Μετά από μια πολύμηνη διελκυστίνδα ανάμεσα στην Ελλάδα και τους θεσμούς που τελικά οδήγησε στην απόφαση του Eurogroup, η Γερμανία έδωσε την Τετάρτη και τυπικά την έγκρισή της για την εκταμίευση της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα. Στη συζήτηση στην αρμόδια για το θέμα επιτροπή Προϋπολογισμού συμμετείχε και ο υφυπουργός Οικονομικών και μέλος του προεδρείου των Χριστιανοδημοκρατών, Γενς Σπαν.
Μιλώντας στη Deutsche Welle για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε για την εκταμίευση της δόσης, δήλωσε τα εξής: «Εμείς αναγνωρίζουμε αυτό που κατάφερε η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες. Υλοποιήθηκαν σημαντικές και δύσκολες μεταρρυθμίσεις - όπως είχε άλλωστε συμφωνηθεί. Και τώρα εμείς τηρούμε το δικό μας μέρος της συμφωνίας, δηλαδή να εκταμιευθεί η επόμενη δανειακή δόση. Κατά αυτόν τον τρόπο κάνουμε ένα ακόμη σημαντικό βήμα στο πρόγραμμα. Είναι πάντως ένα καλό σημάδι ότι προφανώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας από το τρέχον πρόγραμμα θα είναι μικρότερες απ' ό,τι είχε προβλεφθεί. Αυτό μας δείχνει ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Νομίζω όμως πως όλοι γνωρίζουμε ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο τέλος».
Στη χθεσινή συζήτηση στην επιτροπή Προϋπολογισμού, βουλευτές των Σοσιαλδημοκρατών, της Αριστεράς και των Πρασίνων επέκριναν το γεγονός ότι το θέμα της εκταμίευσης παραπέμφθηκε στην επιτροπή μετά από σχετικό αίτημα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Τον κατηγόρησαν ότι με αυτό τον τρόπο ήθελε να αποφύγει πριν από τις εκλογές τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής και να παραδεχθεί δημόσια πως αυτό που υποσχέθηκε δεν τηρείται, δηλαδή η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ο Σπαν απέρριψε αυτήν την κατηγορία: «Σε καμία περίπτωση δεν φοβόμαστε μια συζήτηση στη γερμανική Βουλή. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει δηλώσει ότι είναι έτοιμος να συμμετάσχει σε κάθε συζήτηση και να απαντήσει σε κάθε ερώτηση. Δεδομένου όμως ότι δεν υπήρξαν ουσιαστικές τροπολογίες στο ελληνικό πρόγραμμα το θέμα της εκταμίευσης δεν αφορούσε τη Βουλή αλλά την επιτροπή Προϋπολογισμού. Όμως πέραν αυτού - μπορούμε να συζητήσουμε για όλα».
Το χρέος θα είναι στη φετινή ατζέντα
Δεν είναι όμως μόνο ο Σόιμπλε και οι Χριστιανοδημοκράτες που θέλουν να αποφύγουν προεκλογικά τη συζήτηση για το ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει και για τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων που εκπροσωπούνται στη γερμανική Βουλή. Για αυτόν τον λόγο, όλες οι ΚΟ συμφώνησαν ότι στην πρόσφατη απόφαση του Eurogroup για την εκταμίευση της επόμενης δόσης δεν υπάρχει ουσιαστική απόκλιση από την αρχική εντολή της Βουλής προς την κυβέρνηση για τη συμμετοχή της Γερμανίας στο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα.
Κατά συνέπεια, η συζήτηση περιορίστηκε στην κλειστή συνεδρίαση της επιτροπής Προϋπολογισμού. Αν είχε γίνει στην Ολομέλεια της Βουλής τότε θα έπρεπε όλα τα κόμματα να αναφερθούν και στο λόγο που το ΔΝΤ δεν δέχεται να συμμετάσχει οικονομικά στο δανειακό πρόγραμμα, δηλαδή στη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Για να γίνει όμως βιώσιμο θα πρέπει να μειωθεί. Η περικοπή του χρέους θα κοστίσει ωστόσο στη Γερμανία πολλά δισ. ευρώ. Η δημόσια παραδοχή αυτής της αλήθειας πριν από τις εκλογές θα ήταν όμως «βούτυρο στο ψωμί» των δεξιών λαϊκιστών της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ο υφυπουργός Οικονομικών εξέφρασε την πεποίθηση ότι πολύ σύντομα θα υπάρξουν νέες εξελίξεις: «Το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Εντός του Ιουλίου θα αποφασίσει σχετικά με τη συμμετοχή του. Ως προϋπόθεση για την εκταμίευση χρημάτων προς την Ελλάδα θα θέσει όμως μια ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».
Αυτή η απόφαση του ΔΝΤ θα αναγκάσει τους Ευρωπαίους να ασχοληθούν με αυτό το θέμα – όχι άμεσα αλλά και ούτε τον επόμενο χρόνο - παραδέχθηκε ο Σπαν: «Το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους θα εξεταστεί τους επόμενους μήνες υπό το πρίσμα της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Σε περίπτωση που σημειώσει αναπτυξιακούς ρυθμούς θα μειωθεί και το συνολικό βάρος του χρέους. Αυτός είναι ο λόγος που επιμένουμε σε μεταρρυθμίσεις που προωθούν την ανάπτυξη. Το ζητούμενο δεν είναι η μείωση του χρέους αλλά πως θα επιτευχθεί μεγαλύτερη ανάπτυξη. Και όντως διαπιστώνουμε ότι όλο και περισσότερο η Ελλάδα σημειώνει ανάπτυξη.»