Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης σηματοδοτεί στην ουσία και την αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση του προγράμματος, δεδομένου ότι η τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση θα επικεντρωθεί, κυρίως, στον έλεγχο των όσων αποφασίστηκαν μέχρι σήμερα και στην προετοιμασία της εξόδου από το μνημόνιο.
Το κύριο ζήτημα το οποίο θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον τους επόμενους μήνες, μέχρι τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, είναι η βιωσιμότητα του χρέους, δηλαδή το μέγεθος της ελάφρυνσης, αλλά με παράλληλη διατήρηση της ελληνικής οικονομίας εντός τροχιάς. Οι Ευρωπαίοι εταίροι θέλουν οπωσδήποτε να διασφαλίσουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την ανάπτυξη και για τον λόγο αυτό θα επιδιώξουν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οδηγός θα είναι η απόφαση που ελήφθη στο Εurogroup της 15ης Ιουνίου του 2017, η οποία καθόριζε το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων για τις επόμενες δεκαετίες, το ανώτατο όριο εξυπηρέτησης του χρέους σε ποσοστό του ΑΕΠ ετησίως, το όριο της επιμήκυνσης της αποπληρωμής των δανείων της δεύτερης και τρίτης διάσωσης και τη γαλλική πρόταση για σύνδεση της αποπληρωμής με την ανάπτυξη.
Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση καθόριζε το πρωτογενές πλεόνασμα σε ποσοστό 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στη συνέχεια μια δημοσιονομική πορεία η οποία θα επιτευχθεί σύμφωνα με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ ή λίγο μεγαλύτερο κατά την περίοδο από το 2023 έως το 2060.
Η ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους θα πρέπει να είναι κάτω από το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρέος μειώνεται σταθερά.
Τόνιζε, επίσης, ότι μια μεσοπρόθεσμη δέσμη μέτρων για το χρέος θα εφαρμοστεί στο τέλος του προγράμματος και στον βαθμό που είναι αναγκαίο, ενώ μεταξύ των μέτρων θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων (επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής) και μια περαιτέρω περίοδο χάριτος από 0 έως 15 έτη.
Η απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017 για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα περιλαμβάνει και τη γαλλική πρόταση, η οποία αφορά την εισαγωγή ενός μηχανισμού που θα επαναϋπολογίζει τις ανάγκες αναδιάρθρωσης του χρέους με βάση τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής απόδοσης της ελληνικής οικονομίας και των εκτιμήσεων στο πλαίσιο των αναλύσεων βιωσιμότητας του χρέους. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα αποπληρώνει με αργότερο ρυθμό το χρέος όταν η οικονομία αναπτύσσεται με χαμηλούς ρυθμούς.
Το Εurogroup έδωσε τη Δευτέρα εντολή στο ΕWG να αναλάβει την επεξεργασία της γαλλικής πρότασης, ώστε να γίνει επιχειρησιακή. Να καθοριστεί, δηλαδή, ένας υπολογισμός της ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια, ο οποίος θα βασίζεται σε μια στρατηγική που θα προετοιμάσουν σε συνεργασία οι θεσμοί με την κυβέρνηση. Η στρατηγική αυτή θα είναι έτοιμη μέσα στην άνοιξη, ώστε να αποτελέσει μέρος της τέταρτης αξιολόγησης, η τελική φάση της οποίας θα ξεκινήσει τον προσεχή Μάιο και θα πρέπει οπωσδήποτε να ολοκληρωθεί στο Εurogroup του Ιουνίου.
Μέσα σε αυτήν τη στρατηγική η κυβέρνηση θα εντάξει όλες τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνει μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Είναι προφανές ότι στη στρατηγική οι εταίροι θα εντάξουν όλες τις επιδιώξεις τους, ωστόσο επειδή θα γίνει σε συνεργασία με την κυβέρνηση θα αποτελεί κοινή συμφωνία, οπότε δεν μπορεί να εκληφθεί ως ένα επιβαλλόμενο από τους Ευρωπαίους νέο πρόγραμμα.
Από την άλλη πλευρά, ναι μεν ο γαλλικός μηχανισμός είναι χρήσιμος γιατί σε περιόδους κρίσεων θα διευκολύνεται η Ελλάδα στην αποπληρωμή του χρέους, ωστόσο στις Βρυξέλλες επισημαίνουν και τα αρνητικά στοιχεία.
Το πρώτο και σημαντικότερο είναι πως η υιοθέτηση αυτού του μηχανισμού θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από ορισμένους εταίρους ώστε να μην προχωρήσουν σε γενναία ελάφρυνση του χρέους. Kι αυτό προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο μηχανισμός θα διασφαλίζει την αποπληρωμή του σε περιόδους χαμηλής ανάπτυξης.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι εταίροι θα έχουν το πάνω χέρι στην ενεργοποίηση του εν λόγω μηχανισμού, δεδομένου ότι θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη τους γι’ αυτό. Συνεπώς τους επόμενους μήνες θα απαιτηθούν πολύ λεπτοί χειρισμοί ώστε η απόφαση για το χρέος να στέλνει σαφή μηνύματα στις αγορές για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του και αυτό, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως έχει εξασφαλιστεί.
Στη συζήτηση για το χρέος, σύμμαχος της Ελλάδας είναι μεν η Κομισιόν, αλλά δυστυχώς σε αυτή τη διαπραγμάτευση δεν παίζει ενεργό ρόλο, δεν αποτελεί μέρος της, παρά το γεγονός ότι έχει αναλάβει τη μελέτη της βιωσιμότητάς του. Η απόφαση για το χρέος θα ληφθεί από τις κυβερνήσεις, δηλαδή τους εταίρους και δανειστές, και όχι τα θεσμικά όργανα.
