Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Αντιμέτωποι με την υποχρέωση πληρωμής φόρου υπεραξίας θα βρεθούν από το 2018 πολλοί από όσους αποφασίσουν να πωλήσουν κατοικίες, λοιπά κτίσματα, οικόπεδα ή αγροτεμάχια. Από τον Ιανουάριο επανέρχονται σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για την επιβολή φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων.
Οι διατάξεις αυτές τέθηκαν σε ισχύ για πρώτη φορά το 2014 αλλά, στη συνέχεια, λόγω πλήθους πρακτικών προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή τους, ανεστάλησαν για την περίοδο από την 1η-1-2015 έως 31-12-2016 και στη συνέχεια και για την περίοδο από 1-1-2017 έως 31-12-2017, με νομοθετικές ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν από τη Βουλή στα τέλη του 2014 και στα τέλη του 2016, αντίστοιχα. Νέα αναστολή στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν πρόκειται όμως να δοθεί πλέον, καθώς η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των δανειστών συμφώνησαν να τις επαναφέρουν σε ισχύ από το νέο έτος. Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως συνέπεια να υποστεί άλλο ένα ισχυρό πλήγμα η ήδη καταβαραθρωμένη αγορά ακινήτων της χώρας μας.
Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται από την 1η-1-2018 σε κάθε μεταβίβαση ακινήτου, εφόσον η τιμή πώλησής του είναι μεγαλύτερη από την τιμή κτήσης του. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, ο φόρος θα υπολογίζεται με συντελεστή 15% επί ενός ποσού «υπεραξίας», το οποίο θα προσδιορίζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ τιμής κτήσης και τιμής πώλησης και με συνυπολογισμό συντελεστών απομείωσης της διαφοράς αυτής ανάλογα με τον χρόνο που έχει παρέλθει μεταξύ της απόκτησης και της πώλησης του ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα εξακολουθεί να επιβαρύνεται με φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ΚΦΕ, που επανέρχονται σε ισχύ από την 1η-1-2018, η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος, θα προσδιορίζεται αρχικά με αφαίρεση της τιμής κτήσης από την τιμή πώλησης του ακινήτου και εν συνεχεία με πολλαπλασιασμό της διαφοράς που θα προκύπτει από την προαναφερθείσα αφαίρεση επί έναν ποσοστιαίο συντελεστή απομείωσης, το ύψος του οποίου θα εξαρτάται από τα έτη διακράτησης του ακινήτου. Ο συντελεστής απομείωσης θα κλιμακώνεται από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 26 (βλ. σχετικό πίνακα). Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 ο ισχύων κατά περίπτωση συντελεστής απομείωσης θα περιορίζεται, καθώς θα πολλαπλασιάζεται με 0,8.
Τιμές κτήσης και πώλησης
Ως τιμές κτήσης και ως τιμές μεταβίβασης θα λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτές που αναγράφονται στα αντίστοιχα συμβόλαια, ενώ εάν πρόκειται για ακίνητο το οποίο έχει αποκτηθεί από κληρονομιά, η τιμή κτήσης θα υπολογίζεται με βάση τον φόρο κληρονομιάς που είχε καταβληθεί (το ίδιο και για τις δωρεές - γονικές παροχές). Σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία η τιμή κτήσης δεν μπορεί να προκύψει με βάση δημόσια έγγραφα (όπως π.χ. αυτεπιστασία ή αντιπαροχή) θα υπολογίζεται με βάση έναν μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπ’ όψιν τον πληθωρισμό των ετών που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στην απόκτηση και την πώληση (τιμή κτήσης = τιμή μεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών του έτους κτήσης διά του Δείκτη Τιμών Κατοικιών του προηγουμένου της μεταβίβασης έτους. Ο Δείκτης Τιμών Κατοικιών δημοσιεύεται κάθε χρόνο από την Τράπεζα της Ελλάδος). Η πληρωμή του φόρου
Η διαδικασία επιβολής και πληρωμής του φόρου υπεραξίας προβλέπεται να ολοκληρώνεται σε τέσσερα βήματα:
α) Συμπλήρωση δήλωσης: Για την επιβολή του φόρου, ο φορολογούμενος που μεταβιβάζει ακίνητη περιουσία υποχρεούται πριν από τη σύνταξη του συμβολαίου να δηλώνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τον προσδιορισμό του φόρου υπεραξίας στον συμβολαιογράφο. Η δήλωση περιλαμβάνει τα στοιχεία του πωλητή, του συμβολαιογράφου που καταρτίζει τη συμβολαιογραφική πράξη και θα διενεργήσει την παρακράτηση και την απόδοση του φόρου, τα στοιχεία του αγοραστή ή των αγοραστών, τον χρόνο και την αξία κτήσης και μεταβίβασης, το είδος της ακίνητης περιουσίας ή των ιδανικών μεριδίων αυτής ή του εμπράγματου δικαιώματος, τα έτη διακράτησης, τους συντελεστές και τον υπολογισμό του φόρου. Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να ελέγχει και να βεβαιώνει την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων καθώς και να θεωρεί τη δήλωση, δεν έχει, όμως, ευθύνη για όσα στοιχεία δεν έχουν περιέλθει σε γνώση του και δεν περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο που συντάσσει. Αν με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάζονται περισσότερα εμπράγματα δικαιώματα, ο φορολογούμενος (πωλητής) υποβάλλει μία δήλωση στην οποία θα περιγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία που αφορούν το κάθε δικαίωμα. Αν με το ίδιο συμβόλαιο περισσότερα πρόσωπα (πωλητές) μεταβιβάζουν, υποβάλλεται από το καθένα χωριστή δήλωση.
β) Υποβολή δήλωσης: Η δήλωση υπογεγραμμένη από τον πωλητή και τον συμβολαιογράφο θα πρέπει να υποβάλλεται στην εφορία της έδρας του σε τρία αντίτυπα.
γ) Έκδοση ταυτότητας οφειλής: Την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επομένη μέρα της σύνταξης του συμβολαίου ο συμβολαιογράφος θα πρέπει να καταχωρίζει σε εφαρμογή του συστήματος ΤΑΧΙSnet σειρά στοιχείων (μεταξύ άλλων τον ΑΦΜ του πωλητή, τον αριθμό και την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου, την υπεραξία), να οριστικοποιεί τη δήλωση και να εκδίδει την Ταυτότητα Οφειλής.
δ) Πληρωμή φόρου: Μέσα σε πέντε μέρες από την υπογραφή του συμβολαίου, ο συμβολαιογράφος θα πρέπει να αποδίδει με τραπεζική επιταγή σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου τον φόρο που έχει παρακρατήσει. Η επιταγή θα πρέπει να κατατίθεται στην τράπεζα από την οποία εκδόθηκε.
«Γκρίζες ζώνες» και παγίδες
Ο τρόπος υπολογισμού του φόρου υπεραξίας, όπως αυτός καθορίζεται από τις εφαρμοστικές αποφάσεις και τις εγκυκλίους που είχαν εκδοθεί κατά την πρώτη απόπειρα εφαρμογής του, το 2014, κρύβει πάρα πολλές παγίδες. Όπως προκύπτει από την πιο πρόσφατη διευκρινιστική εγκύκλιο που εκδόθηκε στα τέλη του 2014, λίγο πριν αποφασιστεί η πρώτη αναστολή της εφαρμογής του φόρου:
1 Εάν ένας φορολογούμενος προχωρήσει σε 3 τουλάχιστον πωλήσεις ακινήτων του μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ετών, τότε η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση των ακινήτων αυτών, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και της τιμής κτήσης, θα θεωρείται εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και θα φορολογείται όχι με 15%, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις περί φόρου υπεραξίας ακινήτων, αλλά με 22%-45%, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, και με επιπλέον προκαταβολή φόρου 100%! Δηλαδή, όποιος πωλήσει τρία ακίνητα μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ετών θεωρείται από την εφορία ως επιχειρηματίας (κατ’ επάγγελμα πωλητής ακινήτων) και η υπεραξία από την πώληση των ακινήτων του λαμβάνεται υπ’ όψιν ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα το οποίο φορολογείται με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών.
2 Σε περίπτωση πώλησης οικοπέδου ή αγροτεμαχίου το οποίο εντάχθηκε στα όρια οικισμού αρκετό χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία απόκτησής του από τον πωλητή, ως χρόνος κτήσης δεν θεωρείται η ημερομηνία στην οποία πραγματικά αποκτήθηκε το ακίνητο αλλά ο χρόνος ένταξης του ακινήτου στα όρια του οικισμού. Με το «κόλπο» αυτό μειώνεται ο χρόνος που εμφανίζεται να έχει μεσολαβήσει μεταξύ κτήσης και πώλησης του ακινήτου και η φορολογητέα υπεραξία αυξάνεται πλασματικά, με αποτέλεσμα ο πωλητής να υπερφορολογείται. Ακόμη και σε περίπτωση που ο πραγματικός χρόνος κτήσης είναι πριν από την 1η-1-1995, αλλά ο χρόνος ένταξης στα όρια του οικισμού είναι μετά την ημερομηνία αυτή, ως χρόνος κτήσης λαμβάνεται η ημερομηνία ένταξης στα όρια του οικισμού με συνέπεια να μην ισχύει για τον πωλητή η απαλλαγή που προβλέπεται σε περίπτωση κτήσης του ακινήτου πριν από την 1η-1-1995.
Σύμφωνα εξάλλου με ορισμένες ακόμη διευκρινίσεις που έχουν παρασχεθεί με την ίδια εγκύκλιο:
Αλλαγή χρήσης: Στην περίπτωση κατά την οποία για το μεταβιβαζόμενο ακίνητο προβλεπόταν συγκεκριμένη χρήση του ως νομίμως υφιστάμενου κτηρίου και, στη συνέχεια, η χρήση αυτή μεταβλήθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μετά την έκδοση οικοδομικής άδειας αλλαγής χρήσης, η μεταβολή αυτή είναι αδιάφορη για τον προσδιορισμό τόσο του χρόνου όσο και της τιμής κτήσης (π.χ. το μεταβιβαζόμενο ακίνητο ήταν κατοικία κατά την απόκτησή του ενώ, κατά την πώλησή του, έχει μετατραπεί σε επαγγελματικό χώρο).
Αποπεράτωση ημιτελούς κτίσματος: Σε περίπτωση απόκτησης ημιτελούς κτίσματος (μετά την 1η-1-1995) και πώλησης αυτού στη συνέχεια, μετά από ανέγερση, ως ημιτελούς, σε οποιοδήποτε στάδιο κατασκευής, προ της αποπεράτωσής του, η τιμή κτήσης θα υπολογίζεται με βάση την αξία στην οποία αυτό είχε αποκτηθεί. Αντίθετα, εάν πωληθεί ως αποπερατωμένο, η τιμή κτήσης θα προσδιοριστεί με πολλαπλασιασμό της τιμής μεταβίβασης του ακινήτου επί τον Δείκτη Τιμών Κατοικιών του έτους κτήσης διά του Δείκτη Τιμών Κατοικιών του αμέσως προηγούμενου της μεταβίβασης έτους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ως χρόνος κτήσης θεωρείται εκείνος της απόκτησης, ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος έκδοσης της οικοδομικής άδειας.
Διόρθωση συμβολαίου: Η περίπτωση διόρθωσης, τροποποίησης ή επανάληψης συμβολαίου, για οποιαδήποτε αιτία, δεν συνιστά μεταβιβαστική πράξη και δεν επιβαρύνεται εκ νέου με φόρο υπεραξίας, εφόσον η διόρθωση ή η επανάληψη δεν συνεπάγεται τη μεταβολή οποιουδήποτε προσδιοριστικού της υπεραξίας στοιχείου. Τα ανωτέρω ισχύουν, ιδίως, όταν η διόρθωση αφορά τη διευκρίνιση των περιμετρικών ορίων ακινήτου ή την έκταση αυτού, κατόπιν νέας απεικόνισης ή καταμέτρησής του, εφόσον προκύπτει ότι πρόκειται για το ίδιο αναγραφόμενο στο αρχικό συμβόλαιο ακίνητο. Επομένως, στην προηγούμενη περίπτωση, η διορθωτική πράξη δεν συνιστά νέα κτήση και, κατ’ επέκταση, ο χρόνος κτήσης είναι εκείνος του αρχικού συμβολαίου.
Αντίθετα, στην περίπτωση απόκτησης λόγω κληρονομικής διαδοχής ή εκ χαριστικής αιτίας, θα ληφθεί υπ’ όψιν και η τυχόν επιπρόσθετη αξία, βάσει της οποίας υπολογίστηκε ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς, γονικής παροχής ή χορηγήθηκε απαλλαγή από αυτόν, εφόσον έχει υποβληθεί διορθωτική - συμπληρωματική δήλωση (φόρου κληρονομίας, δωρεάς-γονικής παροχής κ.λπ.) ή έχει εκδοθεί πράξη επιβολής φόρου, βάσει των διατάξεων των φορολογιών αυτών. Η διόρθωση συμβολαίου που αφορά κτήση αποκλειστικής χρήσης κοινόχρηστου χώρου ως παρακολουθήματος χωρίς ποσοστό επί του οικοπέδου, χωρίς να προκύπτει καταβολή τιμήματος, δεν συνιστά νέα κτήση.
Επίσης σε περίπτωση διόρθωσης κύρωσης πράξης εφαρμογής ή ορθής επανάληψης αυτής τότε ως χρόνος κτήσης λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρόνος της αρχικής πράξης.