Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Θέση στη συνεχώς αναπτυσσόμενη αγορά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών δύναται να πάρει η εγχώρια παραγωγή, η οποία εμφανίζει σημαντικές προοπτικές διπλασιασμού των καλλιεργειών και διεύρυνσης των εξαγωγών.
Προς αυτή την κατεύθυνση στοχεύει και το Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης για την καλλιέργεια, επεξεργασία και εμπορία Αρωματικών και Φαρμακευτικών Φυτών (ΑΦΦ), το οποίο θέτει τις βασικές κατευθυντήριες, μέσω θεσμοθέτησης κανονισμών και πρακτικών καλλιέργειας, για μια ορθολογική ανάπτυξη του κλάδου.
Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ομάδας εργασίας που εκπόνησε το σχέδιο, η εγχώρια παραγωγή δύναται να διπλασιαστεί ή ακόμα και να τριπλασιαστεί σε μικρό βάθος χρόνου. Σήμερα, στη χώρα μας οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αρωματικών φυτών δεν ξεπερνούν τα 60.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα 20.000 ανήκουν στο Άγιο Όρος, ενώ τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνει η καλλιέργεια της ρίγανης (11.000 στρέμματα). Αναφορικά με τον αριθμό των παραγωγών κυμαίνονται μεταξύ 300 και 500.
Όσον αφορά τη συμμετοχή της Ελλάδας στον χάρτη των εξαγωγών είναι μικρή της τάξεως του 0,1%, με γείτονες χώρες όπως η Βουλγαρία και η Αλβανία να κατέχουν ποσοστό της τάξεως του 5% σε επίπεδο ευρωπαϊκής αγοράς. Κύριες αγορές - στόχοι των ελληνικών εξαγωγών αποτελούν η Αλβανία (χώρα που επανεξάγει ποσότητες ΑΦΦ) και η Γερμανία (με τη σημαντική βιομηχανία χρήσης ΑΦΦ). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, η χώρα μας έχει τη δυναμική να αξιώσει σε βάθος τριετίας - πενταετίας αντίστοιχο ποσοστό, ήτοι 5%.
Σχετικά με τις «αποδόσεις» της καλλιέργειας, η τιμή για τα επόμενα χρόνια αναμένεται να κινηθεί πάνω από τα 10 δολ./κιλό, ξεπερνώντας τα 12 δολ./κιλό.
Στη χώρα μας ευδοκιμεί μεγάλος αριθμός αρωματικών φυτών, ωστόσο, έχει κλειδώσει ένας κατάλογος προτεραιότητας με 12 είδη μεταξύ των οποίων το τσάι του βουνού, η ρίγανη, το φασκόμηλο, το χαμομήλι, ενώ υπάρχει σχεδιασμός για να προχωρήσει η κατοχύρωση των ελληνικών ποικιλιών πολλαπλασιαστικού υλικού.