Διαξιφισμοί Αλογοσκούφη και βουλευτών της αντιπολίτευσης στη Βουλή κατά την πρώτη μέρα συζήτησης του προσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2007.
Οι εισηγητές των κομμάτων της αντιπολίτευσης έκαναν λόγο «για προϋπολογισμό κουρελού», που αναδιανέμει τα πλούτη υπέρ των ολίγων, ενώ διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών τόνισε ότι «ο νέος προϋπολογισμός αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην προσπάθεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης και προσαρμογής που ξεκίνησε το 2004».
Ο κ. Αλογοσκούφης υπογράμμισε πως τα κοινοτικά κονδύλια είναι "κλειδωμένα" και δεν θα υπάρχουν επιπτώσεις στην απορρόφησή τους μέχρι το 2013, και πρόσθεσε ότι μετά το 2010 ενδέχεται να αυξηθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στο Ταμείο Συνοχής, ωστόσο όπως επεσήμανε, αυτό θα συνέβαινε και με τα παλιά στοιχεία, καθώς θα φτάναμε στο 90% του μέσου ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ Δημήτρης Γεωργακόπουλος έκανε λόγο για «εικονική δημοσιονομική εξυγίανση» με αυξημένους έμμεσους φόρους και για «κυβέρνηση που ζει σε φανταστική εικονική πραγματικότητα», σημειώνοντας ότι «ο τελικός προϋπολογισμός που θα κατατεθεί τον Νοέμβριο, θα είναι εντελώς διαφορετικός».
Από την πλευρά του, ο εισηγητής του ΚΚΕ Αγγελος Τζέκης μίλησε για έναν ακόμα προϋπολογισμό που κάνει αναδιανομή πλούτου προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων με μεγάλη κοινωνική απόκλιση, ενώ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «ετοιμάζει φορογιουρούσι –όπως χαρακτηριστικά είπε- για τους μικρομεσαίους, τους οποίους στραγγαλίζει οικονομικά».
Ο εισηγητής του ΣΥΝ Γιάννης Δραγασάκης υπογράμμισε ότι ο νέος προϋπολογισμός διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και το δημοσιονομικό έλλειμμα γίνεται πλέον κοινωνικό. Ο κ Δραγασάκης τόνισε ότι ο προϋπολογισμός πρέπει να στηριχτεί στα νέα στοιχεία με το αναθεωρημένο ΑΕΠ, διαφορετικά, όπως είπε, θα υπάρχουν τρία διαφορετικά βιβλία, ενώ αμφισβήτησε τα στοιχεία για μείωση της ανεργίας.
Τέλος, ο εισηγητής του ΣΥΝ άσκησε έντονη κριτική στον πρόεδρο του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλο, με αφορμή τις χθεσινές δηλώσεις του περί «κρατικού καρτέλ», χαρακτηρίζοντάς τις «ωμή παρέμβαση στο έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού».