Η βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης δεν συνοδεύεται από ανάκαμψη των καταναλωτικών δαπανών. Το παράδοξο αυτό επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την οικονομία ο ΣΕΒ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, που έχει συγκεντρώσει ο Σύνδεσμος για το 2017, την περίοδο που βελτιωνόταν ραγδαία η καταναλωτική εμπιστοσύνη είχαμε μια επιβράδυνση στην αρχή και μετά πτώση του όγκου των λιανικών πωλήσεων- εξέλιξη που έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική. Όσο για το πρώτο δίμηνο του 2018 καταγράφεται μία πρόσθετη «κόπωση» των καταναλωτών.
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης καταρτίζεται με βάση τις απαντήσεις που δίνουν οι καταναλωτές σε ερωτήσεις κατά πόσον, στο επόμενο 12μηνο, η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού θα επιδεινωθεί, η οικονομική κατάσταση της χώρας θα επιδεινωθεί, η ανεργία θα αυξηθεί και δεν θα μπορούν να αποταμιεύσουν.
Στις ερωτήσεις αυτές, το ποσοστό των ατόμων που πίστευε τον Δεκέμβριο του 2017 ότι θα υπάρξει επιδείνωση ήταν 56%, 60%, 56% και 92% αντιστοίχως. Τον Φεβρουάριο 2018 είναι 57%, 63%, 58% και 88%.
Η κόπωση
Στο πρώτο δίμηνο του 2018, παρά τη βελτίωση στην ερώτηση για τη δυνατότητα αποταμίευσης στο επόμενο 12μηνο, οι απαντήσεις στις άλλες ερωτήσεις δείχνουν επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Στην ερώτηση δε (που δεν λαμβάνεται υπόψη στην κατάρτιση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης) κατά πόσο θα προβούν σε σημαντικές αγορές (επίπλων, ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών συσκευών, κλπ.) το επόμενο 12μηνο, το 59% τον Δεκέμβριο 2017 και το 61% το Φεβρουάριο 2018 απαντούν αρνητικά, ενώ τον Απρίλιο του 2017 το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 73%. Συνολικά, οι επιμέρους δείκτες δείχνουν μια κόπωση.
Η κάμψη που εμφανίζει η καταναλωτική εμπιστοσύνη στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2018, μετά από ένα ενιάμηνο περίπου συνεχούς βελτίωσης πρέπει να προβληματίσει, ιδίως επειδή το δίμηνο αυτό ακολουθεί το τελευταίο τρίμηνο του 2017 όταν η ιδιωτική
Τι βαραίνει στις προσδοκίες των καταναλωτών
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ αυτό που ίσως βαραίνει στο σχηματισμό των προσδοκιών είναι η προγραμματισμένη για το 2019-2020 μείωση των συντάξεων και μείωση του αφορολογήτου, που θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα συνολικά κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ή κατά 3,6 δισ. ευρώ περίπου.
Σημειώνεται ότι κατά τον Μάιο του 2018 θα ληφθούν αποφάσεις κατά πόσον και τα δύο μέτρα θα ληφθούν ταυτόχρονα το 2019. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται προσοχή ώστε να μην διαταραχθεί το καλό κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Γι’ αυτό είναι σημαντικό, η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης να ενισχυθεί και με δράσεις που να επιδρούν θετικά στην τσέπη του καταναλωτή. Ίσως, η σημερινή συγκυρία είναι η πλέον κατάλληλη για να εφαρμοσθούν μέτρα που βελτιώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω μείωσης φόρων και εισφορών.
naftemporiki.gr