Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στο προσκήνιο επανέρχεται, περίπου 2,5 χρόνια μετά το 2014 οπότε είχε πέσει ξανά στο τραπέζι, το θέμα της «προληπτικής γραμμής πίστωσης» για την Ελλάδα, μιας γραμμής η οποία θα πρέπει να «ανοίξει» μετά τον Αύγουστο του 2018 ώστε να καταστήσει ευκολότερη την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές με το που θα ολοκληρωθεί και το 3ο μνημόνιο.
Την αναγκαιότητα να υπάρξει το συγκεκριμένο εργαλείο περιγράφει η ίδια η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Όπως αναφέρεται, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο οι επόμενες εκταμιεύσεις δόσεων να μην καλύπτουν απλώς την ανάγκη για την εξυπηρέτηση των δανείων και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου, αλλά να αφήνουν και ένα «περίσσευμα» ώστε σταδιακά να περισσέψουν κονδύλια για να δημιουργηθεί ένας «κουμπαράς» ο οποίος και θα αξιοποιηθεί για να διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές μετά τον Αύγουστο του 2018.
Το ποιο θα είναι το ποσό που θα χρησιμοποιηθεί ως «προληπτική γραμμή πίστωσης», το ποιοι θα είναι οι όροι για να μπορεί να γίνει χρήση αυτής της γραμμής, αλλά και το ποια θα είναι η διάρκεια κατά την οποία αυτά τα δανειακά κεφάλαια θα είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα θα αποτελέσει αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της. Ουσιαστικά, η προληπτική γραμμή πίστωσης θα είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα που θα μπουν στο τραπέζι το καλοκαίρι του 2018 μαζί με τα πρωτογενή πλεονάσματα (σ.σ.: δηλαδή το αν μπορεί να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και το 2019 χωρίς να έρθει νωρίτερα η μείωση του αφορολογήτου, όπως επίσης και το αν υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο για να εφαρμοστεί μέρος ή το σύνολο του πακέτου με τα θετικά μέτρα τόσο του 2019 όσο και του 2020).
Η αναφορά στο ανακοινωθέν του Eurogroup που ξανανοίγει το ζήτημα της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης είναι πολύ συγκεκριμένη: «Εν όψει της ολοκλήρωσης του τρέχοντος δανειακού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, το Eurogroup δεσμεύεται να παράσχει υποστήριξη στην Ελλάδα προκειμένου να καταστεί εφικτή η επιστροφή της στις αγορές. Το Eurogroup συμφωνεί ότι οι μελλοντικές δόσεις (σ.σ.: αυτές που θα πρέπει να καταβληθούν στην Ελλάδα μετά τις αξιολογήσεις που έχουν απομείνει) θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν όχι μόνο τις ανάγκες για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, αλλά και την περαιτέρω ενίσχυση των αποθεματικών κεφαλαίων ώστε να τονωθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να διευκολυνθεί η έξοδος στις αγορές».
Η τελευταία φορά που έγινε συζήτηση για τη γραμμή προληπτικής στήριξης ήταν το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 2014, πριν από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα (σ.σ.: αδυναμία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας) και την προκήρυξη εκλογών. Τότε, το σενάριο που υπήρχε στο τραπέζι προέβλεπε να δημιουργηθεί προληπτική γραμμή για την Ελλάδα (ECCL) με τα αδιάθετα δανειακά κεφάλαια της τάξεως των 10,9 δισ. ευρώ που είχαν εγκριθεί στο πλαίσιο του β’ μνημονίου (σ.σ.: είναι το πακέτο που υποχρεώθηκε να επιστρέψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές του 2015 όταν και υποβλήθηκε το αίτημα για παράταση του β’ μνημονίου μέχρι και τον Ιούνιο του 2015). Τότε είχε εκτιμηθεί ότι αυτά τα 10,9 δισ. ευρώ θα παρείχαν δίχτυ ασφαλείας ώστε να καλυφθούν όλες οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας για έναν χρόνο, δηλαδή για ολόκληρο το 2015.
Και αυτή τη φορά η συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι μετά τον Αύγουστο του 2018 δεν πρόκειται να ανοίξει την τελευταία στιγμή. Από το ίδιο το κείμενο του Eurogroup προκύπτει ότι η προληπτική γραμμή θα πρέπει να ξεκινήσει να χτίζεται από την επόμενη κιόλας εκταμίευση, η οποία λογικά θα πρέπει να γίνει μέσα στο 2017 με την ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης.
Οι δόσεις που έχουν ληφθεί
Με τη συμπλήρωση των δύο εκ των τριών ετών της 3ης δανειακής σύμβασης, η Ελλάδα θα έχει εισπράξει συνολικά 39,4 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. ευρώ που προβλέπει το 3ο μνημόνιο. Ολόκληρο το 2015 η Ελλάδα είχε εκταμιεύσει 16 δισ. ευρώ, το 2016 η χώρα εκταμίευσε σταδιακά από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο 10,3 δισ. ευρώ και στις 15 Ιουνίου εγκρίθηκε η εκταμίευση 7,7 δισ. ευρώ μέσα στον Ιούλιο. Αν προστεθούν τα τρία ποσά, προκύπτει ότι μέχρι και τον Αύγουστο του 2017 η Ελλάδα θα έχει εκταμιεύσει συνολικά 39,4 δισ. ευρώ, ποσό που θα ανέβει στα 40,2 δισ. ευρώ το φθινόπωρο με την αποδέσμευση επιπλέον 800 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Έτσι, από την αρχική σύμβαση θα υπολείπονται 45,8 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό θα πρέπει να αποφασιστεί πόσα θα εκταμιευτούν μέσω των επόμενων αξιολογήσεων για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, πόσα θα δοθούν για την πλήρη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και πόσα θα χρησιμοποιηθούν για τον «κουμπαρά» της προληπτικής γραμμής.
Μετά και τη συμφωνία στο Eurogroup, το επόμενο διάστημα θα δοθούν στη δημοσιότητα τα τελικά κείμενα της συμφωνίας για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης (σ.σ.: το αναθεωρημένο μνημόνιο, η έκθεση συμμόρφωσης κ.λπ.). Σε αυτά θα υπάρχει και το νέο «δοσολόγιο». Τον Μάιο του 2016 είχε προγραμματιστεί να εκταμιευτούν 16,4 δισ. ευρώ μέσα στο 2016 (σ.σ.: τελικώς εκταμιεύτηκαν 10,3 δισ. ευρώ), 18,2 δισ. ευρώ μέσα στο 2017 και 9,9 δισ. ευρώ μέσα στο 2018. Οι ανάγκες για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας είχαν υπολογιστεί στα 16,9 δισ. ευρώ για το 2016, στα 19,7 δισ. ευρώ για το 2017 και στα 7,1 δισ. ευρώ για το διάστημα μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνονται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου. Τότε ήταν προγραμματισμένο οι εκταμιεύσεις να γίνουν ύστερα από 5 τριμηνιαίες αξιολογήσεις. Πλέον χρονικά περιθώρια για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν, οπότε είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιες από τις επόμενες αξιολογήσεις να «συγχωνευτούν».
«Πιθανή και μέσα στο 2017 η έξοδος στις αγορές»
Πιθανό θεωρεί ο επικεφαλής του ESΜ Κλάους Ρέγκλινγκ το ενδεχόμενο η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές ακόμη και αργότερα μέσα στο 2017.
Ωστόσο, όπως υποστηρίζει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΤ, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να συνεχιστεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων όπως έχει συμφωνηθεί καθώς, όπως αναφέρει, «οι αγορές παρακολουθούν πολύ προσεκτικά τι συμβαίνει με την ιδιοκτησία του προγράμματος, το αν η κυβέρνηση συνεχίζει να εφαρμόζει όσα έχουν συμφωνηθεί με το Eurogroup και τον ΕSM».
Κληθείς να σχολιάσει το θέμα της «ιδιοκτησίας» του προγράμματος, ο κ. Ρέγκλινγκ διατύπωσε δημόσια την ένστασή του σχετικά με τη στάση που τηρούν συγκεκριμένοι υπουργοί της κυβέρνησης, ειδικά σε ό,τι αφορά το θέμα των αποκρατικοποιήσεων. Κι αυτό που βλέπουμε κάποιες φορές έως σήμερα είναι ότι δουλεύουμε πολύ καλά με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, όμως κάποιοι άλλοι υπουργοί της κυβέρνησης ορισμένες φορές αμφισβητούν μέτρα τα οποία έχουν συμφωνηθεί, συγκεκριμένες αποκρατικοποιήσεις, κι αυτό στέλνει ένα μήνυμα στις αγορές και ευρύτερα στο ευρωπαϊκό κοινό ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν στηρίζει πλήρως το ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό δεν είναι καλό για την εμπιστοσύνη.
Ερωτηθείς σχετικά με το αν ήρθε η ώρα ο ESM να μετατραπεί σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, ο κ. Ρέγκλινγκ απάντησε: «Νομίζω ότι είναι καλό να το σκεφτούμε. Πολλοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διευρύνουμε τις ευθύνες, κάτι το οποίο θεωρώ ότι μπορεί να γίνει, ίσως μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος, το επόμενο έτος. Όποτε ξεσπάσει μια επόμενη κρίση, πράγμα το οποίο δεν προβλέπω στο εγγύς μέλλον, πιθανόν θα αντιμετωπιστεί χωρίς το ΔΝΤ. Οπότε ο ESM, από αυτή την άποψη θα έχει διευρυμένες αρμοδιότητες και μπορεί να διευρύνει την εξουσία του».