της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Σε μία προσπάθεια να κάμψει τις ανησυχίες των επενδυτών, αλλά και να απαντήσει στην κριτική, που έχει δεχθεί από χώρες, όπως η Ιταλία και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιχειρεί να επιδείξει περισσότερη ευελιξία στους κανόνες για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Οι κατευθυντήριες γραμμές, που έχει εκδώσει εξακολουθούν, ωστόσο, να παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις σε σχέση με τις προτάσεις της Κομισιόν.
Σε νέα ανακοίνωσή της σήμερα η ΕΚΤ διευκρίνισε πως παρόλο, που οι νέες κανόνες θα αρχίσουν να τίθενται σε ισχύ από τον Απρίλιο, οι τράπεζες θα έχουν το περιθώριο να τους θέσουν σε πλήρη εφαρμογή έως και το 2021. Εκείνη τη χρονιά θα ενσωματωθούν για πρώτη φορά στη Διαδικασία Εποπτείας και Αξιολόγησης. Αυτό σε καμία περίπωση δεν σημαίνει εφησυχασμό, αφού έως τότε έχονυ ακόμη πολλά να κάνουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Προσφέρει, ωστόσο, μία ανάσα, η οποία αποτυπώθηκε σήμερα και στην άνοδο των τραπεζικών μετοχών.
Αφήνοντας περιθώριο τριών ετών η κεντρική τράπεζα, η οποία έχει αναλάβει από το 2012 την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κάνει ακόμη μία υποχώρηση. Τα αρχικά της σχέδια προέβλεπαν εφαρμογή των νέων κανόνων από 1ης Ιανουρίου της εφετινής χρονιάς. Η πρώτη εκδοχή που είχε δει το φως μάλιστα προωθούσε ένα άκρως αυστηρό πλαίσιο, το οποίο χαλάρωσε εν μέρει μετά τη σύγκρουσή της με τη Ρώμη, αλλά και τις προειδοποιήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Το ιστορικό της κόντρας
Τον περασμένο Οκτώβριο είχε ξεσπάσει σύγκρουση ανάμεσα στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι και τους αξιωματούχους στη Φραγκφούρτη. Ο Ιταλός είχε τότε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Αναρωτιέμαι σοβαρά εάν συγκεκριμένες πρόσθετες υποχρεώσεις, μπορούν να επιβληθούν στις υπό εποπτεία τράπεζες, χωρίς να συμμετάσχουν οι συννομοθέτες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων». Είχε δε καλέσει την ΕΚΤ να «λάβει όλα τα μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δικαιώματα του κοινοβουλίου ως συννομοθέτη τηρούνται δεόντως, ώστε να αποφευχθεί η διαμάχη των θεσμικών οργάνων σχετικά με το θέμα».
Δύο μήνες αργότερα ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ ανακοίνωνε δια στόματος της επικεφαλής του, Ντανιέλ Νουί, ότι θα λάβει υπόψη τις ενστάσεις του Ευρωκοινοβουλίου και ορισμένων κρατών- μελών και θα παρουσιάσει νέες προτάσεις έως το Μάρτιο του 2018. Διευκρίνιζε δε πως ουδέποτε η κεντρική τράπεζα δεν επεδίωκε την αυτόματη εφαρμογή των κανόνων και τόνιζε πως οι νέοι κανόνες θα ισχύσουν μόνο για τα νέα κόκκινα δάνεια και όχι το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η τελευταία αυτή διευκρίνιση ήταν το κλειδί για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ανακοίνωσή του εκφράζει μεν ικανοποίηση για το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη οι ενστάσεις του, αλλά σπεύδει να επισημάνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να ευθυγραμμίσει το δικό της με πλαίσιο με τη δέσμη προτάσεων της Κομισιόν. Το σχέδιο της Κομισιόν διαφέρει σε ορισμένες πτυχές του από τις κατευθυντήριες γραμμές της κεντρικής τράπεζας. Βάσει των προτάσεων της Επιτροπής οι τράπεζες θα εχουν μπροστά τους δύο χρόνια για να ανακτήσουν μη εξασφαλισμένα δάνεια και οχτώ για ασφαλισμένα δάνεια. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΚΤ θέτουν αντιθέτως ως ανώτατο όριο τα επτά χρόνια.
Τα σενάρια για το κόστος
Στον απόηχο των προτάσεων της Κομισιόν και της ΕΚΤ η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή παρουσίασε σήμερα ένα «συντηρητικό», όπως το χαρακτήρισε σενάριο για τον αντίκτυπο του νέου πλαισίου στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Εξετάζοντας το πώς ακριβώς θα εξελιχθεί η εικόνα μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, αναφέρει ότι η μέση τράπεζα στην Ευρώπη θα δει τον δείκτη κεφαλαικής επάρκειας CET1 (ο οποίος θεωρείται το κύριο μέτρο της υγείας των τραπεζών τα τελευταία χρόνια) να μειώνεται κατά 205 μονάδεης βάσης. Σε μικρότερο ορίζοντα, επτά ετών, το πλήγμα θα είναι 56 μονάδες βάσης στον δείκτη, το οποίο και πάλι, όμως, αντιστοιχεί περίπου στο 40% των παρακρατημένων κερδών, όπως επισημαίνουν οι Financial Times.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το σενάριο της EBA είναι στη βάση δεδομένων από το 2014 έως το 2017 και δεν λαμβάνει υπόψη τις ενέργειες, στις οποίες θα προβούν οι τράπεζες στο εξής, προκειμένου να ανταποκριθούν στις αλλαγές του ρυθμιστικού πλαισίου. Προβλέπει δηλαδή τι θα συμβεί, εάν οι τράπεζες δεν κινητοποιηθούν.