεγκτές ανήκουν οι παρακάτω αρμοδιότητες:
α) ο έλεγχος επάρκειας των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των φορέων,
β) ο έλεγχος ή ο συμπληρωματικός έλεγχος της νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης των πόρων και της ορθής είσπραξης και εμφάνισης των εσόδων των φορέων, καθώς και της διαχείρισης της περιουσίας τους, για τον εντοπισμό και την αποτροπή φαινομένων κακοδιοίκησης και κακοδιαχείρισης, κατάχρησης, σπατάλης, απάτης ή διαφθοράς,
γ) ο έλεγχος των εκκαθαριστών για την ορθή απεικόνιση των αποδοχών των υπαλλήλων των φορέων, καθώς και την ακρίβεια του ύψους των επιμέρους ποσών που λαμβάνουν με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις,
δ) η εξέταση του ορθού προγραμματισμού, σχεδιασμού και εκτέλεσης των έργων του φορέα,
ε) η εξακρίβωση της τήρησης των οικείων διαχειριστικών κανόνων και διαδικασιών και της ορθής λογιστικής απεικόνισης της οικονομικής κατάστασης και διαχείρισης του φορέα,
στ) η αξιολόγηση της επίδοσης του ελεγχόμενου φορέα με βάση την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης,
ζ) ο έκτακτος έλεγχος ή ο συμπληρωματικός έλεγχος της διαχείρισης παγίων προκαταβολών, καθώς και των δημοσίων υπολόγων (άρθρο 54 ν. 2362/1995) και δημοσίων διαχειρίσεων,
η) η άσκηση επιτόπιων ελέγχων στην έδρα του ελεγχόμενου φορέα ή στους χώρους εκτέλεσης του φυσικού αντικειμένου του έργου του.
2. Οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές:
α) Δύναται να θέτουν προσωρινά εκτός διαχείρισης, με αιτιολογημένη απόφαση, οποιονδήποτε δημόσιο υπόλογο, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 2362/1995, στις περιπτώσεις που:
αα) αρνείται να εμφανίσει όλα τα βιβλία και στοιχεία της υπηρεσίας του, να εκθέσει ή να καταμετρήσει ενώπιόν τους όλα τα χρήματα, ένσημα, υλικό ή άλλους τίτλους που βρίσκονται στη διαχείρισή του, να δώσει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες και να υπογράψει τα πρωτόκολλα και λοιπά έγγραφα του διενεργούμενου ελέγχου. Στις περιπτώσεις αυτές τα παραπάνω πρωτόκολλα και έγγραφα υπογράφονται από τον προσωρινό αναπληρωτή του δημόσιου υπολόγου και από έναν μάρτυρα
ββ) κινδυνεύει το συμφέρον του Δημοσίου από τις πράξεις του υπολόγου
γγ) διαπιστωθούν αταξίες, που δημιουργούν υπόνοια κατάχρησης
δδ) εμποδίζουν την απρόσκοπτη διενέργεια του ελέγχου.
β) Δύναται να θέτουν προσωρινά εκτός υπηρεσίας, με αιτιολογημένη απόφασή τους, υπαλλήλους του ελεγχόμενου φορέα, εφόσον προκύπτουν υπόνοιες σε βάρος τους για παράβαση των καθηκόντων τους από δόλο ή βαριά αμέλεια ή για ανεπάρκεια εκπλήρωσης αυτών, που συνεπάγονται κίνδυνο των οικονομικών συμφερόντων του φορέα.
γ) Ορίζουν αναπληρωτή του δημόσιου υπολόγου, που τίθεται εκτός διαχείρισης, καθώς και του υπαλλήλου, που τίθεται εκτός υπηρεσίας, στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις.
δ) Λαμβάνουν κάθε μέτρο εξασφάλισης των δημόσιων χρημάτων, τίτλων, υλικού και εγγράφων.
ε) Δύναται, εφόσον είναι αναγκαίο για τη διενέργεια του ελέγχου, να εντέλλονται την αναστολή των αδειών απουσίας ή την διακοπή τους, εφόσον έχει αρχίσει η χρήση τους, των υπαλλήλων του ελεγχόμενου φορέα.
στ) Δύναται, εάν πληροφορηθούν ή αντιληφθούν ή έχουν βάσιμες υπόνοιες, ότι υφίσταται κίνδυνος των οικονομικών συμφερόντων του ελεγχόμενου φορέα, από ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων διοίκησης ή των υπαλλήλων του, για θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου που τους έχει δοθεί, να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως κάθε αναγκαίο προσωρινό μέτρο, αναφέροντάς το αμέσως στον Προϊστάμενο της Γ.Δ.Δ.Ε., ο οποίος εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ενημέρωσή του είτε νομιμοποιεί με απόφασή του τα ληφθέντα μέτρα είτε αίρει τη λήψη τους.
