Σχεδόν 2 δολάρια στα 10 που πληρώνει η χώρα για τις εισαγωγές πετρελαίου επιστρέφονται μέσω των εξαγωγών που αποτελούνται μάλιστα από προϊόντα υψηλότερης αξίας.
Αυτό προκύπτει από ειδική έρευνα του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), στην οποία εξετάζονται οι εμπορικές συναλλαγές στο ζωτικό αυτό τομέα.
Οι εξαγωγές πετρελαίου στην τελευταία πενταετία καλύπτουν σημαντικό ποσοστό της αξίας των εισαγωγών (το 18% στο 2005) ανακουφίζοντας ιδιαίτερα το επιβαρυμένο από τη μεγάλη αύξηση των τιμών εμπορικό ισοζύγιο. Κατά το διάστημα αυτό αποτελούνται μόνον από επεξεργασμένα προϊόντα, ενώ στις εισαγωγές τα 3/4 και πλέον είναι ακατέργαστο πετρέλαιο.
Οι εξαγωγές πετρελαίου που άρχισαν από την πρώτη «πετρελαϊκή κρίση» (1973-74) και αποτελούν από τότε σταθερό στοιχείο της εξαγωγικής δραστηριότητας, καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών καυσίμων από τη χώρα μας (το 96% στο 2005).
Η αξία τους ουδέποτε έπεσε κάτω από το 5% της συνολικής αξίας των εξαγωγών και ουδέποτε ξεπέρασε το 16%.
Οι εξαγωγές πετρελαίου κατευθύνονται σχεδόν σε ίσα ποσοστά στον ανεπτυγμένο κόσμο (42%) και στον αναπτυσσόμενο (44%) ενώ το υπόλοιπο απορροφάται από τις πρώην ανατολικές χώρες.
Μεγάλο μέρους του ακατέργαστου πετρελαίου υφίσταται επεξεργασία και εξάγεται ως προϊόν μεγαλύτερης αξίας. Και αν ακόμη τα προϊόντα εξάγονται, χωρίς να υποστούν επεξεργασία, αλλά αποτελούν απλώς αντικείμενο εμπορίας, και πάλι υπάρχει προστιθέμενη αξία.
Η αξιολόγηση ειδικότερα της σημαντικής αυτής παραμέτρου προκύπτει από την εξέλιξη των μέσων τιμών εισαγωγής και εξαγωγής και των μεταβολών τους κατά την περίοδο 2001-2005 που αποτελούν και ένδειξη της ποιότητας των εξαγόμενων προϊόντων. Οι μέσες τιμές εξαγωγής διαμορφώθηκαν σε σχέση με τις τιμές εισαγωγής στο ίδιο έτος (371 δολ. ανά τόννο).
Στην ίδια περίοδο μάλιστα η μέση τιμή των εξαγόμενων προϊόντων αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 24,2%, σε σχέση με αύξηση 21,8% της μέσης τιμής των εισαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι η ποιοτική σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων πετρελαίου βελτιώνεται, καθώς στις εξαγωγές συμμετέχουν στο 2005 προϊόντα υψηλότερης αξίας, σε σχέση με το 2001.