Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων «ασκεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές της αρμοδιότητες, όπως αυτές τίθενται από την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία με συνέπεια, αμεροληψία και ακεραιότητα, τηρώντας τις προβλεπόμενες θεσμικές διαδικασίες», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΕΕΤΤ, στον απόηχο δήλωσης του προέδρου του ΟΤΕ Μιχάλη Τσαμάζ, ο οποίος χαρακτήρισε επιθετική απένατι στον ΟΤΕ την πολιτική της ΕΕΤΤ.
Η ΕΕΤΤ κάνει λόγο για «ανακριβείς αναφορές σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι οποίες βάλουν κατά του κύρους και της αποτελεσματικότητάς της».
Όπως τονίζει στην ανακοίνωσή της, «η εταιρεία ΟΤΕ Α.Ε. έχει ορισθεί δυνάμει της ΑΠ ΕΕΤΤ 792/007/22.12.2016 (ΦΕΚ 4505/Β/30.12.2017), κοινοποιηθείσας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως επιχείρηση με σημαντική ισχύ (δεσπόζουσα θέση) στην αγορά χονδρικής τοπικής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο και υπόκειται σε σειρά κανονιστικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων υποχρέωση να μην προβαίνει σε συμπίεση περιθωρίου ως προς τα προϊόντα λιανικής που προτίθεται να διαθέσει και τα οποία ανήκουν στις λιανικές αγορές επομένου σταδίου στην αγορά Χονδρικής Τοπικής Πρόσβασης σε σταθερή θέση (υποχρέωση προηγούμενης έγκρισης πακέτων)».
«Σκοπός της επιβολής της εν λόγω υποχρέωσης είναι να αποφευχθεί ο περιορισμός των ανταγωνιστών από τη δυνατότητα να έχουν εμπορικό κέρδος στις λιανικές αγορές που δραστηριοποιούνται, χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην ως άνω υπό ρύθμιση αγορά», προσθέτει η ΕΕΤΤ και συνεχίζει: «Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα, λόγω της απουσίας εναλλακτικών υποδομών πρόσβασης, οι εναλλακτικοί πάροχοι μπορούν να δραστηριοποιηθούν στην λιανική αγορά σταθερής ευρυζωνικής πρόσβασης και στη λιανική αγορά σταθερής πρόσβασης στο τηλεφωνικό δίκτυο μόνο μέσω της χρήσης υπηρεσιών του δικτύου πρόσβασης του κοινοποιημένου φορέα εκμετάλλευσης (ΟΤΕ ΑΕ) και συνεπώς πιθανή συμπίεση περιθωρίου θα οδηγήσει στον αποκλεισμό τους από τις λιανικές αγορές επόμενου σταδίου και συνεπώς σε περιορισμό του ανταγωνισμού, σε βάρος των τελικών χρηστών».
«Η ΕΕΤΤ, σεβόμενη την εμπορική πολιτική της ΟΤΕ ΑΕ, εξετάζει τα αιτήματα έγκρισης οικονομικών προγραμμάτων της σύμφωνα με τις προτεραιότητες που κατά καιρούς θέτει εγγράφως η εταιρεία, και υπό τον απαράβατο όρο ότι έχουν υποβληθεί τα αναγκαία, για τη διεξαγωγή του προβλεπόμενου ελέγχου οικονομικά / κοστολογικά στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, καθυστέρηση υποβολής των αναγκαίων για τον ετήσιο κοστολογικό έλεγχο της ΟΤΕ Α.Ε., ή για την απαιτούμενη επικαιροποίηση του μοντέλου ελέγχου των πακέτων, στοιχείων, καθώς και αιτήματα παράτασης των τιθέντων προθεσμιών από την ίδια την εταιρεία είναι προφανές ότι παρατείνουν αντίστοιχα το χρονικό διάστημα εξέτασης και συνακόλουθα έγκρισης ή απόρριψης των υποβληθέντων προγραμμάτων», τονίζεται στην ανακοίνωση.
Η ΕΕΤΤ υπογραμμίζει ότι στο διάστημα Φεβρουάριος (2/2) – Οκτώβριος (26/10) 2017 εξετάστηκαν 187 οικονομικά προγράμματα, ενώ όπως προσθέτει, «η πλειοψηφία των μη εξετασθέντων οφείλεται σε πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου, στις οποίες η ΕΕΤΤ, ως οφείλει, δυνάμει των άρθρων 95 Παρ. 5 του Συντάγματος και του 198ΚΔΔικ, συμμορφώνεται και οι οποίες , αν και γνωστές στην ΟΤΕ ΑΕ δεν έχουν ληφθεί υπόψη στα υποβαλλόμενα και μη εγκριθέντα προγράμματα».
«Η ΕΕΤΤ σεβόμενη την πρόθεση και τη δυνατότητα του ΟΤΕ να προβεί σε επενδύσεις, με την προαναφερθείσα απόφαση, εισήγαγε και εφαρμόζει στη χώρα μας τη διαδικασία εισαγωγής τεχνολογίας vectoring στο δίκτυο πρόσβασης, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη μακροπρόθεσμης διασφάλισης του ανταγωνισμού, εξασφαλίζοντας τους όρους για τη προώθηση, επενδύσεων σε υποδομές όχι μόνο του κατέχοντος δεσπόζουσα θέση ΟΤΕ αλλά και των εναλλακτικών παρόχων. Τονίζεται ότι όπου η ΟΤΕ ΑΕ, για την παροχή ενός λιανικού προϊόντος χρησιμοποιεί χονδρικά προϊόντα υψηλών ταχυτήτων (τύπου VLU) τα οποία διαθέτει άλλος πάροχος, δεν θεωρείται ότι το λιανικό αυτό προϊόν αποτελεί επόμενο στάδιο στην αγορά Χονδρικής Τοπικής Πρόσβασης, έτσι όπως αυτή έχει οριστεί στην εν λόγω Απόφαση και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στην υποχρέωση ελέγχου συμπίεσης περιθωρίου», επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
Καταλήγοντας η ΕΕΤΤ τονίζει ότι στο πλαίσιο του ρυθμιστικού της ρόλου, σε συνεχή διαβούλευση και συνεργασία με τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εργάζεται αδιαλείπτως με γνώμονα την ενθάρρυνση επενδύσεων στη χώρα και την προώθηση καινοτόμων προϊόντων ηλεκτρονικών επικοινωνιών προς όφελος της εθνικής οικονομίας και της προστασίας των καταναλωτών.