3. Σε περίπτωση που οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές διαπιστώσουν πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική ευθύνη ή κρίνουν ότι απαιτείται διαδικασία ΄Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης για τα περαιτέρω.
4. Εάν οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές κατά την άσκηση του ελεγκτικού τους έργου έχουν σοβαρές ενδείξεις για διάπραξη φορολογικών παραβάσεων, υποχρεούνται να αναγγείλουν αμέσως τις διαπιστώσεις τους στην Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) και να αποστείλουν τα αποδεικτικά στοιχεία που κατά την άποψή τους συγκροτούν τις φορολογικές αυτές παραβάσεις, ζητώντας παράλληλα την άμεση διεξαγωγή ελέγχου.
5. Τα ελεγκτικά όργανα διαθέτουν ειδική υπηρεσιακή ταυτότητα, η επίδειξη της οποίας, μαζί με την επίδειξη σχετικής απόφασης του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, αρκεί για την έναρξη διενέργειας επιθεώρησης.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ορίζεται ειδικότερα το περιεχόμενο των ελέγχων και ο τρόπος άσκησης αυτών. Με όμοια απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ανατίθενται στους Δημοσιονομικούς Ελεγκτές και άλλες αρμοδιότητες.
7. Σε περίπτωση που οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές και τα λοιπά ελεγκτικά όργανα κατά την άσκηση του ελεγκτικού τους έργου διαπράξουν οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα ή υπάρξουν σε βάρος τους καταγγελίες, βάσιμες πληροφορίες για δωροδοκίες, δωροληψίες, απάτες ή παράνομες πράξεις που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο της παραγρ. 5 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών δίνει εντολή στην Οικονομική Επιθεώρηση για διενέργεια έρευνας, το πόρισμα της οποίας διαβιβάζεται στη Δ4 Προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, για κάθε περαιτέρω νόμιμη ενέργεια.
¶ρθρο 16
Διαδικασία μετά το πέρας του ελέγχου
1. Μετά το πέρας του ελέγχου οι Δημοσιονομικοί Ελεγκτές ή οι ελεγκτικές ομάδες συντάσσουν έκθεση εντός προθεσμίας ενός μηνός, η οποία μπορεί να παρατείνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων.
2. Εάν διαπιστώνονται ελλείμματα, πληρωμή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ή μη νόμιμων δαπανών, φθορά ή απώλεια τίτλων, απαιτήσεων και περιουσιακών στοιχείων του ελεγχόμενου φορέα, που δεν οφείλονται σε ανωτέρα βία ή απρόβλεπτα γεγονότα, ενεργείται ή προτείνεται καταλογισμός σε βάρος:
α) του υπευθύνου, αν από δόλο ή βαριά αμέλεια προέβη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή συνέπραξε στην έκδοση αυτών ή στη μη τήρηση των νόμιμων διαδικασιών πραγματοποίησης της δαπάνης
β) του λαβόντα, αν έχει συντελέσει υπαίτια στη μη νόμιμη πληρωμή και σε κάθε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα αυτού
γ) του προϊσταμένου του, αν αμέλησε να ασκήσει την επιβαλλόμενη από τη θέση του εποπτεία και να αποτρέψει την πραγμάτωση της μη νόμιμης πληρωμής
δ) των οργάνων διοίκησης του φορέα, αν έχουν συντελέσει υπαιτίως στη μη νόμιμη πληρωμή.
Το καταλογιστέο ποσό προσαυξάνεται με πρόστιμο 2%. Αν από τον έλεγχο προκύψει δόλος ή βαριά αμέλεια σε βάρος των ανωτέρω, η υπόθεση παραπέμπεται στον αρμόδιο εισαγγελέα για τα περαιτέρω. Σε περίπτωση καταλογισμού σε βάρος περισσοτέρων προσώπων, αυτά ευθύνονται αλληλεγγύως εις ολόκληρον.
3. Στις περιπτώσεις δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού άλλων φορέων επί των οποίων έχει ασκηθεί προληπτικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο, εφόσον διαπιστωθούν από τα ελεγκτικά όργανα παραβάσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ο Προϊστάμενος της Γ.Δ.Δ.Ε. διαβιβάζει τα νέα στοιχεία στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχει νόμιμος λόγος ανάκλησης της θεώρησης του χρηματικού εντάλματος με το οποίο πληρώθηκε μη νόμιμη δαπάνη και τυχόν ενέργεια καταλογισμού σε βάρος των υπευθύνων.
¶ρθρο 17
Σύσταση Επιτροπής Αντιρρήσεων
1. Συνιστάται πενταμελής Επιτροπή Αντιρρήσεων (ΕΠ.ΑΝ.) με σκοπό:
α) την εξέταση αντιρρήσεων, που υποβάλλονται από τους ελεγχόμενους φορείς ή τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 16 πρόσωπα κατά της έκθεσης των Δημοσιονομικών Ελεγκτών
β) την επίλυση ασυμφωνίας του αρμοδίου οργάνου που εκδίδει την απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης ή της πράξης καταλογισμού με τα συμπεράσματα της έκθεσης ελέγχου.
2. Η ΕΠ.ΑΝ. αποτελείται από τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, ως Πρόεδρο, τους δύο Προϊσταμένους των άλλων Διευθύνσεων εκτός της Διεύθυνσης της οποίας η έκθεση προσβάλλεται και δύο εμπειρογνώμονες από το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα με εμπειρία σε θέματα δημοσιονομικών ελέγχων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται οι εμπειρογνώμονες, οι αναπληρωτές των μελών της ΕΠ.ΑΝ., η γραμματειακή υποστήριξη, ο τρόπος λειτουργίας της, καθώς και η αποζημίωση των μελών, των εισηγητών και των γραμματέων, εφόσον συνεδριάζουν εκτός ωραρίου εργασίας.
3. Η έκθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 16 υποβάλλεται στην καθ΄ ύλην αρμόδια Διεύθυνση, η οποία την ελέγχει ως προς την πληρότητά της, τη θεωρεί και τη γνωστοποιεί στον ελεγχόμενο φορέα, καθώς και στα πρόσωπα κατά των οποίων προτείνεται ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών ή τα οποία τυχόν φέρουν πειθαρχική ή ποινική ευθύνη, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την υποβολή της, η οποία μπορεί να παραταθεί με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Δ.Ε. Οι ελεγχόμενοι φορείς, καθώς και τα ανωτέρω πρόσωπα, έχουν δικαίωμα να υποβάλουν, εγγράφως, αντιρρήσεις κατά της έκθεσης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή αυτής, οι οποίες ύστερα από σχετική εισήγηση των αρμόδιων Δημοσιονομικών Ελεγκτών, εξετάζονται από την Επιτροπή Αντιρρήσεων (ΕΠ.ΑΝ.).
4. Η μη υποβολή αντιρρήσεων εντός της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου συνιστά τεκμήριο αποδοχής των αποτελεσμάτων του ελέγχου εκ μέρους του ελεγχόμενου. Στην περίπτωση αυτή, η επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων και η έκδοση πράξεων καταλογισμού για ποσό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου Δημοσιονομικού Ελεγκτή, για ποσά από δέκα χιλιάδες ένα μέχρι πενήντα χιλιάδες (10.001 – 50.000) ευρώ με απόφαση του καθ΄ ύλην αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος, για ποσά από πενήντα χιλιάδες ένα μέχρι εκατό χιλιάδες (50.001 – 100.000) ευρώ με απόφαση του καθ΄ύλην αρμόδιου Προϊσταμένου Διεύθυνσης και για ποσά άνω των εκατό χιλιάδων ενός (100.001) ευρώ με απόφαση του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Δ.Ε. Τα παραπάνω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Σε περίπτωση έγγραφης διαφωνίας του αρμόδιου σχετικά με την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης ή της πράξης καταλογισμού οργάνου με τα συμπεράσματα της έκθεσης ελέγχου, αυτή επιλύεται από την ΕΠ.ΑΝ. και η ανωτέρω απόφαση ή πράξη εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 5. Οι αποφάσεις κοινοποιούνται στο φορέα στον οποίο επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση και στους καταλογιζόμενους σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
5. Εάν υποβληθούν αντιρρήσεις, αυτές μαζί με την έκθεση ελέγχου και όλα τα σχετικά έγγραφα εξετάζονται από την ΕΠ.ΑΝ., η οποία, αφού ακούσει το Δημοσιονομικό Ελεγκτή που συνέταξε την έκθεση, αποφασίζει για την αποδοχή ή μη των αντιρρήσεων. Στην περίπτωση μη αποδοχής των αντιρρήσεων και, εφόσον απαιτείται επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων και έκδοση πράξεων καταλογισμού, αυτές διενεργούνται με απόφαση της ΕΠ.ΑΝ., η οποία υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Γ.Δ.Δ.Ε.
6. Εάν εκδοθεί πράξη καταλογισμού σε βάρος οργάνων διοίκησης των φορέων, αυτά διώκονται πειθαρχικά κατά τις διατάξεις που διέπουν τον οικείο φορέα, ύστερα από έκθεση του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Δ.Ε. που διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την επιβολή των πειθαρχικών κυρώσεων όργανο, το οποίο υποχρεούται να κινήσει τη σχετική πειθαρχική διαδικασία.
