Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Η συνολική συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία υπολογίζεται σε 16,1 δισ. ευρώ ή 9,2% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας το 2016. Επίσης, σε όρους απασχόλησης, η συνολική συνεισφορά του κλάδου διαμορφώθηκε σε 349 χιλ. θέσεις εργασίας (ή 9,7% της συνολικής απασχόλησης), σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ με θέμα «Η συμβολή της επιβατηγού ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία».
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ γίνεται ακόμη αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις που έχει για τον κλάδο και την επιβατική κίνηση η αύξηση του ΦΠΑ, ενώ υπολογίζεται ότι ο καθαρός ακτοπλοϊκός ναύλος στη χώρα μας είναι φθηνότερος από ό,τι στη γειτονική Ιταλία.
Φθηνότεροι από την Ιταλία
Ειδικότερα ο ναύλος σε γραμμές περίπου ίσης απόστασης εμφανίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα και την Ιταλία. Στην Ιταλία στη γραμμή Civitavecchia-Porto Torres ο καθαρός ναύλος ανά μίλι είναι 0,21 ευρώ τον Ιούλιο, 0,33 ευρώ τον Αύγουστο και 0,17 ευρώ τον Σεπτέμβριο, ενώ στη γραμμή Πειραιάς-Χανιά και τους τρεις μήνες ήταν σταθερός στο 0,19 ευρώ. Με άλλα λόγια στην ελληνική αγορά δεν παρατηρείται διαφοροποίηση στην τιμή με βάση την έγκαιρη κράτηση των εισιτηρίων (early booking), ενώ ο ναύλος ανά μίλι στη συγκεκριμένη διαδρομή είναι χαμηλότερος στην Ελλάδα. Επίσης και σε μικρότερες αποστάσεις, το καθαρό ναύλο ανά μίλι φαίνεται να είναι μικρότερο στην Ελλάδα.
Επίσης, η μελέτη διαπιστώνει μία θετική συσχέτιση της ακτοπλοϊκής κίνησης με το διαθέσιμο εισόδημα και τις αεροπορικές αφίξεις από το εξωτερικό. Ειδικότερα μία αύξηση 10% στο διαθέσιμο εισόδημα οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για εισιτήρια κατά 8% βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον μία αύξηση κατά 10% των αεροπορικών αφίξεων από το εξωτερικό οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για ακτοπλοϊκά εισιτήρια κατά 2,8%! Αντιθέτως βραχυπρόθεσμα μία αύξηση κατά 10% της τιμής των εισιτηρίων οδηγεί σε πτώση της ζήτησης για εισιτήρια κατά 14% και μία αύξηση κατά 10% των αεροπορικών αφίξεων από το εσωτερικό οδηγεί σε πτώση της ζήτησης για ακτοπλοϊκά εισιτήρια κατά 1,6% βραχυπρόθεσμα.
2,3 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας
Γενικότερα, όπως εκτιμά ο ΙΟΒΕ, η ζήτηση για ακτοπλοϊκές μεταφορές στις εσωτερικές γραμμές συνεισέφερε το 2016 περίπου 2,3 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, στηρίζοντας 34,2 χιλ. θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία, εκ των οποίων 5,4 χιλ. αφορούσαν άμεσα στην εγχώρια ακτοπλοΐα. Αν ληφθούν υπόψη και οι καταλυτικές επιδράσεις που συνδέονται με τον τουρισμό, την ανάπτυξη του πρωτογενούς και μεταποιητικού τομέα στις νησιωτικές περιφέρειες της χώρας και το εξαγωγικό εμπόριο που πραγματοποιείται από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας, τότε φθάνουμε στα προαναφερόμενα μεγέθη (9,2% του ΑΕΠ). Σημειώνεται ότι ο κλάδος της επιβατηγού ναυτιλίας συνεισφέρει σημαντικά και στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, μέσα από το μεταφορικό έργο στις γραμμές της Αδριατικής Θάλασσας. Εκτιμάται ότι η αξία των εμπορευμάτων που διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό από τα λιμάνια Πατρών και Ηγουμενίτσας ξεπέρασε το 1,4 δισ. ευρώ το 2016. Αυτά τα δύο λιμάνια κατατάσσονται στη 2η και την 3η θέση αντίστοιχα στην Ελλάδα, μετά το λιμάνι του Πειραιά, σε όρους όγκου εμπορευματικής κίνησης εξωτερικού (εξαιρουμένων των καυσίμων και του ξηρού φορτίου).
Προοπτικές και προκλήσεις
Όσον αφορά τις προοπτικές του κλάδου, η αναμενόμενη ενίσχυση των αφίξεων τουριστών από το εξωτερικό δημιουργεί θετική δυναμική. Θετική αναμένεται να είναι η επίδραση και από τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η ευρύτερη χρήση του ηλεκτρονικού εισιτηρίου επίσης αναμένεται να συνεισφέρει θετικά στη λειτουργία και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου. Ωστόσο, η αύξηση στις τιμές των ναυτιλιακών καυσίμων το 2017 θα επηρεάσει αρνητικά τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου, εκτιμά ο ΙΟΒΕ. Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές του κλάδου επηρεάζονται αρνητικά από τις υποβαθμισμένες λιμενικές υποδομές, καθώς στα περισσότερα λιμάνια της χώρας ο εξοπλισμός υποδοχής παραμένει ανεπαρκής, ενώ και οι ράμπες χαρακτηρίζονται προβληματικές.
Επιπλέον, σημαντικό ζήτημα αποτελεί η υποχρέωση προσαρμογής στη χρήση νέου τύπου καυσίμων από το 2020, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ναυπήγησης, μετασκευών και λειτουργίας των πλοίων.
Αξιοσημείωτα στοιχεία
✔ Η χώρα μας έχει διπλάσιο αριθμό επιβατικών λιμανιών (145) στην Ευρώπη, από τη δεύτερη της σχετικής κατάταξης χώρα (Δανία 73), δείγμα του σημαντικού ρόλου που παίζει η ακτοπλοΐα στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, ωστόσο έχει και τον δεύτερο υψηλότερο ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια (Ελλάδα 24%). Σημειώνεται ότι ο Πειραιάς αποτελεί το μεγαλύτερο λιμάνι σε επιβατική κίνηση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-28 (7,9 εκατ. επιβάτες το 2015). Να σημειωθεί πάντως ότι σε χώρες με υψηλή επιβατική κίνηση ο ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια κυμαίνεται μεταξύ 6% (στη Σουηδία) και 10% (στην Ιταλία).
✔ Στις εσωτερικές ακτοπλοϊκές γραμμές σημειώθηκε το 2016 άνοδος κατά 1,6% στους επιβάτες, με την αύξηση να είναι σημαντικά υψηλότερη στα οχήματα (13%). Ωστόσο, σε σχέση με το 2009 η επιβατική κίνηση έχει υποχωρήσει κατά 16%.
✔ Στις γραμμές της Αδριατικής η επιβατική κίνηση από τα λιμάνια της χώρας διαμορφώθηκε το 2016 σε περίπου 1,5 εκατ. επιβάτες, ελαφρώς υψηλότερα σε σχέση με το 2012 και το 2013, αλλά κατά περίπου 33% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009.
✔ Η ελληνική επιβατηγός ναυτιλία παραμένει μια από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, καθώς μέσω αυτής πραγματοποιείται το 17% της θαλάσσιας επιβατικής κίνησης στο σύνολο της Ε.Ε.
✔ Το κόστος καυσίμων αποτελεί το βασικότερο λειτουργικό κόστος των ελληνικών ακτοπλοϊκών εταιρειών και φθάνει στο 27,6% των συνολικών εξόδων, ενώ το μισθολογικό κόστος ως ποσοστό του συνολικού λειτουργικού κόστους κυμαίνεται στο 23%, σε επίπεδα ανάλογα με αυτά ξένων ακτοπλοϊκών εταιρειών. Ωστόσο, στη Φινλανδία π.χ. το κράτος συμμετέχει στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων των ναυτικών, καταβάλλοντας μέρος των εισφορών για τα συνταξιοδοτικά ταμεία.