Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Στον «πάγο» έβαλε τις πωλήσεις των κατεψυγμένων τροφίμων η αύξηση του φορολογικού συντελεστή, ανακόπτοντας τη θετική πορεία της κατηγορίας η οποία, σύμφωνα με τη μελέτη της Infobank Hellastat, που παρουσιάζει σήμερα η «Ν», εμφάνισε το 2016 πτώση εσόδων 6,9%.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectorial Studies Senior Analyst της IBHS, το 2015 η αγορά κατεψυγμένων τροφίμων στα σούπερ μάρκετ σημείωσε άνοδο, εμφανίζοντας ανθεκτικότητα στην επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος, κλίμα όμως που άρχισε να αντιστρέφεται από το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Έτσι, το 2016 ακολούθησε υποχώρηση λόγω της μεγαλύτερης φορολογικής επιβάρυνσης των καταναλωτών, τόσο με άμεσους όσο και έμμεσους φόρους. Η μετάταξη πολλών ειδών διατροφής το καλοκαίρι του 2015 από το χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ 13% στο 23% και ακολούθως η αύξηση του συντελεστή στο 24% από 1.6.2016 προκάλεσε συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης και μείωση της ζήτησης ακόμα και για τρόφιμα πρώτης ανάγκης, με συνέπεια η κάμψη του όγκου πωλήσεων σε διάφορες κατηγορίες να είναι μεγαλύτερη της μείωσης σε όρους αξίας.
Οι πωλήσεις κατεψυγμένων τροφίμων το 2016 μειώθηκαν κατά 6,9% σε αξία (από τις πιο αξιοσημείωτες μειώσεις στην αγορά).
Ανά κατηγορία, τα κατεψυγμένα λαχανικά το 2016 κατέγραψαν πτώση, σε αντίθεση με την ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών, η οποία σύμφωνα με την IRI στο εννεάμηνο κυμάνθηκε στο 11,7% σε όγκο και 8,9% σε αξία. Η μεγαλύτερη πτώση προέκυψε στα μαγειρεμένα λαχανικά με 25,9% σε όγκο και 19,2 σε αξία, ενώ αξιοσημείωτες ήταν και οι απώλειες του τομέα ιδιωτικής ετικέτας, με 31,6% σε όγκο και 24,8% σε αξία.
Αντίστοιχα, ο τομέας της κατεψυγμένης ζύμης στο εξεταζόμενο διάστημα του 2016 υπέστη σημαντική κάμψη του όγκου πωλήσεων της τάξης του 19,7%, απώλειες πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τα προϊόντα φρέσκιας ζύμης (-8,2%), με τη μείωση σε όρους αξίας να ανέρχεται στο 9%. Παράλληλα, η ζύμη ιδιωτικής ετικέτας εμφάνισε πτώση 32,1% σε όγκο και 17,2% σε αξία.
Όσον αφορά την αγορά των κατεψυγμένων αλιευμάτων, τα τελευταία 3 χρόνια εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης, γεγονός που υποδεικνύει την ανθεκτικότητά της στην αρνητική οικονομική συγκυρία. Σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση της IRI, το επτάμηνο του 2016 χαρακτηρίστηκε από οριακή πτώση του όγκου πωλήσεων κατά 0,7% σε ετήσια βάση, ενώ η αξία εμφάνισε μικρή άνοδο 1,2%.
Γενικά, όπως σημειώνει η IBHS, η συχνότητα κατανάλωσης έχει υποχωρήσει ελαφρώς καθώς οι καταναλωτές επιλέγουν πιο σπάνια το ψάρι σε εβδομαδιαία βάση, ενώ παρατηρείται μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αλιεύματα πιο προσιτών τιμών σε σχέση με τα ακριβότερα.
Το γεγονός αυτό είναι πιο έκδηλο την περίοδο της Σαρακοστής, καθώς επιλέγονται κυρίως κωδικοί καλαμαριού και σε μικρότερο βαθμό πιο ακριβά είδη όπως οι γαρίδες, η σουπιά και το χταπόδι. Η διείσδυση του τομέα της ιδιωτικής ετικέτας θεωρείται σημαντική, καθώς 1 στα 3 προϊόντα που πωλούνται είναι ανώνυμα.
Ιδιωτική ετικέτα
Πάντως, όπως επισημαίνει η μελέτη η φορολογία «στοίχισε» ακριβά και στην ιδιωτική ετικέτα καθώς με βάση τα στοιχεία πρόσφατης έρευνας της IRI το μερίδιο των PL προϊόντων σε όρους όγκου υπολογίζεται σε 23,8% για το 2016, ενώ σε σχέση με το προ διετίας επίπεδο προκύπτει υποχώρηση κατά 10,4% (πρόκειται για τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση στο σύνολο των ταχυκίνητων προϊόντων). Η πτώση αυτή αποδίδεται στην προαναφερθείσα άνοδο των τιμών, ελέω της αύξησης του φορολογικού συντελεστή καθώς από το 2014 οι τιμές των κατεψυγμένων ιδιωτικής ετικέτας έχουν αυξηθεί κατά 25% (περιλαμβανομένων και των αυξήσεων του ΦΠΑ).
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η IBHS, μέρος της υποχώρησης της ιδιωτικής ετικέτας συμπεριλαμβάνεται και στα προβλήματα του δικτύου της Μαρινόπουλος, η οποία κατείχε σημαντικά μερίδια στην κατηγορία.
Συγκεκριμένα, πολλοί καταναλωτές που έκαναν τις αγορές τους στην εν λόγω αλυσίδα μετακινήθηκαν στα καταστήματα της Lidl, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα στοιχεία της IRI.
Εξαγωγική διέξοδος
Παράμετρο ανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει η ενίσχυση της εξαγωγικής επίδοσης του κλάδου, κυρίως σε αγορές που δεν έχει ακόμα σημαντική παρουσία. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτούνται συνεργασίες με λιανεμπορικές αλυσίδες σε μακροχρόνια βάση. Ήδη, οι εταιρείες με πωλήσεις στο εξωτερικό επηρεάστηκαν λιγότερο από την ύφεση σε σχέση με όσες απευθύνονται κυρίως στην ελληνική αγορά. Εξάλλου, η αναγνωρισμένη υψηλή ποιότητα της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής και η επένδυση στην καινοτομία πρέπει να αποτελέσουν σημεία υπεροχής έναντι του ανταγωνισμού από άλλες χώρες.
Όπως επισημαίνει ο κ. Νικόλας Γκουζέλος, διευθύνων σύμβουλος της IBHS, «οι εταιρείες πρέπει να επενδύουν στη διαφοροποίηση της προϊοντικής τους βάσης με καινοτόμα προϊόντα, τα οποία να τιμολογούν ανταγωνιστικά (στο μέτρο του δυνατού), ώστε να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών και στην απαίτησή τους για “value for money” αγορές.
Η άνοδος του τουριστικού ρεύματος μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω τον τομέα food service που απευθύνεται στις ξενοδοχειακές μονάδες, λόγω των αυξημένων αναγκών σίτισης που προκύπτουν στα πλαίσια των all inclusive πακέτων».