Όσον αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι Ευρωπαίοι θέλουν να το κρατήσουν μέσα στη διαδικασία γιατί η γνώμη του μετράει για τις αγορές και τους επενδυτές κι αν τοποθετηθεί δημόσια ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο αυτό θα βοηθήσει την Ελλάδα. Ο γαλλικός μηχανισμός μπορεί να κάνει το ΔΝΤ να συναινέσει προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή να πει ότι το χρέος καθίσταται βιώσιμο, εγκαταλείποντας την πάγια θέση του για ουσιαστική ελάφρυνση.
Τα τέσσερα σενάρια της Κομισιόν για την εξέλιξη του χρέους ως προς το ΑΕΠ
Η διαμόρφωση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε μέσο επίπεδο της τάξεως του 1,7% για μια μακρά χρονική περίοδο μέχρι το 2060, η «συγκράτηση» του μέσου ρυθμού ονομαστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο του 2,8% (πριν από την αφαίρεση της επίπτωσης του πληθωρισμού), αλλά και η αύξηση του επιτοκίου με το οποίο η Ελλάδα θα αναχρηματοδοτεί τα δάνειά της στο 5,7% κατά μέσο όρο, είναι επαρκείς λόγοι για να πέσει το ελληνικό χρέος στα... βράχια.
Ένα τέτοιου είδους σενάριο που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απίθανο, οδηγεί το χρέος ακόμη και στο εξωπραγματικό 244% του ΑΕΠ το 2060, ενώ εκτινάσσει τις ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτησή του ακόμη και στο 56,6% του ΑΕΠ. Η μελέτη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Debt Sustainability Analysis) που ενσωματώνεται στο κείμενο συμμόρφωσης (compliance report) εμπεριέχει τέσσερα διαφορετικά σενάρια όσον αφορά την εξέλιξη του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και των ετήσιων δαπανών για την εξυπηρέτησή του. Κάθε σενάριο στηρίζεται σε διαφορετικές παραδοχές όσον αφορά την ανάπτυξη, τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας, τα επιτόκια με τα οποία θα υπολογίζονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, αλλά και την εισπρακτική απόδοση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Από τα αποτελέσματα των τεσσάρων διαφορετικών σεναρίων προκύπτει ότι για να παραμείνουν οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους σε λογικά πλαίσια, της τάξεως του 15%-20% του ΑΕΠ, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να επιδείξει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2,4% για… δεκαετίες.
Ειδικότερα:
1. Το πρώτο σενάριο στηρίζεται στην παραδοχή ότι το ΑΕΠ (σε ονομαστικούς όρους) θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 3,4% για την περίοδο από το 2019 έως το 2060, ενώ το μέσο ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει στο 2,4% του ΑΕΠ για την ίδια περίοδο. Το επιτόκιο με το οποίο θα μπορεί να αναχρηματοδοτεί η Ελλάδα το χρέος της θα πρέπει να διαμορφωθεί στο 4,9%, ενώ το επιτόκιο εξυπηρέτησης των δανείων που έχει χορηγήσει ο επίσημος τομέας (EFSF) δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 3,2%. Τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων εκτιμώνται για τη μακρά περίοδο στα 12,7 δισ. ευρώ. Το σενάριο αυτό οδηγεί σε χρέος το οποίο θα παραμένει στο επίπεδο του 165% του ΑΕΠ μέχρι και το 2020, ενώ θα υποχωρήσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ μετά το 2050, για να διαμορφωθεί στο 96,4% του ΑΕΠ το 2060. Όσον αφορά τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, μπορεί να κινηθούν σε χαμηλά πλαίσια μέχρι και το 2030 (έως 15,6% τη συγκεκριμένη χρονιά), ενώ από το 2040 έως το 2060 η δαπάνη προβλέπεται να ξεπεράσει το 20%.
2. Το δεύτερο σενάριο ανεβάζει το χρέος στο 145,1% του ΑΕΠ το 2060 και τις ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτησή στο 23% το 2040, στο 28,8% το 2050 και ακόμη υψηλότερα στο 33,6% το 2060. Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν από πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% σε μέσο ετήσιο επίπεδο για την περίοδο 2019-2060 και σε ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 3,1%. Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους προβλέπεται στο 5,3%, ενώ το επιτόκιο του EFSF προβλέπεται και πάλι στο 3,2% για την περίοδο 2019-2060. Οι αποκρατικοποιήσεις εκτιμάται και πάλι ότι θα αποφέρουν 12,7 δισ. ευρώ (ή 4,5 δισ. ευρώ από πώληση τραπεζικών μετοχών).
3. Το τρίτο σενάριο είναι το επαχθέστερο. Το χρέος εκτινάσσεται στο 244,1% μέχρι το 2060 και οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης στο 56,6%. Η πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ανάλογη με αυτή που εκτιμά το ΔΝΤ (1,5% μέχρι το 2060), ενώ ο ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ περιορίζεται στο 2,7%. Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους σκαρφαλώνει στο 5,7% και τα επιτόκια του EFSF στο 3,2%. Ο πήχης για τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις περιορίζεται στα 4,3 δισ. ευρώ.
4. Το τέταρτο σενάριο, από την άλλη, είναι το ευνοϊκότερο. Προβλέπει αποκλιμάκωση του χρέους στο 79,5% του ΑΕΠ το 2060 και ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης στο 17,9% του ΑΕΠ. Αυτό, όμως, προϋποθέτει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 2,4% του ΑΕΠ για την περίοδο 2019-2060, ανάπτυξη 3,5% σε ονομαστικούς όρους, επιτόκιο αναχρηματοδότησης του χρέους της τάξεως του 4,7%, συγκράτηση του επιτοκίου του EFSF στο 3,2% και έσοδα 12,7 δισ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις.