Ο κλάδος των χημικών προϊόντων αποτελεί έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της ελληνικής μεταποίησης παρουσιάζοντας ταυτόχρονα αυξημένο εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της Hellastat:
Σύμφωνα με τους δείκτες παραγωγής που καταρτίζει η ΕΣΥΕ, η συνολική παραγωγή του κλάδου την περίοδο 2000-2005 αυξήθηκε κατά 20,4%, με μέσο ρυθμό της τάξης του 3,8% ετησίως.
Αν και το 2005 ο ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής χημικών είναι χαμηλότερος, στο 1,9%, εντούτοις το γεγονός ότι το σύνολο της μεταποιητικής παραγωγής κατέγραψε πτώση της τάξης του -0,8%, αλλά και η άνοδος της παραγωγής χημικών κατά 6,6% την περίοδο 2004/2003, φανερώνουν τον έντονο δυναμισμό του κλάδου.
Οι εξαγωγές του κλάδου των χημικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε €2,02 δισ., αυξημένες κατά 23% συγκριτικά με το δωδεκάμηνο του 2004, ενώ η αξία των εισαγωγών κινήθηκε με υποδιπλάσιο ρυθμό, στο 11%, ξεπερνώντας τα € 6,3 δισ..
Τα αποτελέσματα του 2005
Σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία 294 παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των χημικών, η Hellastat επισημαίνει ότι:
- Η αγορά παρουσιάζει στασιμότητα το 2005, διατηρείται όμως στα υψηλά επίπεδα που διαμορφώθηκαν κατά τη χρήση του 2004, όταν η συνολική αξία της αγοράς αυξήθηκε κατά 15%
- Η συγκέντρωση στον κλάδο είναι περιορισμένη, καθώς το 2005 οι 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις δημιούργησαν το 29% των συνολικών εσόδων, παρατηρείται ωστόσο τάση ενίσχυσης έναντι του 26% περίπου που καταγράφεται αντίστοιχα για το 2004.
- Οι 10 πρώτες επιχειρήσεις ενισχύουν τα αποτελέσματά τους, δημιουργώντας το 34% των κερδών το 2005, έναντι 25% το 2004.
- Θετικά αποτελέσματα προ φόρων εμφανίζει το 76,5% του δείγματος, με τις επιχειρήσεις που δείχνουν επιδείνωση σε σύγκριση με το 2004 να αποτελούν την πλειοψηφία (58% των κερδοφόρων). Αρνητικό είναι το γεγονός ότι 27 ζημιογόνες επιχειρήσεις –το 10% του δείγματος- ήταν κερδοφόρες το 2004.
- Παράλληλα, η ομάδα των 109 επιχειρήσεων με έσοδα άνω των € 3 εκ. εμφανίζει έντονα ανοδικό μέσο ρυθμό αύξησης των πωλήσεων ο οποίος εκτιμάται στο 4,3% το 2005 και 9,1% ετησίως την 3ετία 05/03 έναντι επιδόσεων της τάξης του 1,1% και 2,7% αντίστοιχα για τις 92 επιχειρήσεις με έσοδα από € 1 εκ. μέχρι € 3 εκ..
- Οι διαφορές στους ρυθμούς ανάπτυξης δημιουργούν προοπτική περαιτέρω ενίσχυσης της συγκέντρωσης στον κλάδο.
Χρηματοοικονομική αξιολόγηση
Η ταχύτητα ανακύκλωσης των συνολικών κεφαλαίων υποχωρεί ελαφρά το 2005, στις 0,96 φορές από 1,04 το 2004. Η επίδοση αυτή είναι ανώτερη του μέσου που παρατηρείται στην Ελληνική Βιομηχανία το 2004, στις 0,6 φορές περίπου.
Τα περιθώρια λειτουργικής (7,4%) και καθαρής (2,7%) κερδοφορίας διαγράφουν διαχρονικά τάση ελαφριάς υποχώρησης σε σύγκριση με το 2003 (8,3% και 3,8% αντίστοιχα).
Οι δείκτες δανειακής επιβάρυνσης αναδεικνύουν την τάση ενίσχυσης της κεφαλαιακής μόχλευσης στον κλάδο. Η σχέση ξένων προς τα ίδια κεφάλαια εκτιμάται στο 2,6 προς 1 (από 2,4 προς 1) ενώ τα ξένα ανέρχονται στο 72,5% των συνολικών κεφαλαίων (από 70,8%).
Οι συνέπειες της υποχώρησης στο καθαρό περιθώριο και την ανακύκλωση του ενεργητικού ξεπερνούν τη θετική επίδραση της αυξημένης κεφαλαιακής μόχλευσης, με αποτέλεσμα η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων να υποχωρεί στο 10,6%, χάνοντας 4 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το 2004 (14,4%).
Εντούτοις, το 10,6% που κατά μέσο όρο επιτυγχάνεται υπερακοντίζει την αντίστοιχη μέση τιμή στο σύνολο της Ελληνικής Βιομηχανίας -αλλά και σε όλο το εύρος των ελληνικών επιχειρήσεων- καθώς ο δείκτης RoE δεν ξεπερνά το 3% (με ανάλογη πτωτική τάση την τελευταία 3ετία). Η υψηλή κεφαλαιακή μόχλευση κυρίως αλλά και η καλή ανακύκλωση του ενεργητικού παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη της υψηλής απόδοσης στον κλάδο.