Από την έντυπη έκδοση
Στα θετικά στοιχεία της πρόσφατης εξόδου της χώρας στις αγορές αναφέρεται με έκθεσή της η HSBC, σημειώνοντας ότι με το εγχείρημα αυτό η Ελλάδα δεν πέτυχε μόνο την εξομάλυνση του προφίλ της ωρίμανσης των δανείων της, αλλά άνοιξε τον δρόμο για μια βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης το επόμενο έτος, τηρώντας το ανώτατο όριο του χρέους που επέβαλε το ΔΝΤ.
Η HSBC βέβαια εκτιμά ως σχετικά τολμηρή την άποψη του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, ότι η χώρα θα μπορούσε να επιστρέψει στις αγορές εκ νέου μία ή δύο φορές πριν από το τέλος του προγράμματος και θεωρεί ότι αυτά τα βήματα θα είναι περισσότερο ασκήσεις διαχείρισης ρευστότητας, αφού ο δανεισμός πέραν της επταετίας καθίσταται ακριβός για την Ελλάδα και λιγότερο ελκυστικός για τους επενδυτές, λόγω της αβεβαιότητας.
Την ίδια στιγμή, αναλυτές της JP Morgan επισημαίνουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει ευκαιριακά να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές άλλες δύο τρεις φορές ακόμη μέχρι τον Αύγουστο του 2018 προκειμένου να κάνει μια καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης.
Αυτό είναι δυνατό να γίνει, εφόσον βέβαια εφαρμοστεί η μεταρρυθμιστική ατζέντα από τους Έλληνες και εάν οι Ευρωπαίοι δώσουν τις λεπτομέρειες για τη βραχυπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους πολύ πριν εκπνεύσει το πρόγραμμα, για να δώσουν στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αγορές στοιχείων ενεργητικού της χώρας.
Σύμφωνα επίσης με την HSBC, εάν η Ελλάδα θέλει να αποφύγει ένα νέο πακέτο διάσωσης, η αξιόπιστη επιστροφή στις αγορές σε λογικά επίπεδα στο τέλος του προγράμματος είναι ζωτικής σημασίας, ενώ δεν θα χρειάζεται να δανειστεί πολλά χρήματα. Το προφίλ ωρίμανσης είναι σχετικά ήπιο κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό το 2018, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν.
Η HSBC αναμένει ότι η επιτυχία αυτής της εξόδου θα δώσει κάποια ανακούφιση στους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας, καθώς μπορεί να σταματήσει την εξάρτηση της χώρας από την επίσημη χρηματοδότηση. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι η έκδοση επετεύχθη χωρίς το QE ή τις αγορές στην πρωτογενή αγορά από τον ESM.
Πάντως η βρετανική τράπεζα αμφιβάλει για το αν η Ελλάδα μπορεί να εκδώσει ένα ομόλογο διάρκειας πάνω από 7 έτη και πιθανώς όχι μεγαλύτερης διάρκειας από το νέο που λήγει το 2022 και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πρώτον, το κόστος δανεισμού γίνεται λιγότερο βιώσιμο για τον εκδότη, δεδομένου ότι η απόδοση του 10ετούς εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από το 5% και κατά δεύτερον μπορεί να υπάρχει έλλειψη ζήτησης για ελληνικό μακροπρόθεσμο χρέος πριν από την αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Επίσης η HSBC αναφέρει ότι η συνεχιζόμενη διαφωνία μεταξύ του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων πιστωτών δείχνει ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι υποθέσεις θα υπάρξουν για την ανάπτυξη και το πλεόνασμα. Μετά το 2022 το ΔΝΤ εκτιμά ότι αν δεν υπάρξει περαιτέρω ουσιαστική ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σημαντική πίεση. Σύμφωνα με την HSBC, η ελάφρυνση του χρέους από το Eurogroup θα είναι απίθανο να καταστεί σαφέστερη πριν από το τέλος του προγράμματος το επόμενο έτος. Εάν η πρόταση της Ευρώπης απογοητεύσει, οι επενδυτές μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο.
Στρατηγικός στόχος το βιώσιμο επιτόκιο
Στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης είναι η έξοδος στις αγορές «να οδηγήσει τον Αύγουστο του 2018 σε ένα επιτόκιο τέτοιο, που θα μπορεί να δημιουργεί όρους βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους» τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο «Star Κεντρικής Ελλάδας».
Ο ίδιος σημείωσε ότι η δοκιμαστική έξοδος της περασμένης εβδομάδας «αποτέλεσε ένα σημείο καμπής», υποστηρίζοντας πως:
- Δεν ήταν ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αλλά το πρώτο βήμα μιας συνολικής στρατηγικής, έτσι ώστε στο τέλος της περιόδου του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή τον Αύγουστο του 2018, να έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ανακτήσουμε πλήρως την πρόσβασή μας στις αγορές χρήματος.
- Έχουμε τώρα μία έξοδο, που δεν αποτελεί απλώς και μόνο μία προσπάθεια για να αντλήσουμε νέα χρήματα, αλλά, αντιθέτως, ήταν για πρώτη φορά που κατάφερε η Ελλάδα να κάνει μία πράξη διαχείρισης του χρέους της. Αυτή τη φορά το 1,5 δισ. από τα 3 δισ., τα οποία δανειστήκαμε, αφορούσε ανταλλαγή ομολόγου το οποίο θα έληγε το 2019 και το οποίο μετατοπίστηκε, μετατέθηκε για το 2022.
- Σήμερα, τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι καλύτερα από το 2014 κι αυτό αποτυπώθηκε στο χαμηλότερο επιτόκιο.