7. Η καθ΄ ύλην αρμόδια Διεύθυνση κοινοποιεί την έκθεση ελέγχου, τις αντιρρήσεις, την απόφαση της ΕΠ.ΑΝ., τις αποφάσεις δημοσιονομικών διορθώσεων και τις πράξεις καταλογισμού στη Διεύθυνση της Γ.Δ.Δ.Ε., που είναι αρμόδια για θέματα υποστήριξης και επικοινωνίας, προκειμένου να παρακολουθήσει τη συμμόρφωση των φορέων και την εκτέλεση των ληφθέντων μέτρων.
8. Οι πράξεις καταλογισμού και οι αποφάσεις δημοσιονομικών διορθώσεων προσβάλλονται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την κοινοποίησή τους. Η προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων κατά των πράξεων και αποφάσεων αυτών και η άσκησή τους δεν αναστέλλουν την εκτέλεσή τους. Αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών επιτρέπεται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, μόνον εάν προξενείται ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ένδικου μέσου.
9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται: α) λεπτομέρειες σχετικά με το αντικείμενο, τη διαδικασία, τον τρόπο και την έκταση των ελέγχων, καθώς και το περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου, β) ο τύπος και το περιεχόμενο των αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης και πράξεων καταλογισμού και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
¶ρθρο 18
Υποχρεώσεις ελεγχόμενων φορέων και τρίτων
1. Οι ελεγχόμενοι φορείς, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος, καθώς και κάθε τρίτος που εμπλέκεται στις δαπάνες ή στα έσοδα των φορέων αυτών ή σε οποιαδήποτε άλλη οικονομική πράξη με αυτούς, υποχρεούνται να παρέχουν χωρίς καθυστέρηση κάθε στοιχείο ή πληροφορία, που ζητείται από τα ελεγκτικά όργανα και έχει σχέση με τις εν λόγω δραστηριότητες.
2. Η άρνηση ή η αμέλεια χορήγησης των ζητούμενων στοιχείων ή πληροφοριών ή η σκόπιμη απόκρυψη αυτών, καθώς και η χορήγηση ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων ή πληροφοριών και, γενικά, η παρακώλυση ή η παραπλάνηση του έργου των ελεγκτικών οργάνων αποτελεί ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα. Επιπλέον, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο κατά παντός υπευθύνου ίσο με την αξία της προς έλεγχο δαπάνης ή την απώλεια των εσόδων ή την ελάττωση της περιουσίας του φορέα. Όπου ο προσδιορισμός των ανωτέρω ποσών δεν είναι εφικτός, λόγω μη παροχής των ζητούμενων στοιχείων, το επιβαλλόμενο πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του Προϊσταμένου της Γ.Δ.Δ.Ε., ύστερα από προηγούμενη κλήση, εντός προθεσμίας ενός μηνός, σε ακρόαση του υπόχρεου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Κατά της απόφασης επιβολής του προστίμου επιτρέπεται ένσταση ενώπιον της ΕΠ.ΑΝ. μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης.
3. Η παράβαση της διάταξης της παραγράφου 2 συνιστά και αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο κρίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες για τους υπόχρεους διατάξεις.
¶ρθρο 19
Επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων
1. Η μονάδα εσωτερικού ελέγχου κάθε φορέα επιβάλλει δημοσιονομικές
διορθώσεις στις περιπτώσεις που εντοπισθούν μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες, σε υπηρεσίες του φορέα ή των εποπτευομένων από αυτόν φορέων, εφόσον οι φορείς αυτοί δεν διαθέτουν μονάδα εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 και παρακολουθεί την εκτέλεσή τους βάσει του παρόντος νόμου και των οδηγιών που λαμβάνει από την αρμόδια για θέματα υποστήριξης και επικοινωνίας Διεύθυνση της Γ.Δ.Δ.Ε.
2. Η Γ.Δ.Δ.Ε. μπορεί να επιβάλει δημοσιονομικές διορθώσεις, σε περιπτώσεις που εντοπισθούν μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες σε υπηρεσίες των φορέων του άρθρου 3, σύμφωνα με τον Κανονισμό Επιβολής Δημοσιονομικών Διορθώσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 20.
3. Η αρμόδια για θέματα υποστήριξης και επικοινωνίας Διεύθυνση της Γ.Δ.Δ.Ε. παρακολουθεί και αξιολογεί τα μέτρα υλοποίησης που λαμβάνονται από τους φορείς, σε συμμόρφωση με τα συμπεράσματα των Δημοσιονομικών Ελεγκτών, απευθύνει οδηγίες στις μονάδες εσωτερικού ελέγχου και παρακολουθεί την πιστή εφαρμογή τους.
4. Η αρμοδιότητα αυτή δύναται να ανατίθεται και στις Υ.Δ.Ε. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της αρμοδιότητας αυτής.
¶ρθρο 20
Προσδιορισμός δημοσιονομικών διορθώσεων
1. Το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης, το οποίο επιβάλλεται από τα όργανα της Γ.Δ.Δ.Ε. σε σχέση με μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες, υπολογίζεται, όπου αυτό είναι δυνατό και εφαρμόσιμο, με βάση τις μεμονωμένες δαπάνες ή την απώλεια εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων και ισούται προς το ποσό της προκληθείσας ζημίας με προσαύξηση 2%.
2. Όταν δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί επακριβώς το ποσό της προκληθείσας ζημίας ή όταν η εξ ολοκλήρου ακύρωση της παράτυπης δαπάνης θα ήταν δυσανάλογη, τα όργανα της Γ.Δ.Δ.Ε. επιβάλλουν δημοσιονομικές διορθώσεις κατ΄ αποκοπή, υπολογίζοντας τη σημασία της παράβασης των νόμων ή των κανονιστικών πράξεων, όπως επίσης την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις κάθε αδυναμίας του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, που οδήγησε στη διαπιστωθείσα παρατυπία.
Στην περίπτωση αυτή, για τον υπολογισμό του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων, εκδίδεται Κανονισμός Επιβολής Δημοσιονομικών Διορθώσεων, με τον οποίο καθορίζονται ο τρόπος επιβολής και υλοποίησης των δημοσιονομικών διορθώσεων, τα κριτήρια και οι κλίμακες των κατ΄ αποκοπή δημοσιονομικών διορθώσεων, τα μέτρα, που μπορούν να λαμβάνονται εφόσον διαπιστωθούν κατά τον έλεγχο παρατυπίες ή μη αποδοτικές ή περιττές δαπάνες, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
΄Αρθρο 21
Επιπτώσεις δημοσιονομικών διορθώσεων στους προϋπολογισμούς
1. Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβάλλει η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ενός φορέα σε υπηρεσία του ή σε υπηρεσία εποπτευόμενου από αυτόν φορέα, αποτελούν καθαρή μείωση του προϋπολογισμού της υπηρεσίας που διέπραξε την παρατυπία, αλλά παραμένουν στον γενικότερο προϋπολογισμό του φορέα και μπορούν να διατεθούν για άλλες δραστηριότητες, που εκτελούνται από άλλες υπηρεσίες του ίδιου φορέα.
2. Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβάλλουν τα όργανα της Γ.Δ.Δ.Ε., σε υπηρεσία ή το σύνολο συγκεκριμένου φορέα, αποτελούν καθαρή μείωση του συνολικού προϋπολογισμού του φορέα, του οποίου η υπηρεσία διέπραξε την παρατυπία και, επομένως, δεν μπορούν να διατεθούν για δραστηριότητες άλλων υπηρεσιών του ίδιου φορέα.
3. Το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων που επιβάλλουν τα όργανα της Γ.Δ.Δ.Ε. σε φορείς της κεντρικής κυβέρνησης, αποτελεί έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού. Ομοίως έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού αποτελεί το ποσό των δημοσιονομικών διορθώσεων σε φορείς που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από το κράτος, το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της επιχορήγησης. Εάν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που εκδόθηκε η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη του ποσού αυτής, τότε το ποσό αφαιρείται από τον προϋπολογισμό του φορέα του επομένου οικονομικού έτους.
΄Αρθρο 22
Ετήσια Έκθεση Ελέγχου
1. Τα συμπεράσματα των ελέγχων της Γ.Δ.Δ.Ε., η αξιολόγηση των ελέγχων και των ευρημάτων των μονάδων εσωτερικού ελέγχου των Υπουργείων, Περιφερειών και λοιπών φορέων και οι σχετικές συστάσεις περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση ελέγχου της Γ.Δ.Δ.Ε., η οποία αποτελεί τη βάση για την παροχή επαρκούς διαβεβαίωσης προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή για τη διατύπωση επιφυλάξεων για το σύνολο ή για μέρος του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου των δημοσιονομικών του Κράτους. Η ετήσια έκθεση ελέγχου του ν έτους συνοδεύει τον Γενικό Προϋπολογισμό του Κράτους του ν+2 έτους.
2. Περίληψη της έκθεσης της παραγράφου 1 δημοσιοποιείται και με καταχώριση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
΄Αρθρο 23
Θέματα Οικονομικής Επιθεώρησης
1. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (Α 211) προστίθεται εδάφιο δεύτερο που έχει ως εξής:
«Οι Οικονομικοί Επιθεωρητές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν ως εκπρόσωποι και εξ ονόματος του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και για το λόγο αυτό θεωρούνται ως Προϊστάμενοι επιπέδου Διεύθυνσης και ιεραρχικά ανώτεροι των προϊστάμενων των Ελεγχόμενων Υπηρεσιών, χωρίς την καταβολή του επιδόματος θέσεως ευθύνης των Προϊσταμένων Διεύθυνσης.»
