Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Έντονη κριτική κατά των μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων σε χώρες όπως η Γερμανία άσκησε χθες η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, σε μία σαφή προειδοποίηση ότι αποτελούν έναν από τους λόγους αύξησης του προστατευτισμού. Στην κριτική απάντησε ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, υποστηρίζοντας τα πλεονάσματα.
Η Γερμανία έχει δεχθεί έντονες επικρίσεις από την κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το μεγάλο εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, τη στιγμή που εντείνεται ο σκεπτικισμός απέναντι στο ελεύθερο εμπόριο σε ορισμένες φτωχότερες χώρες της Ευρωζώνης. «Μία μείωση του πλεονάσματος της Γερμανίας θα βοηθούσε στην ελάττωση και στην αντιμετώπιση γενικότερα των παγκόσμιων ανισορροπιών, για τις οποίες ανησυχούμε τα μέγιστα εδώ στο ΔΝΤ.
Η αύξηση του προστατευτισμού ή των απειλών προστατευτισμού δεν είναι σίγουρα ασύνδετη με τη συσσώρευση πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχου σών συναλλαγών σε ορισμένες χώρες» είπε χαρακτηριστικά. Κάλεσε δε το Βερολίνο να ξοδέψει μέρος του δημοσιονομικού του πλεονάσματος για να επενδύσει περισσότερο σε δημόσιες υποδομές, όπως δρόμους, σιδηρόδρομους και ψηφιακές υποδομές. «Η αύξηση των επενδύσεων τώρα μπορεί να σημαίνει ότι η υψηλότερη ανάπτυξη μακροπρόθεσμα θα βελτιώσει την ευημερία, αντισταθμίζοντας το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού. Έχουμε επίσης συστήσει στην κυβέρνηση να δαπανήσει περισσότερα σε μεταρρυθμίσεις που βοηθούν τις γυναίκες να επιστρέψουν στην εργασία» είπε χαρακτηριστικά η κα Λαγκάρντ.
Σημειώνεται ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν εδώ και χρόνια από τη Γερμανία να αυξήσει την εσωτερική ζήτηση και τις εισαγωγές. Το πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο το 2017, ενώ η γερμανική κυβέρνηση αναμένεται να παρουσιάσει δημοσιονομικά πλεονάσματα-ρεκόρ φέτος και το επόμενο έτος. Η οικονομία της αναπτύχθηκε πέρυσι με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2011, εν μέσω της πολύ χαμηλής ανεργίας, του ισχυρού διεθνούς εμπορίου και της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η ισχυρή ανάπτυξη οδήγησε σε πλεόνασμα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό αντίστοιχο με το 1,2% του ΑΕΠ, ενώ το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας στο 12μηνο έως τον Νοέμβριο του 2017 ανήλθε σε 262 δισ. ευρώ.
Στην κριτική της Κρ. Λαγκάρντ έσπευσε να απαντήσει ο διοικητής της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν, υπεραμυνόμενος των πλεονασμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά και του πλεονάσματος ρεκόρ της χώρας του, καθώς ανέφερε ότι η αύξηση των δημοσίων δαπανών με μοναδικό σκοπό την αντιμετώπιση των πλεονασμάτων αυτών θα ήταν «πιθανόν ένα ανώφελο εγχείρημα». Ο ίδιος κήρυξε χθες την έναρξη ενός συνεδρίου που συνδιοργανώνουν η Μπούντεσμπανκ και το ΔΝΤ, σημειώνοντας ότι η Γερμανία χρειάζεται καλύτερες, αλλά όχι περισσότερες δαπάνες.
Αν και ο Γ. Βάιντμαν συμφώνησε ότι οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις και οι «στοχευμένες επενδύσεις σε έρευνα, εκπαίδευση και, κυρίως, στις ψηφιακές υποδομές» είναι αναγκαίες, τόνισε ότι δεν υπάρχει ανάγκη για μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Σύμφωνα με τον κ. Βάιντμαν, η Γερμανία θα πρέπει να δημιουργήσει δημοσιονομικό «μαξιλάρι» ούτως ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από τη γήρανση της κοινωνίας, τονίζοντας ότι θα ήταν «μάταιο» για το Βερολίνο να επενδύσει περισσότερα για να βοηθήσει τις γειτονικές χώρες. Εξήγησε ότι, με βάση μακροοικονομικές μετρήσεις, εάν η Γερμανία επρόκειτο να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις κατά 1% του ΑΕΠ σε μία περίοδο δύο ετών, αυτό θα είχε «πολύ μικρό» αντίκτυπο σε άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.