Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
«Επιθετική και αδιαφανή απέναντι στον ΟΤΕ», χαρακτηρίζει ο Μιχάλης Τσαμάζ τη ρυθμιστική πολιτική που ασκείται από την ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) στην πολυσέλιδη επιστολή του - υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Δημήτρη Τσαμάκη και τα μέλη της Ολομέλειας με αφορμή τις καθυστερήσεις στις εγκρίσεις τιμολογιακών του πακέτων.
Στην επιστολή αναφέρθηκε ο κ. Τσαμάζ κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή την εμπορική διάθεση ταχυτήτων έως 200Mbps στη σταθερή τηλεφωνία.
Η διοίκηση του ΟΤΕ απευθύνεται στην ΕΕΤΤ και με προτάσεις για βελτίωση στους χρόνους έγκρισης των τιμολογιακών του πακέτων, ενώ θέτει επιπλέον το ζήτημα της Καθολικής Υπηρεσίας για τη παροχή της οποίας ο ΟΤΕ διεκδικεί από την υπόλοιπη αγορά περί τα 380 εκατ. ευρώ (2010 – 2016). Όπως σημειώνεται παρά το γεγονός ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο προβλέπει ότι το καθαρό κόστος της Καθολικής Υπηρεσίας πρέπει να βαραίνει όλους τους παίκτες της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, αναλογικά με το μερίδιό τους, ο ΟΤΕ δεν έχει ακόμα εισπράξει τίποτα και αυτό με ευθύνη της ΕΕΤΤ που δεν έχει ακόμα εκδώσει τις σχετικές αποφάσεις. «Η καθυστέρηση αυτή συνιστά ευθεία κρατική ενίσχυση των ανταγωνιστών του ΟΤΕ» επισημαίνει σχετικά ο επικεφαλής του ΟΤΕ.
Σύμφωνα πάντα με το υπόμνημα του ΟΤΕ προς την ΕΕΤΤ, το οποίο εστάλη στις αρχές του μήνα, η ρυθμιστική πολιτική που ακολουθείται «με όχημα την γραφειοκρατία, τηρεί μια σχεδόν εκδικητική στάση απέναντι στον μεγαλύτερο επενδυτή στις τηλεπικοινωνίες στην χώρα», ενώ προστίθεται: «Μια πολιτική που συγχέει ηθελημένα τον ρόλο του Ρυθμιστή που είναι η εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, με τον ρόλο του εμπορικού διευθυντή του ΟΤΕ, επιλέγοντας εκείνη στην παραμικρή λεπτομέρεια ΤΙ, ΠΩΣ, ΠΟΤΕ και ΑΝ θα πουλήσει ο ΟΤΕ υπηρεσίες στους καταναλωτές.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΕΤΤ βγάζει τεχνητά εκτός αγοράς τον πιο σημαντικό της παίκτη τον ΟΤΕ, σε βάρος του Έλληνα καταναλωτή που δεν μπορεί να απολαύσει φθηνές και ανταγωνιστικές υπηρεσίες, αλλά και σε βάρος της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της.
Δεν σας γράφω την επιστολή αυτή για να ζητήσω επιεική ρύθμιση, αλλά για να σας υπενθυμίσω ότι απαιτείται δίκαιη ρύθμιση. Ιδιαίτερα σε ένα ρυθμιστικό καθεστώς όπου η Επιτροπή σας είναι ταυτόχρονα νομοθέτης και εκτελεστής των αποφάσεών της, ενώ στην ουσία είναι και ανέλεγκτη στον τρόπο που ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια επί θεμάτων που άπτονται της βιομηχανικής πολιτικής στις τηλεπικοινωνίες».
Όπως καταγράφεται από τον ΟΤΕ στις 13.10.2017 εκκρεμούσαν προς έγκριση από την ΕΕΤΤ 425 τιμολογιακά προγράμματά του. Ορισμένα από αυτά εκκρεμούν από το 2016.
Τους τελευταίους οκτώ μήνες (Φεβρουάριος - Οκτώβριος 2017) εγκρίθηκαν μόλις 65 τιμολογιακά προγράμματα.
Ο μέσος αριθμός εγκρίσεων ανά Ολομέλεια της ΕΕΤΤ είναι της τάξης των 5, 6 ή 12 τιμολογιακών προγραμμάτων, ενώ υπάρχουν και Ολομέλειες που δεν εγκρίνουν κανένα τιμολογιακό πρόγραμμα του ΟΤΕ.
Από τον Φεβρουάριο 2017 ο μέσος χρόνος έγκρισης των τιμολογιακών προτάσεων του ΟΤΕ κυμαίνεται γύρω στους 4 μήνες - διπλάσιος από το αμέσως προηγούμενο διάστημα, που και πάλι ήταν πάρα πολύ μεγάλος (2 μήνες) με όρους αγοράς, από την στιγμή που οι ανταγωνιστές βγαίνουν όποτε θέλουν με νέα τιμολόγια και προσφορές.
Η επιστολή κάνει επίσης λόγο για «έλλειψη καλόπιστης συνεργασίας των υπηρεσιών της ΕΕΤΤ» με το σκεπτικό ότι παλαιότερα η ΕΕΤΤ ενημέρωνε τον ΟΤΕ όταν ένα πρόγραμμα κοβόταν για λίγα cents προκειμένου ο ΟΤΕ να το προσαρμόσει ανάλογα (π.χ. αύξηση τιμής) για να μην χρειαστεί εκ νέου υποβολή και άλλες καθυστερήσεις. Η τωρινή διοίκηση της ΕΕΤΤ το έχει σταματήσει.
Ακόμη, ο ΟΤΕ θεωρεί πως δεν πρέπει και δεν μπορεί να ισχύει η διαδικασία ελέγχου τιμών λιανικής του ΟΤΕ στις περιοχές τις οποίες με το vectoring οι Vodafone και Wind γίνονται καθετοποιημένες επιχειρήσεις (δηλαδή πλέον θα πουλάνε χονδρική στον ΟΤΕ), ενώ κατηγορεί την ΕΕΤΤ για αδράνεια στην καταγγελία του, στις αρχές Οκτωβρίου, ότι η Vodafone προσφέρει προϊόντα λιανικής σε περιοχές που έχει αποκλειστικότητα για vectoring χωρίς να έχει προηγουμένως προσφέρει προϊόντα χονδρικής.