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 εφαρμόζονται ανάλογα και επί των υπηρεσιών και του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικού Ελέγχου.
3. Η Διεύθυνση Επιθεώρησης Δημοσίων Διαχειρίσεων Ν.Π. και Δ.Ε.Κ.Ο του άρθρου 1 παράγρ. 1στ του ΠΔ/τος 167/1996 (Α 128) μετονομάζεται σε Δ/νση Επιθεώρησης Διαχείρισης Εθνικών Κληροδοτημάτων και έχει ως αντικείμενο τις παρακάτω αρμοδιότητες:
Α) Την άσκηση εποπτείας και ελέγχου, για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τα αντικείμενα αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, επί των φυσικών ή νομικών προσώπων που ενεργούν εκκαθάριση, διοίκηση και διαχείριση Εθνικών Κληροδοτημάτων, σχολαζουσών κληρονομιών και παραγραφόμενων υπέρ του δημοσίου τραπεζικών καταθέσεων και άλλων αξιών και απαιτήσεων (Α.Ν. 2039/1939 – ΦΕΚ Α 455, Β.Δ. 18.9.1947 – ΦΕΚ Α 223, Ν.Δ. 1195/1942 – ΦΕΚ Α 80)
Β) Την έκδοση ειδικών οδηγιών και διαταγών προς τα παραπάνω ελεγχόμενα πρόσωπα, για τον τρόπο της ακριβούς συμμόρφωσής τους, προς τις επιβαλλόμενες, από καταστατικές πράξεις, νόμους, διατάγματα, οργανισμούς και λοιπές διατάξεις υποχρεώσεις αυτών.
Γ) Τη διενέργεια ειδικών ελέγχων, εξακριβώσεων, ανακρίσεων, ερευνών, σε υποθέσεις που αφορούν στην εκκαθάριση, διοίκηση και διαχείριση κοινωφελών περιουσιών, σχολαζουσών κληρονομιών, παραγραφόμενων υπέρ του δημοσίου καταθέσεων σε Τράπεζες και άλλες αξίες και απαιτήσεις ή στην εκτέλεση κοινωφελών σκοπών, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα. (κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς, σωματεία και λοιπά νομικά πρόσωπα, εκκαθαριστές, εκτελεστές διαθηκών, δωρεών, διοικητές ή διαχειριστές ή υπαλλήλους κοινωφελών ιδρυμάτων ή κοινωφελών περιουσιών γενικά, διαχειριστές χρημάτων ενταλμάτων προπληρωμής ή παγίας προκαταβολής, κηδεμόνες σχολαζουσών κληρονομιών ή άλλα πρόσωπα που διαχειρίζονται χωρίς εντολή οποιαδήποτε περιουσία των παραπάνω περιπτώσεων).
Δ) Την εισήγηση για τη λήψη των αναγκαίων διοικητικών και νομοθετικών μέτρων, για τη ρύθμιση ζητημάτων σε υποθέσεις που ανάγονται στην αρμοδιότητα του τομέα τους.
Αρθρο 24
Μεταβατικές διατάξεις
1. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των υπηρεσιακών μονάδων της Γ.Δ.Δ.Ε. και των προβλεπομένων από το νόμο αυτό συλλογικών οργάνων.
2. Από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας των υπηρεσιακών μονάδων της Γ.Δ.Δ.Ε. και των προβλεπομένων από το νόμο αυτό συλλογικών οργάνων, οι έλεγχοι και οι καταλογισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 28 του ν. 2470/1997 (Α 40), υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και ενεργούνται από τα όργανα και τις υπηρεσιακές μονάδες που προβλέπονται σε αυτόν.
3. Το προσωπικό της Οικονομικής Επιθεώρησης, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος εκτελεί αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται στη Γ.Δ.Δ.Ε., μετατάσσεται στον κλάδο Δημοσιονομικών του Γ.Λ.Κ. μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων η οποία υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος. Οι θέσεις που κατέχει το ανωτέρω προσωπικό μεταφέρονται στο Γ.Λ.Κ. και προστίθενται στις υφιστάμενες θέσεις του κλάδου Δημοσιονομικών.
4. Οι κατά την έναρξη λειτουργίας των υπηρεσιακών μονάδων της Γ.Δ.Δ.Ε. εκκρεμείς υποθέσεις διενέργειας ελέγχου από την Οικονομική Επιθεώρηση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που περιέρχονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στην αρμοδιότητα της Γ.Δ.Δ.Ε. και για τις οποίες έχει εκδοθεί από την Οικονομική Επιθεώρηση σχετική εντολή ελέγχου, παραμένουν και ολοκληρώνονται απ΄ αυτή, σύμφωνα με τις ισχύουσες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, διατάξεις.
5. Η προβλεπόμενη από την παραγρ. 1 του άρθρου 57 του ν. 2214/1994 (Α 75), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 2343/1995 (Α 211) Υπηρεσία με την ονομασία Τράπεζα Δημοσιονομικών Δεδομένων υπάγεται εφεξής στη Γενική Διεύθυνση Θησαυροφυλακίου και Προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής.
΄Αρθρο 25
Αναβάθμιση Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου
1. Η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων μετονομάζεται σε Γενική Διεύθυνση Διοίκησης και Εφαρμογής Δημοσιολογιστικών Διατάξεων.
2. Οι παρακάτω Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου που λειτουργούν σε επίπεδο Τμήματος αναβαθμίζονται και λειτουργούν σε επίπεδο Διεύθυνσης:
(1) Υ.Δ.Ε. στις Υπηρεσίες που υπάγονται στον Πρωθυπουργό
(2) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Αργολίδας
(3) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Aρκαδίας
(4) Υ.Δ.Ε. στο Νομό ΄Αρτας
(5) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Βοιωτίας
(6) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Δράμας
(7) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Ημαθίας
(8) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Καρδίτσας
(9) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Κέρκυρας
(10) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Κιλκίς
(11) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Κορινθίας
(12) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Κυκλάδων
(13) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Λακωνίας
(14) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Λασιθίου
(15) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Ξάνθης
(16) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Πέλλας
(17) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Πιερίας
(18) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Ρεθύμνης
(19) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Τρικάλων
(20) Υ.Δ.Ε. στο Νομό Χαλκιδικής.
3. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, και καθορίζεται ο αριθμός των Τμημάτων, οι αρμοδιότητες αυτών και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
΄Αρθρο 26
Καταργούμενες διατάξεις
Καταργούνται, από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας των υπηρεσιακών μονάδων και των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, οι διατάξεις της περίπτωσης γ του άρθρου 2 της αριθ. 2029201/3250/004/5-5-1998 (Β 482) κοινής υπουργικής απόφασης, των περιπτώσεων α και β της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (Α 211), των παραγράφων 1.Β και 1.Γ του άρθρου 3 του Π.Δ. 211/1996 (Α 166), καθώς και κάθε άλλη διάταξη, που προβλέπει αρμοδιότητες υπηρεσιών της Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή άλλων υπηρεσιών, συναφείς με τις αρμοδιότητες που περιέρχονται με τον παρόντα νόμο στη Γ.Δ.Δ.Ε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Αρθρο 27
Φορολογική μεταχείριση υπηρεσιών οδικής βοήθειας σε περίπτωση βλάβης ή ατυχήματος οδικού οχήματος
1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 42 του άρθρου 15 του ν. 2166/1993 (Α 137) καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Η περίπτωση ιθ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (Α 248), τροποποιείται ως εξής:
ιθ) οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εργασίες, καθώς και οι συναφείς με αυτές εργασίες που παρέχονται στους ασφαλειομεσίτες και ασφαλιστικούς πράκτορες, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών οδικής βοήθειας έναντι συνδρομής, που παρέχονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και από φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα παροχής οδικής βοήθειας,
3. Για τις υπηρεσίες οδικής βοήθειας που εμπίπτουν στις διατάξεις της περίπτωσης ιθ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ και παρασχέθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, δεν οφείλεται φόρος προστιθέμενης αξίας, εφόσον μέχρι το χρόνο της κατάθεσης του παρόντος νόμου δεν έχουν εκδοθεί οριστικές ή προσωρινές πράξεις επιβολής φόρου και αποδεδειγμένα δεν εισπράχθηκε. Σε τυχόν καταλογισθέντα ποσά που αφορούν την ως άνω περίοδο δεν επιβάλλονται πρόστιμα και προσαυξήσεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Φόρος που τυχόν καταβλήθηκε, με βάση τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 42 του άρθρου 15 του νόμου 2166/1993 (Α 137), όπως ίσχυε μέχρι την κατάργησή του, δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.
Αρθρο 28
Τέλη χαρτοσήμου επί των ασφαλίστρων παροχής οδικής βοήθειας σε περίπτωση βλάβης ή ατυχήματος οδικού οχήματος.
1. Οι διατάξεις της παρ. 16α του άρθρου 15 του π.δ. της 28 Ιουλίου 1931 (Α 239) «Περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου», σύμφωνα με τις οποίες οι αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων επί παντός είδους ασφαλίσεων υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου δύο επί τοις εκατό (2%), όπως ισχύουν, εφαρμόζονται ανάλογα και επί των αποδείξεων πληρωμής ασφαλίστρων για την παροχή οδικής βοήθειας σε περίπτωση βλάβης ή ατυχήματος οδικού οχήματος ή άλλων συναφών ατομικών υπηρεσιών. Στο τέλος αυτό υπόκεινται οι αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων για την παροχή υπηρεσιών οδικής βοήθειας, είτε εισπράττονται με τη μορφή συνδρομής, είτε εκτάκτως , ανεξάρτητα αν εισπράττονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από την 1η του επόμενου μήνα από την δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Αρθρο 29
Φόρος ασφαλίστρων
1. Επιβάλλεται φόρος επί των ασφαλίστρων με την ονομασία «φόρος ασφαλίστρων», σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Αντικείμενο του φόρου που επιβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, είναι τα απαιτητά ασφάλιστρα και τα πάσης φύσεως δικαιώματα που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση.
Ο συντελεστής του φόρου ορίζεται σε:
α. 20%, επί των ασφαλίστρων κλάδου πυρός
β. 4%, επί των ασφαλίστρων κλάδου ζωής
γ. 10%, επί των ασφαλίστρων των λοιπών κλάδων
3. Στο φόρο υπόκεινται:
α. οι ημεδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις
β. οι αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις και αλληλέγγυα οι φορολογικοί αντιπρόσωποι αυτών
γ. φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που εισπράττουν ασφάλιστρα παροχής οδικής βοήθειας σε περίπτωση ατυχήματος οδικού οχήματος είτε με τη μορφή συνδρομής είτε εκτάκτως.
4. Ο φόρος υπολογίζεται στο σύνολο των ασφαλίστρων, χωρίς καμία έκπτωση και επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου, έστω και αν αυτός απολαμβάνει γενικής απαλλαγής από κάθε φόρο υπέρ του Δημοσίου.
5. Απαλλάσσονται από το φόρο τα ασφάλιστρα τα οποία με τις ισχύουσες διατάξεις απαλλάσσονταν από το φόρο κύκλου εργασιών που επιβαλλόταν με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του α.ν.1524/1950 (Α 246), ο οποίος κυρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 1620/1951 (Α 2).
6. Οι υπόχρεοι για την καταβολή του φόρου υποβάλλουν δήλωση στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) εντός των μηνών Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου για τα απαιτητά ασφάλιστρα και πάσης φύσεως δικαιώματα κατά το προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο.
7. Η επιβολή προσαυξήσεων και γενικά η διαδικασία βεβαίωσης, καταλογισμού και καταβολής του φόρου και τα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή του φόρου, διέπονται από τις διατάξεις, που εφαρμόζονται κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος.
8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των δηλώσεων, των πράξεων επιβολής του φόρου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
9. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου καταργούνται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του α.ν.1524/1950, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1620/1951 και κάθε διάταξη που αντίκειται ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με το άρθρο αυτό. Όπου στις ισχύουσες διατάξεις γίνεται αναφορά στο «φόρο κύκλου εργασιών» επί των ασφαλίστρων των προαναφερομένων διατάξεων νοείται ο «φόρος ασφαλίστρων» των διατάξεων του άρθρου αυτού.
10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1η του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Αρθρο 30
Τέλη συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 2579/1998 (Α 31) αντικαθίσταται ως εξής:
«Το τέλος αυτό υπολογίζεται προ του φόρου προστιθέμενης αξίας για κάθε μηνιαίο λογαριασμό κάθε σύνδεσης και ορίζεται ως εξής:
Για μηνιαίο λογαριασμό μέχρι 30 Ευρώ 2 Ευρώ
Για μηνιαίο λογαριασμό πάνω από 30 Ευρώ και μέχρι 60 Ευρώ 5 Ευρώ
Για μηνιαίο λογαριασμό πάνω από 60 Ευρώ και μέχρι 120 Ευρώ 8 Ευρώ
Για μηνιαίο λογαριασμό πάνω από 120 Ευρώ και μέχρι 240 Ευρώ 15 Ευρώ
Για μηνιαίο λογαριασμό πάνω από 240 Ευρώ 25 Ευρώ
2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από την 1η Οκτωβρίου 2006 και καταλαμβάνει λογαριασμούς που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Αρθρο 31
Αύξηση ελάχιστου ειδικού φόρου κατανάλωσης τσιγάρων
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 97 του ν. 2960/2001 (Α 265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας», όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Στα τσιγάρα που πωλούνται σε τιμή μικρότερη από την τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών, το συνολικό ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, που υπολογίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω περιπτώσεις α) και β) δεν μπορεί να είναι κατώτερο του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνολικού ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών».
2. Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 27 Ιουλίου 2006.
¶ρθρο 32
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.