Η εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια δεν πιάστηκε στα τουρκικά δίχτυα

ΣΕΘ: Αύξηση των εξαγωγών τσιπούρας και λαβρακιού πέρυσι παρά τις πιέσεις στις τιμές από την όμορη χώρα
Παρασκευή, 02 Ιουνίου 2017 14:34
UPD:14:34
EUROKINISSI/ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Από την έντυπη έκδοση 

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

Παρά το τουρκικό «pressing», η εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια κράτησε δυνατές επιδόσεις την περσινή χρονιά, εμφανίζοντας ενισχυμένες εξαγωγές εντός ευρωπαϊκής αγοράς κατά 17% σε όγκο.

Ωστόσο, ο ανταγωνισμός από τη γείτονα χώρα παραμένει έντονος με επιχειρήσεις του κλάδου να δρομολογούν αύξηση της παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), η αύξηση των εξαγωγών τσιπούρας και λαβρακιού κυμάνθηκε ανά αγορά από 7% έως 32%, ξεπερνώντας συνολικά τους 83.000 τόνους, εκτιμώμενης αξίας άνω των 433 εκατομμυρίων ευρώ.

Το 93% των εξαγωγών διοχετεύεται σε αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 7% σε όλες τις άλλες χώρες.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η Ιταλία παραμένει η μεγαλύτερη αγορά για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια καταλαμβάνοντας το 47% των εξαγωγών, ενώ ακολουθούν η Ισπανία με 16% και η Γαλλία 11%.

Συγκριτικά μικρή διείσδυση της τάξεως του 2% εμφανίζουν τα ελληνικά ιχθυρά σε τρίτες χώρες.

Όσον αφορά τις τιμές, το 2016 κινήθηκαν για τα ελληνικά προϊόντα σε 5 ευρώ/κιλό στην τσιπούρα και στα 5,10- 5,20 ευρώ το κιλό στο λαβράκι.

Φέτος, η τιμή μέχρι στιγμής στην τσιπούρα κινείται στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, ενώ ανοδική τροχιά καταγράφει το λαβράκι. Σχετικά με την πορεία των εξαγωγών κατά τους πρώτους μήνες της χρονιάς φέρεται να διατηρεί την αυξητική τάση.

Ο ανταγωνισμός

Όσον αφορά τον ανταγωνισμό, «η Τουρκία με αυξημένη παραγωγή και επιθετική εμπορική πολιτική παραμένει ο κύριος ανταγωνιστής της Ελλάδας» επισημαίνει ο ΣΕΘ. Είναι ενδεικτικό ότι το 2016 η διαφορά της τιμής/κιλό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε τσιπούρα και λαβράκι άγγιξε το 1 ευρώ.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, «κατά μέσο όρο οι Τούρκοι πωλούν συνήθως φθηνότερα κατά 0,3-0,5 ευρώ/κιλό, ωστόσο πέρυσι η κατάσταση ξέφυγε σημαντικά».

Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της Τουρκίας είναι η υποτιμημένη τουρκική λίρα σε επίπεδο ισοτιμιών και τα ιδιαίτερα χαμηλά κοστολόγια (τα οποία ευνοήθηκαν και από τις κρατικές ενισχύσεις, που μέχρι πρόσφατα λάμβαναν οι τουρκικές επιχειρήσεις), καθώς επίσης και οι «δυνατές» μεταφορές, που δίνουν τη δυνατότητα στα τουρκικά προϊόντα να βρεθούν σε κάθε αγορά σχεδόν με απευθείας πτήσεις από την Κωνσταντινούπολη.

Τουρκικές επενδύσεις

Αξίζει επισημανθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της Undercurrent News, οι Τούρκοι δρομολογούν επενδύσεις ανάπτυξης της παραγωγικής τους δυναμικής, με την εταιρεία Calmi, μέλος του ομίλου Yasar Group Holding, να σχεδιάζει τον διπλασιασμό της παραγωγής σε βάθος τριετίας.

Συγκεκριμένα, η εταιρεία, η οποία παρήγαγε 7.000 τόνους το 2016, στοχεύει εντός τριετίας να αυξήσει την παραγωγή σε τσιπούρα και λαβράκι στους συνολικά 13.000 τόνους ετησίως.

Σχετικά με τις τιμές, Τούρκοι παραγωγοί εκτιμούν ότι «τα αποθέματα τσιπούρας στην Τουρκία μειώνονται σταδιακά, ενώ η ζήτηση αυξάνεται και πιθανότατα θα υποστηριχθούν οι τιμές σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές. Αναφορικά με το λαβράκι οι τιμές μάλλον θα παραμείνουν σταθερές».

Σχολιάζοντας την πορεία της περσινής χρονιάς ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Γιάννης Πελεκανάκης ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη πενταετία, ο κλάδος παραμένει ανταγωνιστικός διαψεύδοντας όσους προεξοφλούσαν την κατάρρευσή του.

Η αναγνώριση της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων σε συνδυασμό με τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτησή τους, δίνει το μήνυμα για περαιτέρω ανάπτυξη».



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα